Θυμίζουμε «όταν η Αριστερή διανόηση συναντά τον Χ. Τραμπάκουλα»
Γράφει ο Γιάννης Κίτσος, Οικονομολόγος – Σύμβουλος χρηματοοικονομικού και στρατηγικού σχεδιασμού
Με αφορμή την κατάθεση και συζήτηση στο Ελληνικό Κοινοβούλιο του Προϋπολογίσου για το 2025 αποφάσισα να κάνω μια συνοπτική παρουσίαση της εικόνας που παρουσιάζει η ελληνική οικονομία σήμερα. Η προσπάθεια του Έλληνα Πρωθυπουργού να μας κάνει κατήχηση ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη σε συνδυασμό με την Πράσινη Μετάβαση θα φέρει τον επί της γης παράδεισο, μου φέρνει στο μυαλό τον κομισάριο του κουμμουνιστικού κόμματος που προσπαθεί να προσηλυτίσει στο κόμμα τον αείμνηστο Χάρρυ Κλήνν (Βασίλης Τριανταφυλλίδης) στον ρόλο του Χαράλαμπου Τραμπάκουλα, όταν τον συναντά πάνω στο βουνό να βόσκει τα πρόβατα του.
Η Τεχνητή Νοημοσύνη και η Πράσινη Μετάβαση είναι το παρόν και σίγουρα το μέλλον. Μπορεί, όμως, να υπάρξει 4η Βιομηχανική Επανάσταση, χωρίς παραγωγή και βιομηχανία; Το πρόβλημα είναι ότι με την σημερινή εικόνα της ελληνικής οικονομίας, επιχειρήσεων και αγοράς αφενός δεν υπάρχει βιομηχανία και σύντομα δεν θα υπάρχει ούτε και παραγωγή για να μπορέσει να εφαρμοστεί. Και εδώ δεν φαίνεται μόνο η ιδεολογική σύγχυση του πρωθυπουργού αλλά και η αδυναμία του εδώ και έξι χρόνια να αναδιαρθρώσει την παραγωγική δομή, να δώσει έναν αναπτυξιακό χαρακτήρα στην οικονομία μας και φυσικά να κάνει τις πολυπόθητες μεταρρυθμίσεις.
Θα αναλύσω την σημερινή εικόνα της ελληνικής οικονομίας για να μπορέσετε να καταλάβετε γιατί. Η ανάλυση μου βασίζεται στους σημαντικότερους άξονες και δείκτες αξιολόγησης μιας οικονομίας και αυτοί είναι το Χρηματιστήριο Αθηνών – ΑΕΠ – Τράπεζες, το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών, το Δημόσιο Χρέος, η Ανεργία και ο Πληθωρισμός.
Χρηματιστήριο Αθηνών – ΑΕΠ – Τράπεζες
Το 1999 το Χρηματιστήριο Αθηνών άγγιξε τα υψηλότερα του επίπεδα, στις 6.355,04 μονάδες. Το 1999 η ελληνική οικονομία χρησιμοποιούσε το εθνικό της νόμισμα, την δραχμή. Στην αρχή του 2002, με την είσοδο της χώρα στην ζώνη του ευρώ, ο δείκτης βρισκόταν περίπου στις 2.500 μονάδες, σημειώνοντας ήδη σημαντική πτώση. Έκλεισε το έτος γύρω στις 1.748 μονάδες, σημειώνοντας πτώση περίπου 33%.
Το Χρηματιστήριο Αθηνών ανακάμπτει, ενισχυμένο από διεθνείς επενδυτές και τη ρευστότητα στις αγορές, φτάνοντας σχεδόν τις 5.300 μονάδες τον 10/2007. Το 2008 από τις 5.300 μονάδες υποχωρεί στις περίπου 1.800 μονάδες μέχρι το τέλος του έτους. Το 2013 παρατηρείται μια σχετική ανάκαμψη, με τον Γενικό Δείκτη να φτάνει τις 1.300 μονάδες. Η Ελλάδα επιστρέφει στις αγορές ομολόγων το 2014, βελτιώνοντας το επενδυτικό κλίμα. Οι κεφαλαιακοί έλεγχοι (capital controls) το καλοκαίρι του 2015 και το κλείσιμο του Χρηματιστηρίου για περίπου ένα μήνα οδηγούν τον Γενικό Δείκτη στις 450 μονάδες.
