Ο μοιραίος Τσίπρας και το ουτοπικό ΠΑΣΟΚ
Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, σύμβουλος επιχειρήσεων – συγγραφέας
Δεν γνωρίζω αν ο Τσίπρας προτίθεται να αρκεστεί στο ρόλο του πρώην πρωθυπουργού. Πολύ αμφιβάλλω. Άλλωστε δεν πήραμε καμία σοβαρή απάντηση στο τι συνέβη κι η πρόθεση για αναβάπτιση στην εσωκομματική κολυμπήθρα, μετατράπηκε σε άτακτη αποχώρηση. Οι ψευδεπίγαφες ηθικολογίες δεν αρκούν για να πείσουν για τις πραγματικές προθέσεις του Τσίπρα.
Είτε όμως αρκεστεί στην πρόωρη αποστρατεία, είτε επανεμφανιστεί ως συγκολλητική ουσία μιας ευρύτερης προσπάθειας στον χώρο της Κεντροαριστεράς, θα παραμείνει μια μοιραία προσωπικότητα που αφού ολοκλήρωσε τον μνημονικό της κύκλο, παραδίδει μια βαθιά διχσμένη ευρύτερη παράταξη, με μηδαμινές πιθανότητες ανάληψης της εξουσίας, υπό αυτές τις συνθήκες.
Αυτή τη στιγμή ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ πλησιάζουν μετά βίας στο 30%. Ένα ακόμη 6% βρίσκεται αριστερότερα τους, ως απομεινάρι του θυμικού ακρωτηριασμού του 2015, λειτουργώντας με τα αντανακλαστικά και τις “βεβαιότητες” που διέθετε ο ΣΥΡΙΖΑ πριν γίνει κόμμα εξουσίας.
Πόσες ελπίδες έχει συνολικά η Κεντροαριστερά να αποκτήσει ξανά χαρακτηριστικά κυβερνησιμότητας σε αυτό το κομματικό πλαίσιο; Καμία. Ανεξάρτητα από την τυπική πρωτοκαθεδρία για τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε το ΠΑΣΟΚ διαθέτουν τη δυναμική για να αποτελέσουν πια μονοδιάστατο κυβερνητικό πόλο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, αν περιοριστεί σε μια τυπική αλλαγή ηγεσίας από τον χώρο των “προεδρικών”, θεωρώντας αρκετή εξήγηση για το ότι έμεινε εκλογικά ο μισός, τη αδυναμία της κοινωνίας να κατανοήσει τις προτάσεις του, τις επικοινωνιακές ανεπάρκειες και τον πρόσκαιρο φόβο από σφάλματα στελεχών του, τότε είναι καταδικασμένος να παραμείνει σε έναν διαρκή μικρομεγαλισμό χωρίς προοπτική. Σε αυτή την περίπτωση ο Τσίπρας θα είναι ο διπλά μοιραίος άνθρωπος του αυτοεγκλωβισμού της Κεντροαριστεράς στις μονομέρειες της.
Ο Τεμπονέρας επισήμανε κάτι που αρκετοί λέγαμε από το 2012. Ότι η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ δεν στηριζόταν σε στέρεες κοινωνικές βάσεις, γι’ αυτό ακόμη κι όταν κυβερνούσε παρέμενε μια συμπληρωματική δύναμη σε όλες τις άλλες συλλογικές εκφράσεις της κοινωνίας, από την τοπική αυτοδιοίκηση, έως το συνδικαλισμό και το φοιτητικό κίνημα. Η αδυναμία του να μετεξελιχθεί σε ένα κόμμα που εκφράζει πλήρως τα χαρακτηριστικά όσων το επιλέγουν πρόσκαιρα ως κυβερνητική λύση, έμελλε να τον οδηγήσει και στον αφανισμό.
Από την άλλη και το ΠΑΣΟΚ δείχνει να ζει σε μια απολύτως ουτοπική θεώρηση των γεγονότων, βιώνοντας τον δικό του μικρομεγσλισμό με δόσεις ξεχασμένου μεγαλείου. Απορρόφησε μόλις 4% από την εξαΰλωση του ΣΥΡΙΖΑ και ξεχνά ότι στην αντίστοιχη δική του φάση ταχείας απομείωσης, ο ΣΥΡΙΖΑ εκτινάχθηκε από το 4% στο 17% και σε έναν μήνα στο 27%!
Επιμένει να πιστεύει ότι ο ασύνδετος συνδυασμός ενός επίπλαστου Μακρονισμού, όταν ούτε τις οικονομικά φιλελεύθερες, ούτε τις εθνικά στιβαρές θέσεις του διαθέτουν, με μια νεκραναστημένη παπανδρεολογία κακέκυπτο των παθογενειών της χώρας, δεν δίνει διακριτό στίγμα. Όταν μάλιστα όλο αυτό συνδυάζεται με τη ανάγκη για υπεράσπιση της μνημονοακής πορείας και των στρεβλώσεων του πρώτου προγράμματος, τότε το εν δυνάμει κοινό τους περιορίζεται σε επίπεδα που καθιστούν την εξουσία όνειρο θερινής νυκτός.
Αντέχουν ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, έναν ουσιαστικό διάλογο ανασύστασης της Κεντροαριστεράς; Αντέχουν τη μοναδική λύση που είναι η επανεκκίνηση του χώρου από το μηδέν, ώστε να απευθύνεται στο αύριο δίχως να απολογείται για το χθες; Απ’ ότι φαίνεται ούτε καν διανοούνται αυτή τη διαδρομή κι ας η μοναδική που θα μπορούσε να τους βγάλει από το σκοτάδι. Έως τότε θα παραμένουν κι δύο καταδικασμένοι στις συνέπειες της αυτοτύφλωσής τους.