Πώς ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε τη Θεσσαλονίκη
Γράφει η Κρινιώ Καλογερίδου
Το βάρος της ιστορικής ευκαιρίας που καλούνταν να επωμιστούν οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις στα προεόρτια των Βαλκανικών Πολέμων, έγκειτο στο γεγονός ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε πλούσια εμπειρία από προσκήνια και παρασκήνια εμπόλεμων καταστάσεων λόγω της συμμετοχής του στην επανάσταση του Θερίσου (1905) σε θέση ηγήτορα.
Το γεγονός αυτό, επιπλέον, συνέβαλε στο να έχει ευρεία αντίληψη των πολιτικών πραγμάτων, δεδομένου του πολύπλοκου σκηνικού που είχε διαμορφωθεί μέσα και έξω απ’ τα σύνορά μας. Σκηνικού στο οποίο ο Έλληνας πρωθυπουργός ήταν έτοιμος να μετάσχει σε διπλωματικό και πολιτικό επίπεδο, αν και οι κινήσεις της Βουλγαρίας τον καθιστούσαν καχύποπτο για τη φερεγγυότητά της ως συμμάχου της Ελλάδας απέναντι στον Τούρκο κατακτητή της ημισκλαβωμένης ελληνικής επικράτειας.
Το παρήγορο ήταν ότι, σε κάθε περίπτωση, οι δυνάμεις μας δεν θα πήγαιναν ”ξυπόλητες στ’ αγκάθια” σε πόλεμο, όπως το 1897, αφού απ’ το 1906-1907 είχε αρχίσει η αναδιοργάνωσή τους. Σαν αποτέλεσμα αυτού, ο Στρατός Ξηράς μπόρεσε να αποκτήσει σύγχρονο (για την εποχή) πυροβολικό, υλικό στρατοπεδίας, μηχανικού και επικοινωνιών, αλλά και επαναληπτικά τυφέκια Μάνλιχερ και πολυβόλα, ενώ – σε μεραρχιακή βάση – εκπαιδεύονταν τα μέλη του από Γάλλους αξιωματικούς, ώστε να βρίσκεται στην επιχειρησιακή κατάσταση που απαιτούσαν οι ευρωπαϊκές εξελίξεις με επίκεντρο τα Βαλκάνια.
Ο άνεμος εκσυγχρονισμού, όμως, φύσηξε και στο Πολεμικό Ναυτικό, το οποίο απ’ το 1904 και έκτοτε είχε ενισχυθεί με δέκα μικρά και τέσσερα μεγάλα αντιτορπιλικά, εκ των οποίων εξέχουσα θέση είχαν το εύδρομο θωρηκτό ”Γεώργιος Αβέρωφ” με Ναύαρχο τον Παύλο Κουντουριώτη και το ”Τορπιλοβόλο 11” με κυβερνήτη τον Υποπλοίαρχο ανιψιό του Νικόλαο Βότση.
Όσο περνούσε ο καιρός, εντωμεταξύ, οι καχυποψίες του Βενιζέλου για τη Βουλγαρία επιβεβαιώνονταν, καθώς η σύμμαχος χώρα (βλ. αμυντική ελληνοβουλγαρική συμμαχία, 1912, και συμμαχία Σερβίας, Μαυροβουνίου, Βουλγαρίας, Ελλάδας, τον ίδιο χρόνο) άρχισε ήδη τις γκρίνιες.
Κι αυτό γιατί είχε απώλειες (ως εμπροσθοφυλακή που ήταν των Βαλκάνιων Συμμάχων) έναντι των δυνάμεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έστω κι αν αυτές ήταν καταπονημένες από τον πόλεμο με την Ιταλία (Σεπτέμβριος 1911-Οκτώβριος 1912).
Έτσι η αίσθηση αδικίας και δυσαρέσκειας στους βουλγαρικούς στρατιωτικούς κύκλους μεταφέρθηκε γρήγορα σε πολιτικό επίπεδο, όπου έδιναν κι έπαιρναν οι εκτιμήσεις για την εύνοια της τύχης υπέρ των ελληνικών δυνάμεων, οι οποίες παρέμεναν μακριά απ’ τα βαλκανικά μέτωπα συμπεριλαμβανομένου και εκείνου της Ανατολικής Θράκης.