Το 2024 σημειώνει μια σταθερή ανοδική πορεία, με τον Γενικό Δείκτη να κινείται γύρω από τις 1.400 μονάδες, που είναι τα υψηλότερα επίπεδα από το 2011 – οι δε επιμέρους δείκτες του έχουν ακόμα καλύτερη εικόνα, πχ ο Δείκτης FTSE/ASE 25 βρίσκεται σήμερα περίπου στις 3.500 μονάδες, ο Δείκτης FTSE/ASE Mid 40 χαμηλότερα, στις 2.300 περίπου μονάδες, αλλά υψηλότερα από τον Γενικό Δείκτη. Κινείται παράλληλα με την αύξηση του ΑΕΠ. Σε ονομαστικούς όρους, το ΑΕΠ προβλέπεται ότι θα φτάσει στα € 235,147 δισ. το 2024, από € 224 δισ. το 2023 και € 208,03 δισ. το 2022.
Παρά το ότι το χρηματιστήριο Αθηνών και ΑΕΠ εμφανίζουν άνοδο, αυτό δεν αλλάζει καθόλου το γεγονός ότι η δομή της ελληνικής οικονομίας συνεχίζει να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε μικρής κλίμακας επιχειρηματικές δραστηριότητες. Οι μικροεπιχειρήσεις και οι μικρές επιχειρήσεις αποτελούν περίπου το 99% του συνόλου των επιχειρήσεων. Μιλάμε κυρίως για επιχειρήσεις που εστιάζουν κυρίως στο εμπόριο, τις υπηρεσίες, την εστίαση και τον τουρισμό. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις απασχολούν το 87% του ιδιωτικού εργατικού δυναμικού και παράγουν το 63% της προστιθέμενης αξίας της οικονομίας. Παίζουν κρίσιμο ρόλο σε τομείς όπως ο τουρισμός και η τοπική ανάπτυξη.
Οι μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις αποτελούν λιγότερο από το 1% του συνόλου των επιχειρήσεων. Δραστηριοποιούνται σε τομείς όπως οι τράπεζες, οι τηλεπικοινωνίες, η βιομηχανία, η τεχνολογία και η ενέργεια.
Η μεγάλη συγκέντρωση μικροεπιχειρήσεων αντανακλά τα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, όπως η οικογενειακή επιχειρηματικότητα, η έλλειψη μεγάλων επενδύσεων και η σημαντική εξάρτηση από τοπικές αγορές.
Η εικόνα του ελληνικού χρηματιστηρίου δείχνει όμως και κάτι άλλο. Την έλλειψη εμπιστοσύνης των επενδυτών σε αυτό. Ο έλληνας επενδυτής επιλέγει να κρατά τα χρήματα του στις Τράπεζες, ακόμα και με μηδενικό σχεδόν επιτόκιο από το να τα επενδύσει στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Και η υπερβάλλουσα προσφορά καταθέσεων οδηγεί τις Τράπεζες να αδιαφορούν να ανεβάσουν τα επιτόκια τους. Και όσο ο έλληνας επενδυτής δεν επενδύει παρά καταθέτει οδηγούμαστε σε αυτόν τον φαύλο κύκλο. Τα δε υψηλά επιτόκια χορηγήσεων των τραπεζών δεν είναι αποτέλεσμα προσφοράς και ζήτησης τόσο, όπως θέλει να μας πείσει η κυβέρνηση, όσο αξιολόγησης του ρίσκου που αφορά στον πιστούχο και στην χώρα.
Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών
Το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών της Ελλάδας συνεχίζει να εμφανίζει σημαντικό έλλειμμα το 2024, κυρίως λόγω της επιδείνωσης του ισοζυγίου αγαθών. Συγκεκριμένα, το έλλειμμα για την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2024 διαμορφώθηκε στα € 7,7 δισ., αυξημένο κατά € 1 δισ. σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023. Αυτή η αύξηση οφείλεται κυρίως στη μειωμένη εξαγωγική απόδοση και στην αυξημένη εξάρτηση από εισαγόμενα προϊόντα, παρά τη θετική συμβολή του ισοζυγίου υπηρεσιών, όπως οι τουριστικές εισπράξεις, που άγγιξαν τα € 18,7 δισ. ευρώ το εννεάμηνο.
Παρότι το ισοζύγιο υπηρεσιών εμφανίζει θετικά αποτελέσματα, αυτά δεν επαρκούν για να καλύψουν το έλλειμμα, λόγω της γενικής εξαγωγικής εξειδίκευσης της ελληνικής παραγωγής και της εξάρτησής της από εισαγόμενες πρώτες ύλες. Η αναδιάρθρωση της παραγωγικής δομής είναι κρίσιμη για τη μείωση αυτής της ανισορροπίας.
Δημόσιο Χρέος
Το ελληνικό δημόσιο χρέος παραμένει σε υψηλά επίπεδα αλλά καταγράφει σταδιακή μείωση ως ποσοστό του ΑΕΠ. Συγκεκριμένα, το χρέος αναμένεται να διαμορφωθεί γύρω στο 152,3% του ΑΕΠ για το 2024, έναντι 158% το 2023. Σε απόλυτα μεγέθη, το χρέος ήταν € 356,7 δισ. το 2023 και υποχώρησε σε € 356 δισ. στο πρώτο τρίμηνο του 2024. Η διατήρηση υψηλών ταμειακών διαθεσίμων (€ 35,7 δισ. τον Μάρτιο 2024) συμβάλλει στη θετική εικόνα της χώρας στις αγορές.
Παρόλα αυτά, τα ταμειακά διαθέσιμα παρουσιάζονται υψηλά εξαιτίας του βραχυπρόθεσμου δανεισμού μέσω συμφωνιών επαναγοράς (repos). Το 2024, τα repos αντιπροσωπεύουν σημαντικό μέρος του βραχυπρόθεσμου χρέους, με το ύψος τους να παραμένει κοντά στα € 30-35 δισ.. Τα repos χρηματοδοτούνται κυρίως μέσω ελληνικών τραπεζών και φορέων του δημόσιου τομέα, όπως ασφαλιστικά ταμεία, άρα αυξάνουν το εσωτερικό χρέος και δεν αποτυπώνονται λογιστικά στο συνολικό χρέος της χώρας. Η πλειοψηφία τους έχει λήξη το 2030, όπου και υπάρχει μεγάλη ανασφάλεια για το έτος αυτό καθώς η εξάρτηση από βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση αυξάνει την ευαισθησία του κράτους σε διακυμάνσεις των επιτοκίων ή μειώσεις της εμπιστοσύνης στην αγορά.
Ανεργία
Η ανεργία στην Ελλάδα το 2024 σημείωσε σημαντική μείωση σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, με το ποσοστό να διαμορφώνεται στο 9,3% τον 09/2024. Παρά τις θετικές τάσεις, η ανεργία εξακολουθεί να επηρεάζει κυρίως τις νεότερες ηλικιακές ομάδες και τις γυναίκες, ενώ παραμένει υπερδιπλάσια από τον μέσο όρο της ΕΕ. Επίσης, η μείωση αυτή δεν βασίζεται στην αναδιάρθρωση της παραγωγικής δομής της χώρας, η οποία ποτέ δεν υπήρξε, αλλά στην Ευρωπαϊκή Χρηματοδότηση, σε επενδύσεις σε ακίνητα και στην ανάπτυξη του τουρισμού.
