Οι επόμενοι. Δουλειά μας ειναι να τους προστατέψουμε…

Γράφει η Ελένη-Ρεβεκκα Στάιου
Σε αυτό το κείμενο επιλέγω να θάψω το κεφάλι μου στην άμμο και να μη ασχοληθώ με τα 100 κακά της μοίρας μας, με όλα τα άσχημα που συμβαίνουν γύρω μας, με όλα τα ανάποδα και τα δυσάρεστα.

Θέλω να αναφερθώ στους επόμενους. Στους επόμενους που θα έρθουν μετά από εμάς, που τώρα ετοιμάζονται να κάνουν τα βήματά τους έξω στη ζούγκλα και που θέλουν τη βοήθειά μας.

Πολλές φορές έχω αναφερθεί στο πόσο περίεργη είναι αυτή η γενιά που είναι τώρα φοιτητές, όλων των βαθμίδων. Είναι ίσως περίεργη για εμένα, για εμάς, που πλέον ανήκουμε σε άλλη γενιά και έχουμε μεγαλώσει σε διαφορετικές συνθήκες, με διαφορετικά παραδείγματα, αρχές και όνειρα. Δεν κρίνω ποια από τις δύο γενιές είναι καλύτερη, δεν γίνεται να το κάνω, έτσι και αλλιώς, δεν είναι θέμα ανταγωνισμού. Όλοι έχουμε τα καλά μας και τα κακά μας.

Ως συνήθως, όλα ξεκίνησαν από μία συζήτηση. Αυτή τη φορά ήταν στο μεταπτυχιακό, στο Πανεπιστήμιο, μια Παρασκευή 6-9 το βράδυ, που κανείς δεν θέλει να κάνει μάθημα, αλλά η τρελή η Στάιου έχει επιλέξει αυτήν την ώρα. Συζητούσαμε, πριν ξεκινήσουμε, για τα επόμενα βήματά τους, καθώς θα πρέπει σιγά σιγά να αποφασίσουν για τις διπλωματικές τους. Κάποιοι σκέφτονταν και πιο μακριά, για διδακτορικά, για δουλειές κοκ. Συνήθεις συζητήσεις που πάντα γίνονται όταν οι καθηγητές είναι πρόθυμοι να πουν δυο πράγματα παραπάνω.

Γενικά δεν είμαι υπέρ της υπέρμετρης αισιοδοξίας, της φάσης «πεταλουδίτσες και λουλουδάκια, όλα θα πάνε καλά». Δεν είναι ποτέ έτσι η ζωή. Φυσικά, δεν είμαι και υπέρ του αντίθετου, ότι όλα είναι στραβά, όλα είναι άδικα, όλα θέλουν μέσο. Θέλει ισορροπία η ζωή, θέλει λογική, θέλει σκέψη, θέλει ζύγισμα για να πάρεις τις σωστές αποφάσεις. Προσπάθησα κάποια πράγματα να τα μεταφέρω όπως τα έζησα, χωρίς να στρογγυλεύω τις γωνίες αλλά στο τέλος προσπάθησα να τους πω ότι είναι στο χέρι τους τελικά το τι θα κάνουν και το πόσο θα πετύχουν. Και συνειδητοποίησα πόσο μόνοι τους είναι.

Ήμουν κι εγώ άραγε τόσο μόνη τότε; Σε εκείνη την εποχή; Αισθάνομαι σαν να ήξερα πάντα τι ήθελα να κάνω και σαν να κούμπωσαν όλα μεταξύ τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ομολογώ όμως ότι μπήκα στο τρυπάκι να ξαναμπώ στη θέση τους, ειδικά στην εποχή που διανύουμε, που όλα είναι τόσο πιο ρευστά και θολά, και λίγο τρόμαξα.

Θυμάμαι στο προπτυχιακό (νομίζω ότι το έχω ξαναγράψει) που είχε βγει ένας τυπάκος και κόντεψε να τα οδηγήσει στην αυτοκτονία τα παιδιά με όσα τους έλεγε, ήρθαν στο μάθημα στα πρόθυρα δακρύων. Γιατί να το κάνει κάποιος αυτό; Γιατί να βγάλει τα δικά του κόμπλεξ και τις δικές του αποτυχίες; Δε γίνεται να είμαστε καλοί σε όλα, δεν φταίμε όμως και για όλες μας τις αποτυχίες. Πρέπει να τα αποδεχτούμε για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε και όσο συντομότερα το κάνουμε, τόσο το καλύτερο.

Είναι δουλειά μας να προστατέψουμε τους επόμενους. Να τους βοηθήσουμε. Να τους καθοδηγήσουμε, όσο και όποτε μπορούμε. Όχι να τους «αντικαταστήσουμε», να κάνουμε εμείς τη δουλειά τους, να τους νταντέψουμε. Όχι, έτσι το κάνουμε χειρότερο.

Πρέπει να τους δώσουμε τα εφόδια για να πάνε καλύτερα από εμάς. Να χτίσουν πάνω στην εμπειρία μας, σε όσα φτιάξαμε εμείς και σε όσα μάθαμε για να γίνουν ακόμα πιο καλοί. Δεν είναι θέμα ανταγωνισμού, δεν έχουμε να αποδείξουμε ποιος είναι καλύτερος. Επίσης, δεν έχει και κανένα νόημα η ζήλια, που πιστεύω ότι πολλοί από τους παλιότερους νιώθουν.

Σημασία έχει ο κόσμος μας να γίνεται καλύτερος, οι άνθρωποι να γίνονται καλύτεροι, η κοινωνία μας να γίνεται καλύτερη. Και πώς θα γίνουν όλα αυτά αν οι επόμενοι δεν έχουν «φτερά» να πετάξουν, σκαλοπάτια να ανέβουν; Και αυτά τα σκαλοπάτια πρέπει να είμαστε εμείς.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.