Πώς οι τράπεζες θα αυξήσουν τα επιτόκια καταθέσεων;
Γράφει ο Γρηγόρης Νικολόπουλος
Η αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προκαλεί μεγάλα προβλήματα στις ευρωπαϊκές οικονομίες αλλά τελικά και στην ίδια την ΕΚΤ. Η νομισματική πολιτική της ΕΕ μοιάζει αυτή τη στιγμή αφενός να είναι αναποτελεσματική, αφετέρου να οδηγείται σε αδιέξοδο προκαλώντας αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία, χωρίς οφέλη για κανέναν εκτός των τραπεζών που θα δουν τα κέρδη τους να αυξάνονται από την αύξηση των επιτοκίων των δανείων ενώ δεν αυξάνουν τα επιτόκια καταθέσεων.
Όσον αφορά στο τραπεζικό σύστημα, αυτό που συμβαίνει είναι ότι οι εμπορικές τράπεζες, εκμεταλλευόμενες την αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ, αυξάνουν τα επιτόκια των νέων αλλά και των παλαιότερων δανείων που έχουν κυμαινόμενο επιτόκιο, αλλά δεν αυξάνουν τα επιτόκια καταθέσεων. Έτσι θα καταφέρουν να βγάλουν πολύ μεγάλα κέρδη ενώ οι οικονομίες εισέρχονται σε ύφεση. Οι δανειολήπτες, ιδιώτες και επιχειρήσεις, θα επιβαρυνθούν με αυξημένο κόστος εξυπηρέτησης των δανείων τους, ενώ οι καταθέτες δεν θα ωφεληθούν. Η συμπεριφορά αυτή των τραπεζών οφείλεται αφενός στον περιορισμένο αριθμό των τραπεζών στην Ελλάδα, που μειώνει τον ανταγωνισμό μεταξύ τους για την προσέλκυση καταθετών ή για την χορήγηση δανείων. Αποτέλεσμα είναι να διατηρούνται τα επιτόκια για τους Έλληνες καταθέτες στο μηδέν, όταν πχ στην Αγγλία φθάνουν ήδη το 3%.
Αφετέρου όμως και η ίδια η ΕΚΤ ευθύνεται για την τακτική των τραπεζών διότι τις δανείζει αφειδώς με εξευτελιστικά χαμηλό επιτόκιο στο πλαίσιο της στήριξης του τραπεζικού συστήματος που ξεκίνησε με την πανδημία και τα lock down των οικονομιών. Επειδή τους προσφέρει τόσο φθηνό χρήμα, οι τράπεζες δεν έχουν ανάγκη τους καταθέτες για να βρουν χρήματα, συνεπώς δεν χρειάζεται να αυξήσουν τα επιτόκια καταθέσεων. Τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα επειδή οι τράπεζες καταθέτουν τα χρήματα που παίρνουν από την ΕΚΤ και τα χρήματα των καταθέσεων τους, στην ίδια την ΕΚΤ, αποκομίζοντας αυτόματα κέρδη χωρίς ρίσκο και ζημιώνοντας ακόμη και την ΕΚΤ.
Είναι προφανές ότι η ευθύνη για την κατάσταση αυτή ανήκει στις κεντρικές τράπεζες και συγκεκριμένα στην ΕΚΤ η οποία πρέπει να σταματήσει αφενός να δανείζει τις τράπεζες με τόσο χαμηλό επιτόκιο και αφετέρου πρέπει να σταματήσει να πληρώνει ακριβά τις καταθέσεις τους. Το πρόβλημα αυτό εξετάζεται τώρα από την ΕΚΤ αλλά υπάρχουν προς το παρόν νομικά προβλήματα που πρέπει να λυθούν για να προχωρήσει σε αλλαγή πολιτικής έναντι των εμπορικών τραπεζών.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Morgan Stanley, οι ευρωπαϊκές εμπορικές τράπεζες θα αποκομίσουν άκοπα και χωρίς ρίσκο κέρδη ύψους 28 δισ Ευρώ, μόνο από αυτή την “αστοχία” της ΕΚΤ.
Επιπλέον, καταθέτοντας τα χρήματα στην ΕΚΤ με κέρδος, οι εμπορικές τράπεζες δεν κάνουν τη βασική τους δουλειά που είναι η δανειοδότηση της οικονομίας. Προτιμούν να τα καταθέσουν στην ΕΚΤ παρά να πάρουν το ρίσκο των δανείων και έτσι συγκρατούν τις χρηματοδοτήσεις τους.
αυξήσουν τα επιτόκια καταθέσεων που προσφέρουν. Διότι αν το επιτόκιο κατάθεσης δεν αυξηθεί, δεν θα αυξηθεί ούτε η ελκυστικότητα του νομίσματος.
Τελικά λοιπόν, η αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ σήμερα, ενδέχεται να έχει αρνητικές μόνο συνέπειες αφού:
Πρώτον ο πληθωρισμός δεν οφείλεται στην αυξημένη ζήτηση αλλά στην περιορισμένη προσφορά λόγω πολέμου και ενεργειακής κρίσης, συνεπώς τα αυξημένα επιτόκια δεν επηρεάζουν πτωτικά τις τιμές.
Δεύτερον τα αυξημένα επιτόκια επιβαρύνουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά και περιορίζουν τον ρυθμό ανάπτυξης, προκαλώντας μάλιστα ύφεση στις ευρωπαϊκές οικονομίες.
Τρίτον, η ισοτιμία του Ευρώ δεν στηρίζεται αφού οι τράπεζες δεν αυξάνουν τα επιτόκια καταθέσεων.
Τελικά μόνο οι εμπορικές τράπεζες κερδίζουν από την αύξηση των επιτοκίων. Όταν όμως το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει στηριχθεί πολλαπλώς με χρήματα των φορολογουμένων, το ζήτημα γίνεται πολιτικό και αφορά τα κόμματα και την κυβέρνηση. Συνεπώς, η ελληνική κυβέρνηση και η Τράπεζα της Ελλάδος πρέπει να βρουν ένα τρόπο συνεννόησης με τις τράπεζες ώστε να διευκολύνουν τη χρηματοδότηση της οικονομίας αλλά και να ανταμείψουν δίκαια τους καταθέτες.
Ειδικότερα υπό αυτές τις δύσκολες συνθήκες, και ενώ όλες οι κυβερνήσεις και φυσικά και η κυβέρνηση Μητσοτάκη πληρώνουν επιδοτήσεις επιβαρύνοντας τον προϋπολογισμό για να ανακουφίσουν τους πολίτες από το βάρος του πληθωρισμού και της ενεργειακής κρίσης, η αύξηση των επιτοκίων των δανείων, τους επιβαρύνει ακόμη περισσότερο χωρίς μάλιστα να τους ενισχύει έστω και με ψίχουλα μέσω μιας αύξησης των επιτοκίων των μικροκαταθέσεων τους