Γιατί, όχι τώρα, προσφυγή στη Χάγη
Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, Οικονομολόγος – Ψυχολόγος, Συγγραφέας
Η ελληνική κυβέρνηση έχει επιδοθεί, το τελευταίο διάστημα, σε ένα μπαράζ διπλωματικών κινήσεων, ώστε να δημιουργήσει ένα διπλωματικό δίχτυ ασφαλείας απέναντι στη συνεχή προκλητικότητα της Τουρκίας και τις διεθνείς πρωτοβουλίες της για να αποκτήσει ρόλο στην Αν. Μεσόγειο που, τυπικά και ουσιαστικά, δεν της ανήκει. Ακόμη και όσοι διακρίνουν παραχωρήσεις ή διφορούμενες ερμηνείες σε σημεία των συμφωνιών με Ιταλία και Αίγυπτο, αναγνωρίζουν τη στρατηγική σημασία της κύρωσης τους για την εμπέδωση της αξίας του διεθνούς δικαίου στην ευρύτερη περιοχή.
Γιατί λοιπόν να μην προσφύγουμε τώρα στη Χάγη, ειδικά αν υποθέσουμε ότι, με κάποιο μαγικό τρόπο, η Τουρκία πείθονταν τελικά να υπογράψει συνυποσχετικό με μοναδικό θέμα προς συζήτηση τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας; Άλλωστε όπως θυμίζουν κάποιοι, όχι με τις πιο αγαθές προθέσεις, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής μίλησε από τη δεκαετία του ’70 για αυτή την πολύ συγκεκριμένη προοπτική.
Οι θερμοί υποστηρικτές της Χάγης ως θεμιτή άμεση λύση στα ελληνοτουρκικά είτε βλέπουν την Τουρκία ως πολύ ισχυρή, στρατιωτικά και πολιτικά, επισύροντας τον φόβο ενός ατιμωτικού πολέμου ή την παρουσιάζουν ως απολύτως αδύναμη, αυτή τη χρονική στιγμή, και τη χώρα στο διπλωματικό της απώγειο οπότε δικαιολογείται η αισιοδοξία μιας ευνοϊκής για μας δικαστικής απόφασης.
Πρώτα απ’ όλα, να ξεκαθαρίσουμε ότι όσο αδύναμη κι αν είναι οικονομικά η Τουρκία, που τώρα βρίσκεται σε πολύ δυσχερές σημείο, και όσο κι αν γεωπολιτικά έχει ανοίξει πολλαπλά δυσεπίλυτα μέτωπα, δεν παύει να αποτελεί έναν ισχυρό σύμμαχο της Δύσης που πάντα την λογίζει ως το βασικό ανάχωμα απέναντι στην εξτρεμιστική μουσουλμανική επέλαση, όχι βέβαια πάντα με τεράστια επιτυχία!
Η Τουρκία έχει βρεθεί ξανά οικονομικά με την πλάτη στον τοίχο αλλά διπλωματικά δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ από τους Δυτικούς συμμάχους της. Όπως και τώρα, ενώ με αφορμή τη μετατροπή της Αγιά Σοφιάς σε τζαμί θα μπορούσαν, με μια σειρά οικονομικών κυρώσεων, να την γονατίσουν, το απέφυγαν μένοντας σε χλιαρές καταδικαστικές δηλώσεις.
Ούτε βέβαια η Τουρκία, παρά την όποια ισχύ της στέκεται ως φόβητρο στο Αιγαίο. Άλλωστε ένας τέτοιος πόλεμος δεν βολεύει κανέναν που διαθέτει συμφέροντα στην Αν. Μεσόγειο. Άρα αυτό που επισύρουν ως κίνδυνο οι γείτονες μας είναι ένα θερμό επεισόδιο που θεωρούν ότι, μετά από παρέμβαση τρίτων, θα μας βάλει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ίσως με κάπως πιο διευρυμένη ατζέντα.
Ακόμη και το επιχείρημα περί Κωνσταντίνου Καραμανλή, χωλαίνει γιατί πράττει ένα κλασικό σφάλμα. Μεταφέρει αυτούσια την αντίδραση σε ένα γεγονός, παραβλέποντας τις διαφορές στο τότε και το τωρινό γεωπολιτικό περιβάλλον.
Ο Εθνάρχης είχε στα χέρια του τα ινία μιας Ελλάδα που έμπαινε στον σκληρό πυρήνα της ΕΟΚ, με εξαιρετικές προσωπικές σχέσεις με όλες τις τότε κορυφαίες διεθνείς πολιτικές προσωπικότητες και ήταν εύλογο να πιστεύει ότι απέναντι σε μια Τουρκία καταδικασμένη από τον ΟΗΕ για την εισβολή στην Κύπρο, η πολιτική απόφαση που θα έπαιρνε η Χάγη θα ήταν σαφώς προσανατολισμένη προς τα ελληνικά συμφέροντα.
Σήμερα όλοι οι παίκτες στην παγκόσμια σκακιέρα βλέπουν τη Μεσόγειο ως ενεργειακή νησίδα και επιθυμούν μια συμβιβαστική διευθέτηση. Παρά την ισχυροποίηση της χώρας μας με τις τελευταίες επιλογές της και τη γενικότερη αύξηση της αξιοπιστίας της (μετά από μια ισχυρή οικονομική κρίση), τίποτα δεν προμηνύει ότι η Χάγη θα αποδειχθεί ένας ειδυλλιακός περίπατος.
Μάλλον το αντίθετο. Όλα δείχνουν ότι τώρα οι διαθέσεις όλων των, έμμεσα ή άμεσα εμπλεκομένων, ευνοούν μια μεσοβέζικη, όχι ιδιαίτερα ευνοϊκή μεταχείριση για τα ελληνικά κεκτημένα. Γι’ αυτό και η οποία προσφυγή σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο θα πρέπει να αφεθεί για μεταγενέστερο διάστημα υπό διαφορετικές συνθήκες και ισορροπίες.