Η παράνοια της Μεγάλης Εβδομάδας
Γράφει ο Αντώνιος Μιχελόγγονας, Νομικός
Κάθε χρόνο τέτοια εποχή επ’ ευκαιρία των θρησκευτικών εκδηλώσεων της Μεγάλης Εβδομάδας ένα σύνολο ετερόκλητων στοιχείων που ενώνονται από το αντιχριστιανικό τους μένος βρίσκουν ένα σωρό προφάσεις μηδαμινής σημασίας και αναδεικνύουν τα ίδια ζητήματα μόνο για να δείξουν την εχθρότητά τους. Φαίνεται πως η επιλογή κάποιων να μην ασπάζονται κάποια θρησκεία ή να μην ασπάζονται συγκεκριμένα την Ορθοδοξία πρέπει να θεωρείται σημαντικότερη από την επιλογή των υπολοίπων να ακολουθούν τη χριστιανική παράδοση. Στο πλαίσιο αυτό βλέπουμε κάθε χρόνο μια επανάληψη των ίδιων πάνω-κάτω ζητημάτων.
Πρώτο-πρώτο η νηστεία της Σαρακοστής σε συνδυασμό με το λεγόμενο Φανερό Δείπνο. Υπάρχει γενικά πλήθος κινήτρων για τα οποία μπορεί κανείς να επιλέγει να νηστεύει, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ανάλογα και με τις δυνατότητές του. Για άλλους τα κίνητρα είναι καθαρά θρησκευτικά, για άλλους είναι παράδοση, άλλοι το επιλέγουν για λόγους υγείας. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας κάνει μια ατομική επιλογή, να νηστεύει ή να μη νηστεύει. Κάποιες περιθωριακές περιπτώσεις όμως για κάποιο λόγο θεωρούν πως η επιλογή τους δεν είναι ατομική και αφορά τους πάντες, συνεπώς νιώθουν την ανάγκη να την εκδηλώνουν σε όλο τον κόσμο, προσπαθώντας ουσιαστικά να μειώσουν και να εξευτελίσουν την επιλογή της νηστείας.
Έτσι μπήκε στις ζωές μας τα τελευταία χρόνια η παράνοια του Φανερού Δείπνου κάθε Μεγάλη Παρασκευή, που διάφοροι διατρανώνουν ότι συγκεντρώνονται για να φάνε κρέας. Ποιος άνθρωπος έχων σώας τας φρένας όταν τρώει κρέας έχει ανάγκη να το κοινοποιήσει σε όλο τον κόσμο; Και από πού κι ως που ζητάνε αστυνομική προστασία για να φάνε σουβλάκια; Πρόκειται σαφώς για παράνοια να καθίσταται κοινωνικό ζήτημα οι διατροφικές επιλογές του καθενός.
Βέβαια δε μπορώ να μη σχολιάσω ότι το αντιθρησκευτικό μένος περιορίζεται μόνο στη νηστεία. Όταν έρχεται η ώρα να φάμε το αρνί ή τα κόκκινα αυγά μια χαρά ξεχνάνε όλοι ότι πρόκειται για έθιμο άρρηκτα συνδεδεμένο με τη χριστιανική παράδοση. Είναι μια αντίστροφη εκδήλωση του φαινομένου «Άθεος μέχρι να πέσει το αεροπλάνο».
Από κει και πέρα υπάρχει η ετήσια ιστορία με το Άγιο Φως. Κάθε χρόνο βρίσκονται κάποιοι περιθωριακοί να διαμαρτυρηθούν για τη μεταφορά του στην Ελλάδα με τιμές αρχηγού κράτους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Νίκος Παππάς, ο υπουργός που θα πάτασσε τη διαπλοκή. Πριν γίνει υπουργός είχε εκφραστεί δημοσίως εναντίον της μεταφοράς, μετά όμως σαν υπουργός ήταν απασχολημένος να πατάσσει τη διαπλοκή και δεν την κατήργησε. Σε κάθε περίπτωση φέτος ο ΣΥΡΙΖΑ εκφράστηκε ξανά εναντίον της. Προφανώς οτιδήποτε αποπροσανατολίζει τη δημόσια συζήτηση από την αξιολόγηση και τα μέτρα είναι ευπρόσδεκτο για την κυβερνητική πλειοψηφία. Φέτος ωστόσο ακούσαμε και την άλλη παράνοια, ότι η μεταφορά πρέπει να καταργηθεί γιατί έχει κόστος 4.000.000 ευρώ.
