Εκκενώστε τη ζωή σας…
«Εκκενώστε το σπίτι» ούρλιαζαν από μακριά. «Εκκενώστε το… Γρήγορα… Φύγετε, θα καείτε…».
Γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης
Έμεινα σαστισμένος, ακίνητος, με τα μάτια γεμάτα απορία και μια υγρασία πρωτόγνωρη. Δεν ξέρω αν ήταν από τον καπνό ή από τη μοίρα που θέλησε να μάθει αν έχω το κουράγιο να ξεκινήσω τη ζωή μου από την αρχή. «Εκκενώστε…», άκουσα τη φωνή να φτάνει στ’ αυτιά μου αλλά όχι στο μυαλό μου. Πώς να εκκενώσω το σπίτι μου; Τι να πάρω μαζί μου; Τα χαρτιά και τα έγγραφα που είχα στριμώξει σε μια σκονισμένη άκρη τής ντουλάπας; Τα φάρμακά μου; Ρούχα; Παπούτσια; Αναμνήσεις; Τη φωτογραφία τού συγχωρεμένου του πατέρα μου που χόρευε λεβέντικα στο γάμο της αδερφής μου; Τις φωτογραφίες των παιδιών απ’ όταν ήτανε μικρά; Την εικόνα της Παναγίας; Τα στέφανα στην ξύλινη θήκη τους που χρόνια ολόκληρα τώρα ξεσκόνιζε ευλαβικά η κυρα-Πηνελόπη κάθε Σάββατο απόγευμα λες και ήταν το σημαντικότερο πράγμα που έπρεπε να κάνει κάθε εβδομάδα. Τι να πάρω; Τι;
Γύρισα και κοίταξα το τραπέζι της κουζίνας, εκεί που κάθε Κυριακή τρώγαμε όλοι μαζί το φαγητό της κυρα-Πηνελόπης. Εκεί που συνήθιζα να κόβω το φρεσκοζυμωμένο γλυκό ψωμί της με τα χέρια και όχι με το μαχαίρι κι εκείνη γκρίνιαζε γιατί τα κομμάτια ήταν άτσαλα κομμένα. Τα παιδιά γελούσαν κρυφά βάζοντας το χέρι μπροστά στο στόμα λες κι εκείνη δεν το καταλάβαινε. Δυο βήματα πιο ’κει το σαλόνι, το καλό δωμάτιο του σπιτιού. Από εκεί ξεπροβοδήσαμε τα παιδιά νύφες και γαμπρούς ντυμένα για την καινούρια τους ζωή. Ήταν βουβό κι εκείνο λες και καταλάβαινε τι επρόκειτο να συμβεί. Το ίδιο και η κρεβατοκάμαρα. Η σιωπή την είχε σκεπάσει, λες κι ο χρόνος είχε σταματήσει πια να κυλά για τα καθαρά σκεπάσματα, για τα μαξιλάρια με τις κεντημένες θήκες τους αλλά και για την κουρτίνα της ξύλινης μπαλκονόπορτας που ήταν το καμάρι της νοικοκυράς. Κοφτή με τα αζούρια και τους ατραντέδες της.
Ένιωσα ένα χέρι να με πιάνει από το μπράτσο. «Είσαι καλά;» με ρώτησε ο ένστολος.
«Έλα, πρέπει να φύγουμε».
Σηκώθηκα αργά έχοντας τα χέρια μου στον τοίχο του σπιτιού. Ο άντρας με τράβηξε απότομα.
«Θέλεις να πάρεις κάτι; Πρέπει να φύγουμε», φώναξε.
‘Μισό λεπτό’, του είπα, ‘θέλω να πάρω κάτι’.
Σκούπισα τα μάτια μου και σήκωσα το κορμί μου όρθιο. Ήθελα τουλάχιστον αυτό να είναι περήφανο. Πήρα μονάχα ένα πράγμα, την αξιοπρέπεια μου και περπάτησα τα τελευταία βήματα μέσα στις αναμνήσεις του σπιτιού, η τελευταία δεν ήθελα να είναι τούτη… Βγαίνοντας από την εξώπορτα αγκάλιασα τη γυναίκα μου.
‘Δάκρυσε αν θες αλλά μην κλάψεις», της είπα,
«Μην κλάψεις σε παρακαλώ. Σήκωσε το κεφάλι σου ψηλά, και πάμε. Μην κάψει η φωτιά και την περηφάνια μας. Πάμε κυρα-Πηνελόπη, κι αύριο θα ξημερώσει πάλι…’.
Της έπιασα το χέρι και βάδισα αργά προς το δρόμο.
«Εκκενώστε…» φώναζαν, αλλά δεν έδινα πια καμία σημασία, το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή μου άλλωστε το είχα πάρει μαζί μου…