Δημοτικές μπατσο… λογίες!
Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, σύμβουλος επιχειρήσεων – συγγραφέας
Εξελέγη πριν λίγους μήνες Δήμαρχος Αθηναίων, τόσο γιατί υπήρξε μια ετερόκλητη πολιτική συμμαχία στο πρόσωπο του, όσο κι επειδή συγκεκριμένα σφάλματα του προηγούμενου δημάρχου, έμοιαζαν αξεπέραστα κι έπρεπε κάπως να τιμωρηθεί για αυτά.
Ο Χάρης Δούκας κατανοώντας ότι η παραμονή του στον δημαρχιακό θώκο περνά μέσα από μια μετριοπαθή στάση που ψάχνει τον συγκερασμό απόψεων και τον ορθολογισμό, θα έπρεπε να κινείται έχοντας στο επίκεντρο τα πραγματικά σοβαρά ζητήματα της πόλης. Αυτό είναι που θα κριθεί οριστικά στην πορεία και από το συνολικό του έργο.
Όμως, στην πολιτική υπάρχουν και τα θεωρητικά μικρά κι ασήμαντα που καθορίζουν όμως τη νοοτροπία, το ύφος και το ήθος της εξουσίας. Η αναφορά στο “γκλοπ μπάτσου”, ακόμη κι αν πρόκειται για την αντανακλαστική αναπαραγωγή λόγων άλλου, αποκαλύπτει μια βαθύτερη αντίληψη για τα πράγματα από την οποία δεν μοιάζει να είναι εύκολο να απαγκιστρωθεί ο κ. καθηγητής.
Φυσικά και συμβαίνει στον προφορικό λόγο να επαναλαμβάσεις αυτούσιες τις φράσεις του συνομιλητή σου. Μόνο που καθένας μας με βάση το αξιακό του σύστημα και την ευρύτερη κοσμοθεωρία του, θέτει αυτόματα νοητικά όρια σε τι είναι ανεκτό για τον ίδιο. Αν ας πούμε κάποιος έλεγε “ο δήμαρχος είναι μακάκας” είμαι σίγουρος ότι αυτό το εσωτερικό φίλτρο θα απέτρεπε τον κ. Δούκα από το να επαναλάβει κάτι τόσο προσβλητικό.
Η αναφορά όμως σε μπάτσους, δεν του κρούει κανέναν προσωπικό κώδικα δεοντολογίας, δεν ξεπερνά την κόκκινη γραμμή του ανεκτού, ώστε να αποβληθεί αμέσως ακόμη κι από τη σκέψη πιθανής επανάληψης, ακριβώς επειδή αναγνωρίζεται ο προσβλητικός χαρακτήρας. Η λέξη “μπάτσος” δεν διαθέτει, στο μυαλό του, παραπανίσιο δηλητήριο από μια οποιαδήποτε άλλη αργκό έκφραση. Ο τρόπος που αντιδρά συνάδει περισσότερο με κάποιον που τη θεωρεί οικεία και μάλλον την χρησιμοποιεί στην καθημερινότητα, του μη επίσημου λόγου του.
Ο δήμαρχος ανασκεύασε μιλώντας για μονταζιέρα. Όσο κάτι δεν βγαίνει πρώτα από το στόμα του, δεν νιώθει ότι το χρεώνεται. Ούτε οι τύψεις τον κατατρέχουν, γιατί τότε θα διάνθιζε την απάντησή του με μια ειλικρινή συγγνώμη και επιχειρήματα στήριξης των αστυνομικών.
Είναι κατανοητό, ότι η ισορροπία ανάμεσα σε μια “επαναστατική” βάση που τον ψήφισε χωρίς να ταυτίζεται μαζί του και σε μια αστική πλειοψηφία που στήριξε κριτικά την υποψηφιότητα του, είναι μια δύσκολη υπόθεση. Όσο επιμένει να πατάει και στις δύο αυτές βάρκες κάνοντας ακροβατικές κινήσεις ανάμεσα στα αντικρουόμενα βέλη, το πιθανότερο είναι ότι όχι μόνο θα κάψει γρήγορα το όποιο “εκσυγχρονιστικό” κεφάλαιο τού έχει απομείνει αλλά κι ότι σύντομα θα πέσει με κρότο από το τεντωμένο σχοινί όπου βαδίζει.