Η μεγάλη πλειοψηφία των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ δεν έχουν αναπτυξιακό χαρακτήρα αλλά καθαρά κοινωνικό και πράσινο έχοντας λάβει την μορφή επιδοτήσεων, επιδομάτων και διαφόρων κοινωνικών παροχών. Όταν μας τελειώσουν λοιπόν τι θα κάνουμε! Ο δε τουριστικός τομέας και ακίνητα παραμένουν ο κυριότερος μοχλός της ελληνικής οικονομίας, γεγονός που αποδεικνύει την ρευστότητα της αλλά και την ευαισθησία της σε μια ενδεχόμενη και πολύ πιθανή πτώση τους. Η Ελλάδα δεν έχει την βιομηχανική μορφή των χωρών της βόρειας Ευρώπης που τους βοηθάει να συντηρούν ένα κοινωνικό κράτος. Παρόλα αυτά συνεχίζει να έχει ένα, αναλογικά με το μέγεθος της, από τα υψηλότερα σε κόστος κοινωνικό κράτος στην Ευρώπη, το οποίο βέβαια πέραν της κοινωνικής πολιτικής την εξυπηρετεί πολιτικά, εικονικά και με μη παραγωγικό τρόπο, και για να μειώνει την ανεργία της.
Ένα ακόμα στοιχείο για το οποίο δεν συζητά κανείς είναι και αυτό που αφορά τα άτομα που δεν περιλαμβάνονται στο εργατικό δυναμικό, ή «άτομα εκτός του εργατικού δυναμικού», δηλαδή τα άτομα που δεν εργάζονται ούτε αναζητούν εργασία. Αυτά, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ανήλθαν σε 4.263.142. Ειδικότερα, τα άτομα εκτός του εργατικού δυναμικού κάτω των 75 ετών, ανήλθαν σε 3.031.115. Το ποσοστό τους αυξήθηκε κατά 1,2% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και παρέμεινε αμετάβλητο σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Μιλάμε για περίπου το 60%-65% του συνόλου του πληθυσμού της χώρας, αν συμπεριλάβουμε τους ανέργους και τα παιδιά, το οποίο καλείται να συντηρηθεί από το υπόλοιπο 35%-40%. Για να καταλάβετε το μέγεθος του προβλήματος, σκεφτείτε ότι στις αναπτυγμένες χώρες το ποσοστό του ενεργού πληθυσμού κυμαίνεται συνήθως γύρω στο 65-70%, αφήνοντας το ποσοστό του ανενεργού πληθυσμού στο 30-35%!
Το 35%-40% του πληθυσμού, λοιπόν, καλείται να ζήσει το υπόλοιπο 60%-65% όταν ο μέσος μισθός στην Ελλάδα το 2024 εκτιμάται ότι θα είναι περίπου € 1.300. Σύμφωνα με την Eurostat, οι μισθοί στην Ελλάδα είναι οι τρίτοι πιο χαμηλοί στην ΕΕ, με την Ουγγαρία και τη Βουλγαρία να καταλαμβάνουν την προτελευταία και τελευταία θέση αντίστοιχα. Το ωρομίσθιο στην Ελλάδα έχει πλέον τη μεγαλύτερη απόκλιση από την μέσο όρο της ΕΕ27, δηλαδή είναι χαμηλότερα και από τη Βουλγαρία. Αντιλαμβάνεστε τώρα ποσό μη βιώσιμο είναι το συνταξιοδοτικό σύστημα στην χώρα και πως με την υφιστάμενη πραγματικότητα δεν δύναται να καταστεί βιώσιμο.