Σ’ αυτό το διάστημα μάλιστα αυτές, πολλαπλασιάζονταν αριθμητικά, καθώς πύκνωνε τις τάξεις των επιστρατευμένων Ελλήνων στρατιωτών πλήθος εθελοντών ομογενών από τις τέσσερις άκρες του ορίζοντα, με αποτέλεσμα να φτάσει ο Ελληνικός Στρατός να έχει:
”Επτά μεραρχίες πεζικού, μία ταξιαρχία ιππικού, εκατό χιλ. άνδρες με 120 πυροβόλα εκστρατείας, 54 πυροβόλα θέσεων, 70 πολυβόλα στο δρόμο προς την Μακεδονία και 15χιλ. προς την Ήπειρο” (με κατεύθυνση το Σαραντάπορο), όταν – από την τουρκική πλευρά – είχαν συγκεντρωθεί μόνο τριάντα πέντε χιλιάδες, γιατί το Σώμα Στρατού της Δαμασκού δεν ήρθε τελικά προς ενίσχυση τωνΤούρκων (Πηγή: Γεώργιος Μαργαρίτης ”Η ιστορική ευκαιρία βρήκε έτοιμη την Ελλάδα”).
Με δεδομένα αυτά, η τουρκική αντίσταση είχε περιοριστεί σε μάχη οπισθοφυλακών στην Μακεδονία (γραμμή Γιαννιτσών-Λουδία, σημ. Πέλλα Κεντρικής Μακεδονίας) υπό την πίεση τεσσάρων ελληνικών μεραρχιών οι οποίες διέθεταν διπλάσιες δυνάμεις και πυροβολικό που έφθειρε τον εχθρό.
Έτσι, για ένα διάστημα, τα προβλήματα που αντιμετωπίζαμε από την μεριά μας είχαν περιοριστεί σε δύο: 1. Στις δυσκολίες που είχε η ζεύξη των ποταμών (π.χ τεχνικό πρόβλημα διάβασης του Αξιού, που κατέβαζε τον Οκτώβρη του 1912 μεγάλους όγκους νερού καθηλώνοντας τις ελληνικές δυνάμεις) και 2. Στις δυσκολίες ανεφοδιασμού του ελληνικού στρατού λόγω ανεπαρκών χερσαίων διαδρομών.
Το τελευταίο πρόβλημα, να σημειωθεί, λύθηκε με την εξασφάλιση του λιμανιού της Θεσσαλονίκης ως κέντρου ανεφοδιασμού μια εβδομάδα πριν την απελευθέρωση της πόλης (26 Οκτωβρίου 1912). Λύθηκε την 18η Οκτωβρίου, όταν ο κυβερνήτης του Τορπιλοβόλου 11 Υποπλοίαρχος Νικόλαος Βότσης μπήκε με μικρή ταχύτητα και σβηστά φώτα στον ναρκοθετημένο Θερμαϊκό και τορπίλισε – κάτω απ’ την μύτη των Τούρκων – το παροπλισμένο στο λιμάνι θωρηκτό τους ‘Φετχί Μπουλέντ”.
Ο συγκλονισμός των κατοίκων απ’ τις εκρήξεις ήταν μεγάλος. Μεγαλύτερος όμως ήταν εκείνος των Τούρκων, οι οποίοι αδυνατούσαν να συνειδητοποιήσουν το θρασύτατο τόλμημα των Ελλήνων σαμποτέρ και το γεγονός ότι δεν έγιναν αντιληπτοί από τους δύο τεράστιους προβολείς που επιτηρούσαν την περιοχή απ’ το φρούριο του Καραμπουρνού, με αποτέλεσμα να διαφύγουν αθόρυβα και χωρίς ζημιές στο δικό τους πλοίο.
Πέραν αυτού, ”η βύθιση του πλοίου-συμβόλου των Τούρκων είχε τεράστιο αντίκτυπο στη ψυχολογία των χερσαίων στρατευμάτων τους και ήταν ο προάγγελος της απελευθέρωσης της πόλης, μία εβδομάδα αργότερα” (Πηγή: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών ”Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος”),
Στον χρόνο που διαδραματίζονταν εντωμεταξύ τα παραπάνω προειδοποιητικά για τους Τούρκους γεγονότα στη Θεσσαλονίκη και μετά τη δραματική αλληλογραφία με τον πρωθυπουργό Βενιζέλο του πρίγκιπα Κωνσταντίνου Α’ (σ.σ: προοίμιο Εθνικού Διχασμού), ο διάδοχος του θρόνου και Αρχιστράτηγος των Ελληνικών Δυνάμεων πείστηκε να μην προχωρήσει (όπως σχεδίαζε) προς το Μοναστήρι (σημερινή Μπίτολα της Βόρειας Μακεδονίας), αλλά να σπεύσει στη Θεσσαλονίκη πριν καταληφθεί αυτή απ’ τον βουλγαρικό στρατό.
