Προϋπολογισμός αναπτυξιακής ελπίδας
Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, Οικονομολόγος – Ψυχολόγος, Συγγραφέας
Όλοι περιμέναμε με ανυπομονησία την κατάθεση του προσχεδίου του προϋπολογισμού για το 2020. Όχι μόνο επειδή θα καταγράφονταν, και επίσημα πλέον, οι όποιες παροχές της επόμενης χρονιάς αλλά κυρίως για να δούμε τον τρόπο που αποτυπωνόταν η αναπτυξιακή πορεία της χώρας και η βελτίωση των συγκεκριμένων ρυθμών σε σχέση με τις προβλέψεις του ΣΥΡΙΖΑ. Πώς δηλαδή θα αποδεικνύονταν και πρακτικά ότι οι κυβερνητικές παρεμβάσεις σε μεταρρυθμιστικό και επενδυτικό επίπεδο ήδη δημιουργούν συνθήκες για υπέρβαση όσων προγραμμάτιζε το προηγούμενο καθεστώς.
Με το πρωτογενές πλεόνασμα να ξεπερνά για μια ακόμη χρονιά το 3,5%, – παρά το γεγονός ότι ένα σημαντικό μέρος των φοροελαφρύνσεων σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά έρχεται εμπροσθοβαρώς από αυτή τη χρονιά – , αυτό που τράβηξε την προσοχή ήταν ο ρυθμός ανάπτυξης και το πώς θα επιτευχθεί μια επίδοση που θα αγγίζει το 3%. Πόσο αυξημένη δηλαδή θα είναι η κατανάλωση και οι επενδύσεις, δημόσιες και πρωτίστως ιδιωτικές.
Κι αν η αναμενόμενη βελτίωση του καταναλωτικού δείκτη κατά 1,8% φαίνεται απολύτως λογική και πραγματοποιήσιμη, το 13,4% για τον επενδυτικό τομέα είναι σίγουρα μια φιλόδοξη πρόβλεψη, λαμβάνοντας υπόψη το ασταθές διεθνές περιβάλλον και τις πιθανές απρόβλεπτες επιπτώσεις από σχεδόν αναμενόμενα αλλά και απρόσμενα εγχώρια γεγονότα.
Από τον παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο χωρίς όρια έως τις νέες υφεσιακές τάσεις. Από την επιστροφή στα πολύ χαμηλά επιτόκια των Κεντρικών Τραπεζών και τον φόβο μιας εκτεταμένης επόμενης χρηματοπιστωτικής φούσκας. Από την ένταση στη Μέση Ανατολή και την πίεση στις τιμές του πετρελαίου.
Κι από την άλλη, η αντιπολιτευτική και συνδικαλιστική, επαναστατική γυμναστική του πεζοδρομίου, οι διάφοροι κοινοβουλευτικοί σκόπελοι (από τη συνταγματική αναθεώρηση έως την εκλογή ΠτΔ), τα πιθανά προσχώματα στην εκτέλεση μεγάλων επιχειρηματικών σχεδίων.
Όλοι αυτοί είναι δυνητικοί παράγοντες ανάσχεσης της ισχυρής αναπτυξιακής επιστροφής. Αρκετοί από αυτούς δεν εξαρτώνται κατ’ ελάχιστο από τις διαθέσεις και τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης η οποία προς το παρόν, και για όσο ακόμα διατηρηθεί αυτό το κλίμα στις αγορές, μπορεί κυρίως να εκμεταλλευτεί τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού για όλες τις χώρες της Ε.Ε. και να διασφαλίσει φθηνό δανεισμό. Έτσι μια κρίσιμη μεταβλητή για την βελτίωση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους θα κινηθεί προς θετική κατεύθυνση αναμένοντας την επίδραση μιας επενδυτικής έκρηξης.
Το 13,4% μοιάζει ένας δύσκολος στόχος μέσα στο γενικότερο κλίμα που μόλις περιγράψαμε και η επίτευξη του κρίνεται επισφαλής. Άλλωστε έχουμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια οι αναπτυξιακές επιδόσεις να υπολείπονται των αρχικών στόχων κατά τουλάχιστον μισή μονάδα.
Αυτό που αφήνει υπαρκτά περιθώρια αισιοδοξίας δεν είναι μόνο η δεδηλωμένη τάση στήριξης κάθε επενδυτικής προσπάθειας αλλά η ήδη ουσιαστική κινητοποίηση σε τρία κεφαλαιώδη πεδία, που ελπίζουμε να εντατικοποιηθεί το αμέσως επόμενο διάστημα. Τις φορολογικές ελαφρύνσεις, την ψηφιοποίηση του κράτους και τον περιορισμό της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς στη συνδιαλλαγή δημοσίου – επενδυτή.