Για να σοβαρευτούμε, 4 εκ. δε θα κόστιζε ούτε η αγορά νέου αεροσκάφους για μια μόνο μέρα, με μοναδικό σκοπό να κάνει τη μεταφορά και να παροπλιστεί. Είναι τουλάχιστον αστείο που βγήκε στη δημοσιότητα κάτι τέτοιο. Το αεροπορικό ταξίδι σύμφωνα με τα στοιχεία στοιχίζει 20.000 ευρώ και καλύπτεται από την αεροπορική εταιρεία, οι δε τιμές αρχηγού κράτους [αγήματα, φιλαρμονική κτλ] ελάχιστο κόστος έχουν. Απλά όταν αναζητεί κανείς προφάσεις πιάνεται από παντού.
Η συζήτηση για τη σκοπιμότητα ή μη της μεταφοράς του Αγίου Φωτός και της απόδοσης τιμών αρχηγού κράτους είναι μεγάλη και δεν είναι ο κατάλληλος χώρος για να αναλυθεί, ούτε είμαι εγώ ο κατάλληλος για να το επιχειρήσω. Εν συντομία ωστόσο θα μπορούσε να λεχθεί ότι πρόκειται για ένα συμβολισμό. Μέσω της μεταφοράς οι Χριστιανοί εν Ελλάδι συμβολικά συμμετέχουν στην τελετή της Ανάστασης που λαμβάνει χώρα στον Πανάγιο Τάφο, και οι ορθόδοξες Εκκλησίες συνδέονται . Πέρα από το συμβολισμό όμως στο ζήτημα υπάρχει και μια διπλωματική πλευρά. Με τη μεταφορά το ελληνικό κράτος τονίζει το θρησκευτικό δεσμό που το ενώνει τόσο με τα πατριαρχεία και τις εκκλησίες της Ορθοδοξίας όσο και με τις χώρες που έχουν έντονο το ορθόδοξο στοιχείο. Είναι ένας τρόπος άσκησης πολιτιστικής διπλωματίας.
Από εκεί και πέρα δεν έχει νόημα να αναζητά κανείς ουσιαστικό νόημα στη μεταφορά όπως δεν έχει νόημα να κάνει το ίδιο για οποιαδήποτε θρησκευτική παράδοση. Είναι μια συμβολική κίνηση, ένα έθιμο. Τυχόν κατάργηση του δε θα είχε οποιαδήποτε αρνητική συνέπεια για ένα Χριστιανό όπως δε θα είχε και καμία θετική για έναν άθεο. Γιατί λοιπόν ένα τέτοιο ζήτημα να εντάσσεται στη δημόσια ατζέντα;
Δεν είναι μόνο αυτά τα ζητήματα που επαναφέρουν κάθε χρόνο για να προκαλούν αναστάτωση. Αυτά απλά έτυχε να είναι τα πιο επίκαιρα. Σε κάθε περίπτωση το συμπέρασμα είναι ότι κάποιοι αδυνατούν να συνηθίσουν το δεδομένο ότι τα έθιμα της Ορθοδοξίας έχουν ταυτιστεί με την ελληνική παράδοση. Συνήθειες όπως η νηστεία, η εκκλησία τη Μεγάλη Εβδομάδα και η μεταφορά του Αγίου Φωτός είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την ιστορία του ελληνικού κράτους και την ελληνική παράδοση.
Δεν έχει σημασία αν όλα αυτά γίνονται από θρησκευτικό συναίσθημα, από σεβασμό στην παράδοση ή απλά από συνήθεια, σημασία έχει ότι έχουν συνδεθεί με την παράδοση και την ιστορία μας και ακολουθούνται από τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού. Είναι απολύτως σεβαστή η επιλογή του καθενός να τα ακολουθεί ή να μην τα ακολουθεί, όταν όμως δε σέβεται τις αντίστοιχες επιλογές των υπολοίπων ή και προσπαθεί να επιβάλει τις δικές του υπάρχει πρόβλημα. Κανονικό, όχι όπως αυτά που αναδεικνύονται κάθε χρόνο τέτοιες μέρες.