Πως προέκυψε το «ψευδομακεδονικό» έθνος; (μέρος 2ο)
Γράφει ο Χαρίτος Αναστασίου, Φοιτητής Χημικών Μηχανικών ΕΜΠ
Μέρος 2o: Ποιοι είναι οι Σλάβοι «Μακεδόνες»;
Ποιος είναι ο λαός που σήμερα διεκδικεί την ονομασία «Μακεδόνες»; Ποια η σχέση αυτής της σλάβικης εθνότητας με την Μακεδονία;
Στο χώρο της Μακεδονίας κατά την πρώιμη αρχαιότητα κατοικούσαν Παίονες, Ιλλυριοί, Θράκες και άλλα παλαιοβαλκανικά φύλα. Οι Μακεδόνες, ελληνικό φύλο, κατά τον Ηρόδοτο δωρικής καταγωγής, κατέλαβαν αρχικά ένα χώρο στο νοτιότατο τμήμα της Μακεδονίας, και σταδιακά επεκτάθηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις απωθώντας τα πρότερα φύλα και αποικίζοντας τα νέα εδάφη. Επί Φιλίππου δε το ανατολικό σύνορο έφτασε στον Νέστο. Πλήθος λαών όπως Γαλάτες, Γότθοι ή Ούννοι έφτασαν ανά περιόδους στην περιοχή, ενώ πολλοί βαλκανικοί λαοί εξελληνίστηκαν κυρίως ή εκλατινίστικαν σταδιακά.
Η κάθοδος των Σλάβων ανέτρεψε βίαια την δημογραφική κατάσταση όλης της Βαλκανικής. Θράκες, Παίονες και Ιλλυριοί εκσλαβίστηκαν σχεδόν ολοκληρωτικά, οι νέοι πληθυσμοί έφτασαν μέχρι την Στερεά και την Πελοπόννησο. Νοτίως του Αλιάκμονα οι σλάβικοι θύλακες, οι σκλαβηνίες, αφομοιώθηκαν σταδιακά στον Ελληνισμό, που κέρδισε έτσι νέο αίμα, αντικαθιστώντας τις τεράστιες απώλειες του από τις βαρβαρικές επιδρομές. Οι Βούλγαροι εισβολείς εκσλαβίστηκαν ταχύτατα, τα νεαρά σλάβικα έθνη, Σέρβοι και Βούλγαροι, εντάχθηκαν στην βυζαντινό και Ορθόδοξο πολιτισμικό χώρο.
Όταν οι Οθωμανοί συνέτριψαν την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τα λοιπά βαλκανικά χριστιανικά κράτη, εποίκισαν βίαια τις πεδινές και παραποτάμιες εκτάσεις με μουσουλμανικούς ή εξισλαμισμένους πληθυσμούς. Ολόκληρες πόλεις ισοπεδώθηκαν, για να κατοικηθούν έπειτα από αμιγείς ισλαμικούς πληθυσμούς, με τον χριστιανικό πληθυσμό να περιορίζεται στις ορεινές κυρίως εκτάσεις. Ο 17ος και 18ος αιώνας βρήκε τους μουσουλμάνους να πλειοψηφούν στην ευρύτερη Μακεδονία με σαφή κυριαρχία στις πόλεις. Παρόλα αυτά οι Χριστιανοί ανέκαμπταν πληθυσμιακά έχοντας υψηλότερους ρυθμούς γεννήσεων και λιγότερα θύματα επιδημιών από ότι οι αστικοποιημένοι μουσουλμάνοι.
Οι έντονοι εξισλαμισμοί οδήγησαν σε έναν πληθυσμό από αρκετές χιλιάδες ελληνόφωνων μουσουλμάνων, τους Βαλαάδες. Οι εκδιωχθέντες από την Ισπανία Σεφαραδίτες Εβραίοι βρήκαν επίσης καταφύγιο στα ανεκτικά κέντρα της Θεσσαλονίκης, των Σερρών και της Καβάλας, μετέχοντας στην εμπορική ελίτ. Το εθνολογικό μείγμα εντάθηκε με την είσοδο πλήθους Βλάχων, που εγκατέλειψαν την Μοσχόπολη και την Βόρειο Ήπειρο εξαιτίας της τουρκο-αλβανικής πίεσης.
