Η παλιό-Ελλάδα της αριστεράς
Γράφει η Μάρω Μπουρδάκου, Σεναριογράφος – Θεατρική συγγραφέας
Όλα παλιώνουν κι ο χρόνος τρέχει.. Τώρα. Αυτή τη στιγμή. Αμείλικτα. Αυτό το κλάσμα δευτερολέπτου κάθε λέξη, κάθε πρόταση περνάει στην ιστορία. Όπως κι εμείς. Όπως όλοι..Παλιώνουμε..παλιώσαμε.
Eίμαστε ήδη «οι πριν», είμαστε «οι τότε» και οι σημερινοί σε λίγο, θα είναι κι αυτοί παλιοί μη έχοντας γνωρίσει την καλή, τη αξιοπρεπή ζωή. Δεν την ξέρουν. Δεν την γνώρισαν ποτέ κι ούτε θα τη γνωρίσουν. Ζουν αυτό που τους προσφέρεται. Αυτό ξέρουν κι αυτό δέχονται. Το λίγο. Το μίζερο. Το ολιγαρκές. Η «ζωούλα», «ο μισθουλάκος», «το ποτάκι»
Κάποια στιγμή, αργότερα θα λειτουργήσει η αυτολύπηση για τη ζωή που δεν έζησαν. Αλλά τότε θα είναι αργά.. Και γύρω-γύρω δημιουργείται σιγά και προκλητικά προγραμματισμένα η Παλιά Ελλάδα. Η παλιό-Ελλάδα.
Ρίξτε μια ματιά εκεί που περπατάτε. Κοιτάξτε τους διπλανούς σας στο δρόμο, στο μετρό, στο λεωφορείο. Πως είναι. Τι φορούν. Άνθρωποι μελαγχολικοί, σκεπτικοί, κατηφείς, περπατούν και μιλούν μόνοι τους θύματα ντόπιων και ξένων παλιανθρώπων. Ντυμένοι με ρούχα παλιά , παλιομοδίτικα, μπαλωμένα στα ψαλίδια όλων των αποχρώσεων και δεξιοτήτων. «Χρυσό ψαλίδι», «Γρήγορο ψαλίδι», «Μοντέρνο ψαλίδι»..ψαλίδι παντού. Πόδια που περπατούν σε παλιόδρομους και κατεστραμμένα παλιοπεζοδρόμια, φορώντας παλιά παπούτσια, γυναίκες με παλιές ιμιτασιόν πλαστικοποιημένες τσάντες, μεταποιημένα παλιά φουστάνια, ντεμοντέ φούστες, απηρχαιωμένες ζακέτες και παντελόνια μόδας 10 χρόνια πριν.
Γι αυτό και ξεφυτρώνουν κάθε μέρα μαγαζιά με μεταχειρισμένα παλιόρουχα με το κιλό !
Μαγαζιά που πουλάνε τριτοπέμπτα αποφόρια όλων των ανατολικών χωρών που έχουν καθαριστεί σε κάποιο βρωμοκλίβανο της συμφοράς.
Στη ζυγαριά η αξιοπρέπεια μιας άλλοτε περήφανης χώρας.
Άντρες ντυμένοι άκομψα, με χιλιοφορεμένα τζινς, τριμμένα μπουφάν, αναμαλλιασμένα πουλόβερ ,χιλιοπλυμένα μακό και αθλητικά ιντερνετικά χοντροπάπουτσα.
Ανύπαρκτα χαμόγελα, που αν υπάρξουν, κρύβουν από κάτω χαλασμένα και αφρόντιστα δόντια και ασθένειες υπό εχεμύθεια , καλά κρυμμένες παίζουν κρυφτό μέσα μας και κυνηγιούνται με την νοσηρή έκπληξη. Κι όταν αποφασίσουμε να σφυρίξουμε έναν σκοπό κάτι παλιό σφυρίζουμε κι όταν πάμε να τραγουδήσουμε κανένα ρεφρενάκι τρέχουμε 40 χρόνια πίσω και βάλε γιατί δεν μας έρχεται κάτι άλλο στο μυαλό και γιατί έχουμε λερωθεί απ την ηχορύπανση των σημερινών παλιοτράγουδων.
Παλιοαυτοκίνητα σαράβαλα με το ένα service πάνω στο άλλο προσπαθούν αγκομαχώντας, να παρατείνουν το dead line τους.
Γύρω μας παντού, παλιατζήδες ιδεών, νεόκοποι παλιανθρωπίσκοι και διαδοσίες, άχρηστα παλιόπαιδα, ανάξια κι αγράμματα παλιοτόμαρα θηλυκά κι αρσενικά, που μέσα σε όλη αυτή τη παλιοκατάσταση, βρήκαν ευκαιρία και «τρούπωσαν» εκμεταλλευόμενοι ταλαντούχους ανθρώπους και αφαιρώντας τους προοπτικές χτυπώντας τους στην ανάγκη τους.
Kρυμμένοι πίσω από μια πλασματική επίκτητη αξιοπρέπεια, κάνουν κατάχρηση εξουσίας κυνηγώντας την αδυναμία των πολλών βέβαιοι πως δεν μπορεί να τους αγγίξει κανένας.
Μέσα σε όλα υπάρχουν και κάποιοι παλιόφιλοι που μερικοί απ αυτούς έγιναν παλιάνθρωποι ολκής και μας πρόδωσαν και κάποιοι άλλοι, που ναι υπάρχουν αλλά κι αυτοί γερνάνε και παλιώνουν ξεχνώντας πως κάποτε εγώ, εσείς κι αυτοί ήμασταν φίλοι.
Και κάπου εκεί «..το παλιό ρολόι του μικρού σταθμού στάθηκε στην ώρα του αποχωρισμού..». Η πρώην χαρούμενη Ελλάδα σπρωγμένη με κλωτσιές από μια χούφτα ξένους παλιοσαλτιμπάγκους έδωσε τη θέση της στην Ελλάδα της αριστεράς. Την παλιο-Ελλάδα. Παλιό το κόλπο. Γιατί πάντα αυτή ήταν η Αριστερά.
Στην προσπάθεια των πολλών να εφεύρουν και έβδομη ταχύτητα στα αυτοκίνητα, η Αριστερά χρησιμοποιούσε και χρησιμοποιεί μόνο την όπισθεν στο αγωνιστικό της Lada.
Προσωπικά είμαι μ αυτούς που δεν υπάρχουν, αλλά αν υπάρχουν, ας ξεκινήσουν, γιατί ήδη είναι πολύ αργά. Βλέπετε αυτή η παλιο-Ελλάδα της αριστεράς, έχει αρχίσει να συνηθίζει την όπισθεν.