Όλα πήγαν κατ’ ευχήν, τελικά, και στις 25 Οκτωβρίου – στον σιδηροδρομικό σταθμό Γέφυρας (Topsin, τουρκιστί) – έγινε η παράδοση της πόλης απ’ τους Τούρκους στους Έλληνες. Αντιπρόσωποι του Οθωμανού διοικητή της 8ης Στρατιάς του Αυτοκρατορικού Οθωμανικού Στρατού Χασάν Ταχσίν Πασά (αλβανικής καταγωγής με σπουδές στη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων) παρέδωσαν στους δικούς μας του Γενικού Επιτελείου Στρατού (το οποίο ήδρευε εκεί) τις προτάσεις της τουρκικής πλευράς για αναίμακτη παράδοση της πόλης.
Έγιναν σύντομες διαπραγματεύσεις (με συμμετοχή, από τη μεριά μας, των πολιτικών συμβούλων του Στρατηγείου Πεπέ Αργυρόπουλου και Ίωνα Δραγούμη) και την επομένη κατέφθασαν δυο Τούρκοι αξιωματικοί, για να παραδώσουν στην ελληνική αντιπροσωπεία έγγραφο του πρωτοκόλλου παράδοσης της Θεσσαλονίκης στην Ελλάδα σύμφωνα με τους όρους που ζήτησε η πλευρά μας.
Λίγες ώρες αργότερα (ξημερώματα 26ης προς 27η Οκτωβρίου 1912 και μετά την παράδοση του ξίφους από τον Οθωμανό αρχιστράτηγο), οι αξιωματικοί Ιωάννης Μεταξάς και Βίκτωρ Δούσμανης υπέγραψαν – στο Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης – το πρωτόκολλο παράδοσης της πόλης στον Ελληνικό στρατό με ημερομηνία παράδοσης την πρώτη και όχι τη δεύτερη (μετά από αίτημα δικό μας), ώστε να υπάρχει τεκμήριο παράδοσης της Θεσσαλονίκης στους Έλληνες πριν την άφιξη των Βουλγάρων.
Έτσι η πρωτεύουσα της Μακεδονίας επέστρεψε στην μητέρα πατρίδα μετά από πεντακόσια χρόνια σκλαβιάς υπό τον τουρκικό ζυγό. Όσο για τις προηγηθείσες ενέργειες των Βουλγάρων, με βάση τα απομνημονεύματα του Ταχσίν Πασά, η φράση του ”η πόλη με την παράδοσή της στους Έλληνες χάθηκε (για τους Τούρκους) για πάντα αλλά ταυτόχρονα σώθηκε και για πάντα (απ’ τους Βούλγαρους)” τα λέει όλα.
Αποκαλύπτει μάλιστα ότι οι Βούλγαροι, μια-δυο μέρες μετά την παράδοση της Θεσσαλονίκης στους Έλληνες, του είχαν ζητήσει να την παραδώσει και σ’ αυτούς, για να τους απαντήσει: ”Μία Θεσσαλονίκη είχα και την παρέδωσα ήδη”…
Το Οθωμανικό κράτος, βέβαια, τον καταδίκασε σε θάνατο για την αμαχητί παράδοση της πόλης, αλλά ο ίδιος είχε αποφασίσει ήδη να ζήσει με την οικογένειά του δια βίου σ’ αυτήν. Σύγχρονοι Τούρκοι αναλυτές μάλιστα, δεν τον καταδικάζουν για την πράξη του εκτιμώντας ότι απέφυγε με αυτήν τον σίγουρο σφαγιασμό Οθωμανών αιχμαλώτων και μουσουλμάνων αμάχων απέναντι σε δυο επιτιθέμενους (Έλληνες και Βούλγαρους), τη στιγμή που ο τουρκικός στρατός στη Θεσσαλονίκη βρισκόταν σε κατάσταση εξοπλιστικής ένδειας και, επιπλέον, είχε πολύ χαμηλό ηθικό για να κάνει διμέτωπο αγώνα… (Τίτος Αθανασιάδης: ”ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 1912-1913 / 1910-1941”).