Η ίδια η εθνική ταυτότητα και τα όρια της εκάστοτε εθνότητας ήταν εξαιρετικά ρευστά, σε μία περίοδο που η νεωτερική έννοια του έθνους ήταν άγνωστη. Άπαντες οι ελληνόφωνοι, σλαβόφωνοι, αλβανόφωνοι ή λατινόφωνοι (Βλάχοι) Χριστιανοί Ορθόδοξοι κάτοικοι της περιοχής ανήκαν στο Γένος ή μιλέτ των Ρωμιών, με εθνάρχη τον Οικουμενικό Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη. Η θρησκευτική συνείδηση ήταν που σχεδόν αποκλειστικά διαμόρφωνε την ταυτότητα των κατοίκων της πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με τα μιλέτ να καθορίζονται βάσει του δόγματος κι όχι της εθνότητας ή της γλώσσας.
Στην ευρύτερη έκταση της νεωτερικής Μακεδονίας οι ελληνικοί πληθυσμοί κυριαρχούσαν ολοκληρωτικά στο νότιο παραλιακό κομμάτι, μέχρι την νοητή γραμμή Καστοριάς- Έδεσσας- Σερρών. Βορειότερα η κατάσταση ήταν χαοτική, με το ελληνικό στοιχείο να κυριαρχεί πολιτισμικά και γλωσσικά στις πόλεις, όσο στην ύπαιθρο κατοικούσαν κατά βάση σλαβόφωνοι πληθυσμοί. Σημαντικός αριθμός αυτών των Σλαβόφωνων ήταν εξάλλου ελληνικής καταγωγής, που όμως είχε δεχθεί την γλωσσική υποκατάσταση στην διάρκεια των αιώνων. Απουσία σχολείων, βασικής εκπαίδευσης και δικτύων, μία σλάβικη μεικτή αποκλειστικά προφορική γλώσσα επικράτησε σαν μέσο συνεννόησης ενός πλήθους ανθρώπων με διάφορες καταγωγές και ρευστές συνειδήσεις. Η βαθιά πίστη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο αποτελούσε το ενοποιητικό στοιχείο αυτού του ετερόγλωσσου κόσμου, η Ορθοδοξία ήταν το κυρίαρχο ταυτοτικό στοιχείο για τον ανεκπαίδευτο και αγροτικό σλαβόφωνο πληθυσμό.
Με τον κλήρο σχεδόν αποκλειστικά ελληνικής καταγωγής ή εξελληνισμένο, η Εκκλησία αποτελούσε το κύριο όχημα εξελληνισμού της περιοχής. Τα ελληνικά κυριαρχούσαν στα λόγια κι εκκλησιαστικά κείμενα, την εκπαίδευση και κάθε επίσημη έκφανση του χριστιανικού ποιμνίου. Οι ανώτερες σπουδές στα εκκλησιαστικά ιδρύματα και η είσοδος στις πόλεις οδηγούσαν στον εξελληνισμό. Ιδιαίτερα δε στους Βλάχους που σχεδόν ολοκληρωτικά ταύτισαν εαυτούς τους με το ελληνικό έθνος.
Η βουλγάρικη πολιτισμική σφαίρα περιορίζονταν σε ορισμένα απομακρυσμένα μοναστήρια, καθώς και σε κάποιες ενορίες της βουλγαρικής Αρχιεπισκοπής Οχρίδας. Με την κατάργηση της το 1767 ο εξελληνισμός των σλαβόφωνων της Μακεδονίας ήταν ανεμπόδιστος και ταχύτατος. Η βουλγάρικη εθνική αφύπνιση άρχισε μέσα από τα έργα καλόγερων και ιερέων, κυρίως του Αγίου Παϊσιου του Χιλανδαρίου, που καλούσαν για πολιτισμική αυτονομία των Βουλγάρων εντός της Εκκλησίας, χρήση της παλαιάς σλαβόνικης στις λειτουργίες και επανίδρυση του βουλγαρικού Πατριαρχείου.