Πληθωρισμός
Η παραπάνω εικόνα αλλά κυρίως η μορφή και δομή της ελληνικής οικονομίας δείχνει και γιατί αδυνατεί να αντιμετωπίσει το μεγαλύτερο πρόβλημα που καλείται να διαχειριστεί σήμερα η ελληνική κυβέρνηση, αυτό του πληθωρισμού, της ακρίβειας. Ο πληθωρισμός συνεχίζει να αυξάνεται, αλλά με χαμηλότερο ρυθμό σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Από τη σύγκριση του Γενικού ΔΤΚ του μηνός Νοεμβρίου 2024 με τον αντίστοιχο Δείκτη του Νοεμβρίου 2023 προέκυψε αύξηση 2,4% έναντι αύξησης 3,0% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση του έτους 2023 με το 2022.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα εντοπίζεται στο κόστος ενέργειας, στα μισθώματα ακινήτων και στα τρόφιμα. Οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας στον ευρωπαϊκό Νότο σε σχέση με τις Σκανδιναβικές χώρες είναι πενταπλάσιες και σχεδόν διπλάσιες σε σχέση με την Κεντρική και Δυτική Ευρώπη. Τα μισθώματα ακινήτων είναι πραγματικά ανεξέλεγκτα και οι τιμές των τροφίμων συνεχώς αυξανόμενες.
Γενικότερα, οι τιμές στην ελληνική αγορά δύναται να μειωθούν μόνο στην περίπτωση αποπληθωρισμού, όπου το γενικό επίπεδο τιμών στην οικονομία μειώνεται συνεχώς, αντί να αυξάνεται. Αυτή η μείωση των τιμών μπορεί να οδηγήσει σε αρνητικές συνέπειες για την οικονομία, όπως η μείωση της ζήτησης, η επιβράδυνση των επενδύσεων και η αύξηση του πραγματικού χρέους. Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν εντοπίζεται τόσο στην διαχείριση του πληθωρισμού, όσο στην αδυναμία της ελληνικής κυβέρνησης να δώσει αναπτυξιακό χαρακτήρα, να αναδιαρθρώσει την παραγωγική δομή της χώρας και να οδηγήσει στην πραγματική αύξηση των μισθών και εισοδημάτων.
Κλείνοντας την μακροσκελή μου ανάλυση, στην παραπάνω αποτύπωση της σημερινής εικόνας της ελληνικής οικονομίας δεν συμπεριλαμβάνεται η πλήρης απουσία μεταρρυθμίσεων που εντείνει έτι περαιτέρω το γενικότερο πρόβλημα.
Παρουσιάζοντας μας οτιδήποτε σαν θεατρική επιθεώρηση, η ελληνική κυβέρνηση παρακινεί όλα τα μέσα να κάνουν το ίδιο, έτσι ώστε όλο το επικοινωνιακό περιβάλλον να αντικατοπτρίζει την ελληνική κυβέρνηση.
Και αυτή η επιθεώρηση, όπως αναφέρω και στην εισαγωγή, μου φέρνει στο μυαλό τον αείμνηστο Χάρρυ Κλήνν (Βασίλης Τριανταφυλλίδης) στον ρόλο του Χαράλαμπου Τραμπάκουλα που συναντά πάνω στο βουνό που βόσκει τα πρόβατα του τον κομισάριο του κουμμουνιστικού κόμματος. Ο δεύτερος επιχειρεί να προσηλυτίσει τον πρώτο με διάφορα διανοουμενίστικα και ακαταλαβίστικα. Ο σεναριογράφος θέλει να αναδείξει την ιδεολογική σύγχυση που επικρατεί στην αριστερά. Στο τέλος από την πολλή παρλαπίπα «χάνει ο κομισάριος την μπάλα». Μένει στην στάνη με τα γιδοπρόβατα να αναρωτιέται: «Ποια οργάνωση; Τι είναι αυτή η οργάνωση; Τι θέλει εδώ η οργάνωση: Ποιος είπε για οργάνωση;…», ώσπου στο τέλος τρελαίνεται και πέφτει από έναν γκρεμό. Η μόνη διαφορά είναι ότι ενώ με τον αείμνηστο Χ. Κληνν γελούσαμε, με αυτούς εδώ κλαίμε.