Συνέντευξη ή «Ιθάκη»; Δύο φιλοσοφίες ηγεσίας και ο κοινός παρονομαστής Τσίπρα και Μητσοτάκη

Γράφει ο Γιάννης Κίτσος, οικονομολόγος – σύμβουλος χρηματοοικονομικού και στρατηγικού σχεδιασμού

Η πρόσφατη επιλογή του Αντώνη Σαμαρά να δώσει μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης και η αντίστοιχη απόφαση του Αλέξη Τσίπρα να εκδώσει το βιβλίο «Ιθάκη» δεν αποτελούν απλώς δύο διαφορετικούς τρόπους δημόσιας παρέμβασης, αλλά αποτυπώνουν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες φιλοσοφίες για το νόημα της πολιτικής, την ευθύνη της ηγεσίας και τον σεβασμό προς το κοινό. Και μέσα από αυτή τη σύγκριση αναδύεται ότι η βαθιά πολιτική συγγένεια ανάμεσα στον Τσίπρα και τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Μια συγγένεια που δεν βασίζεται σε ιδεολογικές ταυτίσεις, αλλά στον ίδιο τρόπο κατανόησης, ή μάλλον παρερμηνείας, της πολιτικής ως θεάματος, ως επιφανειακής αυτοπροβολής, ως μιας μόνιμης άσκησης εντυπώσεων.

Ο Τσίπρας, με το «Ιθάκη», δεν επιδιώκει να ερμηνεύσει την πορεία του ούτε να συμβάλει σε έναν εθνικό αναστοχασμό. Γράφει για να εντυπωσιάσει, για να ξαναπλάσει την εικόνα του μέσα από λεκτικά τεχνάσματα, χωρίς βάθος και χωρίς ουσία. Ο λόγος του είναι πλαδαρός, συχνά ασύνδετος, χτισμένος περισσότερο πάνω στην ψευδαίσθηση παρά στη μνήμη. Γράφει όπως ακριβώς πολιτεύτηκε, κατασκευάζοντας, δηλαδή, εντυπώσεις, όχι περιεχόμενο. Ο Τσάτσος τον περιγράφει σχεδόν προφητικά: «Ανακυκλώνεται μόνος του μέσα στις δικές του σκέψεις, γιατί πιστεύει πως αυτές αρκούν για το έργο του». Ένας πολιτικός που επιβεβαιώνει τον εαυτό του αντί να ελέγχεται από την πραγματικότητα. Ένας καυχησιολόγος, ιταμός, αμετροεπής άνδρας που πάνω απ’ όλα επιδιώκει τη νίκη της εικόνας έναντι της ουσίας. Προδοτικός στις δεσμεύσεις του, κακοήθης στις κρίσεις του, ασυνεπής στις ευθύνες του. Υπερόπτης σαν τον Κοριολανό, αλλά χωρίς τη δική του τραγικότητα παρά μόνο την έπαρση.

Κανένας ηγέτης που σέβεται τον εαυτό του δεν θα έγραφε βιβλίο για να δικαιώσει τις δικές του αυταπάτες. Κανένας σοβαρός πολιτικός δεν θα επιχειρούσε να μετατρέψει την προσωπική του αποτυχία σε λογοτεχνικό προσωπείο. Κι εδώ γεννιέται το αναντίρρητο παράδοξο, αφού ο Τσίπρας θυμίζει τόσο πολύ τον Μητσοτάκη, ώστε η σύγκριση παύει να είναι σύγκριση και γίνεται ταύτιση. Ο ένας πλάθει παραμύθια πολιτικής αυτοδικαίωσης, ο άλλος σκηνοθετεί μια πλαστή πραγματικότητα επιτελεστικής τεχνοκρατίας. Ο ένας κρύβεται πίσω από μεγαλοστομίες, ο άλλος πίσω από επικοινωνιακά επιτελεία. Και οι δύο πίσω από τη νοοτροπία της ήσσονος προσπάθειας, της ευκολίας, της δαρβινικής επιβίωσης στον κόσμο των εντυπώσεων.

Η επιπολαιότητα του Τσίπρα βρίσκει στον Μητσοτάκη το συμπλήρωμά της, αφού αμφότεροι λειτουργούν μέσα στο ίδιο κέλυφος πολιτικής κενού περιεχομένου. Άνθρωποι μιας επιφανειακής δημοκρατίας, όπου ο πολιτικός λόγος εκφυλίζεται σε lifestyle αφήγημα και η ηγεσία σε εικόνα. Η πολιτική τους μοιάζει με καθρέφτη παραμορφωτικό με περισσότερο αυτοθαυμασμό παρά όραμα, περισσότερο προβολή παρά ευθύνη, περισσότερο θέαμα παρά έργο. Λόγος χωρίς βάθος, δημαγωγία αντί για συνέπεια, μύθος αντί για έργο. Ο ένας γράφει βιβλία για να μιλήσει για τον εαυτό του, ο άλλος κατασκευάζει σκηνοθετημένα στιγμιότυπα για να κρύψει την πραγματικότητα. Και οι δύο λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο, με έναν ελιτισμό χωρίς υπόσταση, με μια βεβαιότητα χωρίς περιεχόμενο και με μια ηγεσία χωρίς ευθύνη. Μοιάζουν περισσότερο μεταξύ τους απ’ όσο θα παραδεχτούν ποτέ.

