120 δόσεις: ένα ακόμη κυβερνητικό πυροτέχνημα…

Γράφει η Ιωάννας Καλαντζάκου – Τσατσαρώνη*

Προεκλογικό πυροτέχνημα αποδεικνύεται για πολλούς οφειλέτες του Δημοσίου –και ειδικά για τις επιχειρήσεις- η πολυδιαφημισμένη από την κυβέρνηση ρύθμιση των χρεών σε 120 δόσεις. Ένα μέτρο που το έχουν άμεση ανάγκη η αγορά και τα νοικοκυριά έρχεται με μεγάλη καθυστέρηση και με περιορισμούς και επιβαρύνσεις που διαψεύδουν τις προσδοκίες, τις οποίες η ίδια η κυβέρνηση είχε καλλιεργήσει.

Ήδη από πλευράς πολιτικού ύφους, είναι προκλητικό για τους πολίτες ότι η κυβέρνηση επιχειρεί να εμφανίσει το μέτρο ως ….παροχή, αντί ως ανακούφιση από τις επιπτώσεις των κυβερνητικών ενεργειών! Αφού επιβάρυνε τη χώρα με ένα αχρείαστο τρίτο μνημόνιο και υπερφορολόγησε συστηματικά τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, μεταβάλλοντας το δημόσιο χρέος σε ιδιωτικό, η κυβέρνηση έρχεται σε όσους η ίδια υπερχρέωσε να προβάλει ως παροχή ότι τους δίνει τη δυνατότητα αποπληρωμής των οφειλών τους σε δόσεις…

Πέραν του ύφους, όμως, η ίδια η ουσία του μέτρου δεν είναι ό,τι προσδοκούσε και έχει ανάγκη η αγορά. Ασφαλώς η μακροπρόθεσμη ρύθμιση των οφειλών κινείται σε σωστή κατεύθυνση, εξαρτάται όμως από την αποτελεσματικότητά της. Το κυβερνητικό επιτελείο έπρεπε να είχε συνεννοηθεί με τους δανειστές, ώστε να αντιληφθούν τις αιτίες της υπερχρέωσης πολιτών και επιχειρήσεων και να δεχθούν μια γενική ρύθμιση που θα απέκλειε μόνο τους συστηματικούς κακοπληρωτές. Η κυβέρνηση, όμως, αφού εξήγγειλε τη ρύθμιση, αδράνησε επί μήνες, με αποτέλεσμα και οι οφειλές να αυξηθούν και η ρύθμιση, που τελικώς  παρουσίασε, να είναι ανεπαρκής.

Το μεγαλύτερο θύμα της κυβερνητικής αδιαφορίας για την κινητροδότηση της πραγματικής οικονομίας είναι οι επιχειρήσεις, στις οποίες παρέχεται δυνατότητα ρύθμισης μόνο σε 18 δόσεις (και σε 30 για τις έκτακτες οφειλές). Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, από τις  100.000 επιχειρήσεις με οφειλές στο Δημόσιο το 30% δεν έχει υποβάλει αίτηση υπαγωγής σε καμία ρύθμιση, από τις δε υπόλοιπες μόνο 20.000 επιχειρήσεις τηρούν τις ρυθμίσεις στις οποίες υπήχθησαν, ενώ 50.000 δυσκολεύονται να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Με δεδομένο ότι από τα 20 δισ. ευρώ που οφείλουν οι επιχειρήσεις τα 17 δισ. οφείλονται από εταιρείες που καθεμία τους χρωστά πάνω από ένα εκατομμύριο ευρώ, η τωρινή ρύθμιση σε 18 δόσεις θα τους είναι ανέφικτη:  θα είχαν ήδη ρυθμίσει σε 12 δόσεις που ήδη παρέχονται από την πάγια νομοθεσία. Κατά τις εκτιμήσεις των ειδικών, μόνο το 50% των επιχειρήσεων θα υπαχθεί στη νέα ρύθμιση και μόνο το 10%-20% θα μπορέσει να την τηρήσει… Οι μόνοι επιχειρηματίες που τελικώς θα ωφεληθούν είναι όσοι έχουν δυνατότητα εφάπαξ εξόφλησης των οφειλών με διαγραφή του  100% των προσαυξήσεων. Αυτό, όμως, αφορά μόνο όσους έχουν τη σχετική οικονομική δυνατότητα και όχι τους ευρισκόμενους σε αδυναμία, τους οποίους υποτίθεται ότι επιδιώκει να στηρίξει η ρύθμιση. Το ίδιο ισχύει για τα φυσικά πρόσωπα.

Αντιθέτως, για όσους φορολογούμενους είναι συνεπείς και όσους εξάντλησαν κάθε περιθώριο ρύθμισης, δεν προβλέπεται κανένα θετικό μέτρο ελάφρυνσης, κάτι που, όπως επανειλημμένα έχει επισημάνει η Νέα Δημοκρατία, όχι μόνο θα ήταν δίκαιο, αλλά και θα συνέβαλλε στην εμπέδωση νοοτροπίας συνεπούς αποπληρωμής των χρεών.

Ακόμη, όμως, και για τους ιδιώτες που θα μπορέσουν να ενταχθούν σε μακρόχρονη ρύθμιση, αφενός προβλέπεται μείωση του αριθμού των δόσεων ανάλογα με το εισόδημά τους, πράγμα που σε πολλές περιπτώσεις θα αποδειχθεί πιεστικό, αφετέρου για οφειλές άνω των 3.000 ευρώ επιβάλλεται ετήσιο επιτόκιο 5%, ψηλότερο από αυτό με το οποίο δανείζεται το Δημόσιο και επαχθές με βάση την κατάσταση της αγοράς και την φορολογική πίεση που υφίστανται νοικοκυριά και επιχειρήσεις.

Κινούμενη με αποκλειστικό γνώμονα τις προεκλογικές εντυπώσεις και την παροχολογία, με την οποία νομίζει ότι μπορεί να ξεγελάσει τους ψηφοφόρους, η κυβέρνηση παρουσιάζει ως μείζον επίτευγμα μία περιορισμένη ρύθμιση, που δεν δίνει στην αγορά την ανάσα που χρειάζεται και στερεί από την οικονομία την ευκαιρία μιας επανεκκίνησης η οποία θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύτιμη αν συνδυαζόταν με μέτρα ενίσχυσης των επενδύσεων και της ανταγωνιστικότητας, όπως αυτά που προβλέπει το πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας.

Ευτυχώς για τους πολίτες, η κυβέρνηση, που βλέπει τις ευκαιρίες να περνούν ανεκμετάλλευτες, οδεύει οριστικά προς την έξοδο. Η λαϊκή καταδίκη της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ και των ευκαιριακών συνοδοιπόρων του θα εκφραστεί εμφατικά στις πρώτες κάλπες που θα ανοίξουν στις 26 Μαΐου και θα ολοκληρωθεί στις εθνικές εκλογές.

* Ιωάννας Καλαντζάκου – Τσατσαρώνη, Υποψήφια βουλευτής Ν.Δ Β’ Αθηνών (Βόρειος Τομέας)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.