Η εθνική αφύπνιση των βαλκανικών λαών στα τέλη του 17ου αιώνα, επηρέασε καταλυτικά την μετέπειτα ευρωπαϊκή ιστορία, οδηγώντας σε βάθος χρόνου στην ανατροπή της Αυστριακής και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και σε μία μόνιμη εστία αστάθειας, αναταραχών και συρράξεων για την ευρύτερη περιοχή. Ο οικονομικός διαχωρισμός επιδείνωνε περαιτέρω την κατάσταση. Οι Έλληνες έμποροι και γαιοκτήμονες, μαζί με τους Τούρκους τσιφλικάδες και το εβραϊκό στοιχείο αποτελούσαν την απόλυτη οικονομική ελίτ της Μακεδονίας. Ο όρος Βούλγαρος ήταν ταυτόσημος της φτώχιας και της ένδειας των ορεινών χωριών και της εργασίας στα τσιφλίκια, η κοινωνική δε άνοδος σήμαινε αυτομάτως και τον εξελληνισμό. Ο τρόμος της ολικής αφομοίωσης έστρεψε τους Βούλγαρους κληρικούς και δασκάλους σε όλο και πιο ριζοσπαστικές εθνικιστικές και σοσιαλιστικές ιδέες. Στα τέλη του 19ου αιώνα η άνοδος των εθνικισμών και οι δυτικοί ανταγωνισμοί είχαν μετατρέψει τα Βαλκάνια σε πυριτιδαποθήκη.
Υπό την έντονη ρωσική πίεση η Υψηλή Πύλη αναγνώρισε το 1870 την βουλγάρικη Ορθόδοξη σχισματική Εξαρχία. Οι εντονότερες πιέσεις του Ρώσου πρέσβη οδήγησαν σε σουλτανικό φιρμάνι βάσει του οποίου οποιαδήποτε ενορία της οποίας τα 2/3 των πιστών το επιθυμούσαν, εντασσόταν αυτομάτως στην Εξαρχία εγκαταλείποντας το Πατριαρχείο. Βουλγάρικες ομάδες ξεκίνησαν ένοπλη προπαγάνδα στην ύπαιθρο, προσπαθώντας να μεταφέρουν βίαια τα χωριά στην Εξαρχία και στον εκβουλγαρισμό. Οι βουλγαρόφρονες επισκοπές Οχρίδας και Σκοπίων εντάχθηκαν αυτομάτως στην Εξαρχία, όμως πλήθος Σλαβόφωνων παρέμεναν μαζικά πιστοί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Ήδη από το 1878 οι Ευρωπαίοι διανοούμενοι διαχώριζαν τους σλάβικους πληθυσμούς σε Βούλγαρους και Σλαβομακεδόνες, με τον τελευταίο όρο να περιγράφει τους σλάβικους και σλαβόφωνους πληθυσμούς δίχως σερβική ή βουλγάρικη εθνική συνείδηση, εγγύτερο μεν γλωσσικά στους Βούλγαρους, αλλά δίχως κάποια συγκεκριμένη εθνική ή πολιτική στάση. Στους κατά βάση ανεκπαίδευτους και αγροτικούς σλαβόφωνους αυτούς πληθυσμούς η Ορθόδοξος Εκκλησία αποτελούσε το απόλυτο μέσο αυτοπροσδιορισμού, με τους πιστούς στο Πατριαρχείο ή στην Εξάρχεια να ορίζονται Έλληνες ή Βούλγαροι αντιστοίχως. Τόσο η δράση των Βούλγαρων κομιτατζήδων όσο και ο Μακεδονικός Αγώνας είχαν σαν κύριο σκοπό τον προσεταιρισμό στην μία ή την άλλη πλευρά ενός πληθυσμού, που αρχικά τουλάχιστον είχε έντονα ρευστή ή ασθενής συνείδηση. Το 1893 ιδρύθηκε στην Θεσσαλονίκη η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (VMRO). Παρά τις διακηρύξεις της για κοινό αγώνα όλων των Χριστιανικών λαών ενάντια στους Οθωμανούς για μία ανεξάρτητη Μακεδονία, αντικειμενικός σκοπός της VMRO ήταν ο εκβουλγαρισμός και η τελική της προσάρτηση στην Βουλγαρία, για την εξυπηρέτηση των ρωσικών συμφερόντων στο Αιγαίο.