Απέναντί τους, η στάση του Αντώνη Σαμαρά δεν λειτουργεί απλώς ως αντίστιξη, αλλά ως υπενθύμιση ότι η πολιτική, όταν έχει βάθος, δεν χρειάζεται ούτε τυμπανοκρουσίες ούτε σκηνοθετημένα περιβάλλοντα. Ο Σαμαράς δεν γράφει βιβλία για να ωραιοποιήσει την εικόνα του, ούτε οργανώνει τηλεοπτικά σκηνικά για να επιβεβαιώσει τα ήδη ειπωμένα. Επιλέγει τον λόγο, την επιχειρηματολογία, την ιστορική συνέπεια. Κινείται στο πεδίο της πολιτικής ουσίας και αυτό, σε μια εποχή εντυπώσεων, ακούγεται σχεδόν αναχρονιστικό. Γι’ αυτό και συχνά παρεξηγείται.

Ο πρώην πρωθυπουργός δεν χρειάζεται να κατασκευάσει μύθο γύρω από το πρόσωπο του. Ο βίος του είναι ήδη πολιτικός, όχι μυθολογικός. Έχει περάσει από ήττες που θα τσάκιζαν άλλους, από συγκρούσεις που θα διέλυαν καριέρες, από διχασμούς που θα γονάτιζαν λιγότερο αποφασιστικούς. Κι όμως, κάθε φορά επιστρέφει. Όχι με κραυγές, όχι με πικρία, αλλά με λόγο που επιμένει να βλέπει μακριά. Αυτό δεν είναι απλώς ιδιοσυγκρασία, αλλά είναι μέτρο πολιτικής ηθικής. Η ηγεσία, για τον Σαμαρά, δεν είναι εργαλείο. Είναι στάση.

Το σημαντικότερο, όμως, είναι κάτι βαθύτερο αφού ο Σαμαράς δεν αντιλαμβάνεται την πολιτική ως χώρο αυτό-επιβεβαίωσης, αλλά ως χώρο εθνικής ευθύνης. Δεν πολιτεύεται για να τον χειροκροτούν, αλλά για να τον ακούν, ακόμη κι αν δεν αρέσκεται πάντα στο να ακούει η εξουσία. Δεν διστάζει να καυτηριάσει παθογένειες, να συγκρουστεί με πρακτικές και να αντιταχθεί σε συμφωνίες που θεωρεί επιζήμιες. Δεν τον ενδιαφέρει να γίνει αρεστός, αλλά να είναι χρήσιμος. Και αυτή η διάκριση, σχεδόν ξεχασμένη στον δημόσιο λόγο, είναι που τον διαφοροποιεί ριζικά από το δίδυμο Τσίπρα-Μητσοτάκη.

Σε μια συγκυρία όπου η πολιτική μοιάζει να έχει μετατραπεί σε επάγγελμα εύκολης κατανάλωσης, ο Σαμαράς εκπροσωπεί έναν άλλο τύπο ηγεσίας. Εκείνον που έχει μνήμη. Που γνωρίζει τι σημαίνει παράταξη, τι σημαίνει ιστορικό βάρος, τι σημαίνει θεσμική συνέχεια. Δεν είναι τυχαίο που η παρουσία του, ακόμη και σιωπηλή, έχει βαρύτητα δυσανάλογη με το θεσμικό του ρόλο σήμερα. Γιατί εκπέμπει σταθερότητα, προσήλωση, διάρκεια, κάτι που λείπει σήμερα. Όχι μόνο σε μια στιγμή, αλλά σε μια πορεία.

Και ίσως αυτό που ενοχλεί περισσότερο το σημερινό σύστημα εξουσίας είναι ότι ο Σαμαράς εξακολουθεί να εκπροσωπεί έναν πυρήνα της κεντροδεξιάς που δεν έχει υποκύψει στο lifestyle της πολιτικής. Ότι μιλά χωρίς να υπολογίζει τις εντυπώσεις. Ότι υπάρχει πολιτικά χωρίς να χρειάζεται επικοινωνιακά δεκανίκια. Ότι κατανοεί την ηγεσία ως έκθεση και όχι ως προστατευμένο σκηνικό.

Το πλατωνικό «το άρχον αυτό εαυτού» δεν είναι απλώς μια φράση στο περίγραμμα της σκέψης του. Είναι το μέτρο με το οποίο πορεύεται. Η ηγεσία ξεκινά από την πειθαρχία του εαυτού, όχι από την επικράτηση επί των άλλων. Γι’ αυτό και δεν χάνει την πυξίδα του όταν χάνει τις μάχες. Γιατί δεν πολιτεύεται με όρους συγκυρίας, αλλά με όρους ιστορίας.

Σε μια Ελλάδα που ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο πολιτικούς κατόπτρους αυτοθαυμασμού, ο Σαμαράς λειτουργεί ως τομή. Όχι επειδή είναι αλάνθαστος – κανείς δεν είναι – αλλά επειδή είναι συνεπής. Η δική του πολιτική δεν είναι αφήγηση προσωπικής δικαίωσης. Είναι αφήγηση ευθύνης. Και αυτό, εντέλει, είναι που τον κατατάσσει σε άλλη κατηγορία από εκείνους που προσπαθούν να εντυπωσιάσουν αντί να κυβερνήσουν.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.