Η εξέγερση του Ίλιντεν υπήρξε η πρώτη έντονη προσπάθεια επίτευξης των παραπάνω. Η αντίσταση του ελληνικού στοιχείου μέσα από τους Μακεδονομάχους διέσωσε πρακτικά την ελληνικότητα της Μακεδονίας με τις βουλγάρικες αντεκδικήσεις να διώχνουν μία και καλή τους ελληνικούς πληθυσμούς από τις εστίες της Φιλιππούπολης και της Βάρνας. Μέσα σε αυτήν την κατάσταση το τούρκικο οθωμανικό στοιχείο ένιωσε ευθέως να απειλείται, οδηγώντας έτσι στην γέννηση ενός ριζοσπαστικού τούρκικου εθνικισμού, υπό τους Νεότουρκους. Η προνεωτερική αντίληψη των μιλέτ, όπου η θρησκεία καθόριζε το γένος ήταν πλέον νεκρή. Οι εθνικές ταυτότητες των Ελλήνων, Βούλγαρων, Σέρβων, Ρουμάνων και Τούρκων αντικαθιστούσαν ολοκληρωτικά τα παλαιά γένη των Ορθόδοξων Ρωμιών και των μουσουλμάνων του Χαλίφη.
Σε ποιον όμως ανήκε αυτή η μεγάλη σλαβόφωνη ομάδα στα βιλαέτια της Θεσσαλονίκης και του Μοναστηρίου; Για τους Έλληνες τα μέλη του γένους των Ρωμιών που αναγνώριζαν τον Μέγα Πατρίτς της Κωνσταντινούπολης, ασχέτως γλώσσας ή καταγωγής, ήταν αυτομάτως μέλη μίας νέας ελληνικής ταυτότητα. Για τους Βούλγαρους όλοι αυτοί οι σλαβόφωνοι ήταν Βούλγαροι, όσοι απέρριπταν την Εξαρχία για το Πατριαρχείο ανακηρύσσονταν Γκρεκομάνοι προδότες της πατρίδας. Οι Σέρβοι ταυτόχρονα προωθούσαν την ενότητα όλων των Νοτίων Σλάβων, για αυτούς οι σλαβόφωνοι της Μακεδονίας ήταν νότιοι Σέρβοι, κομμάτι ενός ευρύτερου γιουγκοσλαβικού έθνους. Παράλληλα οι Ρουμάνοι αγωνίζονταν να πείσουν τους διάσπαρτους βλάχικους πληθυσμούς πως είναι απόγονοι των Δακών. Ενώ οι Αλβανοί μέσα κυρίως από τους Ορθόδοξους και Καθολικούς κληρικούς τους μάχονταν να βρουν την εθνική τους ταυτότητα. Η έκρυθμη κατάσταση συνεχίστηκε βίαια, περισσότερο σαν μία προσπάθεια της κάθε πλευράς να εντάξει τους ρευστής συνείδησης κατοίκους της περιοχής στο δικό της εθνικό στρατόπεδο. Η θρησκεία συνέχιζε να αποτελεί το παν για αυτούς τους αμόρφωτους πληθυσμούς, η δημιουργία αυτοκέφαλων εθνικών εκκλησιών για κάθε Ορθόδοξο βαλκανικό λαό ήταν αποτέλεσμα αυτών των διεργασιών οικοδόμησης εθνικής συνείδησης. Παράλληλα η ανακάλυψη του αρχαίου παρελθόντος. Όπως οι Έλληνες ξεκίνησαν τις δυναμικές ανασκαφές σε Ακρόπολη και Αγορά ή επέβαλλαν την Καθαρεύουσα, οι Βούλγαροι θυμόντουσαν τους αρχαίους Θράκες, οι Αλβανοί τους Ιλλυριούς και οι Ρουμάνοι τους Δάκες. Το νεφελώδες αρχαίο κλασσικό παρελθόν φαίνονταν περισσότερο βολικό από ότι η άμεση κοινή βυζαντινή και Ορθόδοξη κληρονομιά.
Το αυτοαποκαλούμενο «μακεδονικό» έθνος γεννήθηκε εκείνες τις ημέρες. Η ίδια η ελληνική κυβέρνηση, μαχόμενη να διαχωρίσει τους σλαβόφωνους από τους Βούλγαρους άρχισε να μιλάει για «Σλαβομακεδόνες» και «μακεδονίτικα». Το βραχύβιο αλφαβητάρι «Abecedar» ήταν το απόγειο αυτής της προσπάθειας. Στην διάρκεια του πολέμου του ΄17 ο Στρατής Μυριβήλης μιλάει για τους «Ματσεντόν ορτοντόξ» πιστούς του Πατρίτς της Κωνσταντινούπολης, που δεν είναι μήτε Σρμπι, μήτε Γκαρτς, μήτε Μπαλγκάρ. Διάφοροι σλαβόφωνοι με πρώτον τον Πουλέτσκι άρχισαν να μιλάνε για μία νέα σλαβομακεδόνικη ταυτότητα. Με την ίδρυση της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας η ενίσχυση του «μακεδονικού» εθνικισμού παγιώθηκε με την ίδρυση της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της «Μακεδονίας», καθώς για τον Τίτο η προώθηση αυτής της ιδέας τον απάλλασσε από την ταύτισή τους με τους Βούλγαρους, άνοιγε δε τον δρόμο για έξοδο της Γιουγκοσλαβίας στο Αιγαίο. Στον ελληνικό χώρο η Κατοχή και ο Εμφύλιος δίχασε τους σλαβόφωνους της Μακεδονίας, η μεγάλη τους μάζα παρέμεινε πιστή στο ελληνικό έθνος, σημαντικό όμως κομμάτι συνεργάστηκε τόσο με την φιλοναζιστική Οχράνα όσο και με τους συμμορίτες του ΔΣΕ, ώστε να αυτονομηθούν ή ακόμη και να αποσχιστούν εθνικά εδάφη και να ενωθούν με την σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία. Ο διωγμός τους από την Ελλάδα μαζί με τα υπολείμματα του ΔΣΕ τερμάτισε κάθε τέτοια προδοτική προσπάθεια. Εκατοντάδες δε σλάβικα τοπωνύμια άλλαξαν: τα Βοδενά έγιναν Έδεσσα, το Σόροβιτς Αμύνταιο και το Γκρεβέν Γρεβενά μεταξύ άλλων.
Το ψεύτικο «μακεδονικό» έθνος έχει ίσως την νεότερη εθνεγερσία στα Βαλκάνια, δίχως όμως η εθνεγερσία του να διαφέρει και τόσο από ότι των υπολοίπων βαλκανικών εθνών. Η μεγάλη του διαφορά είναι ότι πέραν των συνηθισμένων για τα Βαλκάνια εδαφικών αλυτρωτικών αντεκδικήσεων, αυτοί έρχονται βίαια να διεκδικήσουν την ίδια την ιστορική πορεία και υπόσταση άλλων λαών.
Η απαίτηση των Σλαβομακεδόνων να λογίζονται ως απόγονοι του αρχαίου ελληνικού γένους των Μακεδόνων, αρπάζοντας παράλληλα πλήθος προσώπων της βουλγάρικης (Γκότσε Ντέτσελφ, Συμεών) ή της σέρβικης (Στέφανος Δουσάν) και της αλβανικής ιστορίας δείχνει το απαράδεκτο αυτής της τεχνητής εθνικής συνείδησης. Σαν αρθρογράφος και μόνο σαν δική μου θέση αναγνωρίζω τον λαό αυτόν σαν Σλαβομακεδόνες, σλαβόφωνους και σλάβικης καταγωγής κατοίκους μέρους της γεωγραφικής Μακεδονίας (όπως την ορίσαμε στο προηγούμενο άρθρο), ευρύτερης και διαφορετικής της αρχαίας, μετόχους ενός κοινού ρωμαίικου ή βυζαντινού Ορθόδοξου πολιτισμικού υποστρώματος που διαπερνάει όλα τα Βαλκάνια. Αλλά ως εκεί, τίποτα δεν τους επιτρέπει να βαφτίζουν τους εαυτούς τους Μακεδόνες, την σλάβικη γλώσσα τους μακεδονική και τους Μακεδόνες του Αλεξάνδρου και του Κάσσανδρου εθνικούς τους προγόνους. Και αυτό το τελευταίο δεν είναι μόνο η δική μου άποψη, αλλά η κοινή ιστορική αντίληψη κάθε σοβαρού ιστορικού ανά τον πλανήτη.