Ο Κατευνασμός ως Συνταγή… Αποτυχίας

Γράφει ο Ιωάννης Ζώης, Φοιτητής Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών

Η Ιστορία δεν γράφεται με «ίσως», ωστόσο, προσφέρει πολύτιμα διδάγματα και αποτελεί οδηγό του μέλλοντος…

«Έχουμε υποστεί μία ολοκληρωτική και αδυσώπητη ήττα». Τα λόγια αυτά χρησιμοποίησε ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, εν μέσω εντόνων αποδοκιμασιών, στο Βρετανικό Κοινοβούλιο για να περιγράψει το μόλις προ ολίγων ημερών συνομολογηθέν Σύμφωνο του Μονάχου, μεταξύ των Συμμάχων (Αγγλία-Γαλλία) και της Ναζιστικής Γερμανίας καθώς την Αγγλογερμανική Ναυτική Συμφωνία. Πρωθυπουργός της Βρετανίας, ο Νέβιλ Τσάμπερλαιν, υπέρμαχος της Ειρήνης με την Γερμανία και της λογικής του Κατευνασμού, αδυνατούσε (..ή δεν ήθελε…) να αντιληφθεί την επεκτατική-αναθεωρητική πολιτική του Χίτλερ, διακηρύσσοντας μάλιστα «ότι η ειρήνη αυτή είναι για την εποχή μας» (!) Μάταια όμως! Ένα χρόνο αργότερα η Ναζιστική Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία!

Ο Τσόρτσιλ είχε προειδοποιήσει ότι η Στρατηγική του Κατευνασμού δεν θα εδραιώσει την ειρήνη, αντιθέτως θα οξύνει τις επεκτατικές βλέψεις της Γερμανίας και, όπως αναφέρει στα Απομνημονεύματά του, ήταν υπέρμαχος της αναλήψεως δράσεων, όταν αντελήφθην ότι ο Χίτλερ, τεχνηέντως και με οξύνοια, με σειρά στοχευμένων ενεργειών, οδηγεί σε αναθεώρηση του status quo, που είχε προβλέψει η Συνθήκη των Βερσαλλιών. Ίσως η διεξαγωγή ενός πολέμου εναντίον της Γερμανίας όταν παραβιάζονταν οι όροι της Συνθήκης να είχε αποσοβήσει τον μεγάλο πόλεμο. Η Ιστορία δεν γράφεται με «ίσως», ωστόσο, προσφέρει πολύτιμα διδάγματα και αποτελεί οδηγό του μέλλοντος.

Στη χώρα μας, η Στρατηγική του κατευνασμού έχει αναδειχθεί από τα τέλη της δεκαετίας του ‘90 σε κύρια στρατηγική αντιμετωπίσεως της τουρκικής επιθετικότητος. Στο πλαίσιο αυτό εντασσόταν και η υιοθέτηση της Στρατηγικής του Ελσίνκι, το 1999, που αποσκοπούσε στην εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Μία από τις βασικές παραδοχές της αποτελούσε η μετατροπή των διμερών ελληνοτουρκικών ζητημάτων σε ευρωτουρκικά και η επίλυσή τους σε ευρωπαϊκό δημοκρατικό πλαίσιο διαλόγου, το οποίο θα οδηγούσε σε άμβλυνση της τουρκικής επιθετικότητος, διεκδικητικότητος και αδιαλλαξίας. Ο εκδημοκρατισμός και εξευρωπαϊσμός της Τουρκίας θα μετέβαλαν τη Στρατηγική της Κουλτούρα και θα ανεδείκνυαν σε πρωταρχικό της στόχο της είσοδό της στην ΕΕ, γεγονός που θα επιτυγχάνετο με την εξομάλυνση των σχέσεων με τους γείτονες και την εγκατάλειψη αναθεωρητικών πρακτικών. Σε ένα ποσοστό της, η Στρατηγική του Ελσίνκι έφερε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, με κυριώτερο την αποσύνδεση την εντάξεως της Κύπρου στην ΕΕ από την επίλυση του Κυπριακού.

Ωστόσο, πραγματοποιώντας μία ανασκόπηση της τελευταίας δεκαετίας, η Στρατηγική αυτή, έχει απωλέσει την δυναμική της, αν δεν έχει αποτύχει. Ο Κατευνασμός εξελήφθη από την γείτονα ως ένδειξη αδυναμίας, φοβικότητος και υποχωρητικότητος, ενώ η Τουρκία τείνει να εξελιχθεί σε μια αποσταθεροποιητική, αναθεωρητική, ισλαμική δύναμη με τάσεις αναβιώσεως του Οθωμανικού της παρελθόντος και αμφισβητήσεως του status quo. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν έχουν εξομαλυνθεί, η τουρκική επιθετικότητα έχει οξυνθεί, η διεκδικητικότητα σε όλο το εύρος έχει εκτραχυνθεί, από την ευθεία αμφισβήτηση- για πρώτη φορά- εντός ελληνικού εδάφους, της Συνθήκης της Λοζάνης έως την θέση περί «κατεχομένων τουρκικών νησιών» από την Ελλάδα. Πλέον η μορφή των τουρκικών προκλήσεων στο Αιγαίο δεν περιορίζεται στην παραβίαση των χωρικών μας υδάτων και του εναερίου χώρου, αλλά στην εκδήλωση εμπράκτων επιθετικών ενεργειών σε σκάφος του ΛΣ, ενώ στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η παρεμπόδιση του ιταλικού γεωτρύπανου στην Κυπριακή ΑΟΖ.

Στην τουρκική επιθετικότητα η στερεότυπη απάντηση της χώρας μας είναι η προβολή του δόγματος της «Στρατηγικής Ψυχραιμίας» (!), καθώς σχεδόν πάντοτε «η τουρκική επιθετικότητα οφείλεται στα εσωτερικά προβλήματα της Τουρκίας και στην προσπάθεια του Ερντογάν να ισχυροποιηθεί». Αυτή η μυωπική ανάγνωση της πραγματικότητος τείνει να λάβει τα χαρακτηριστικά εμμονής. Ουσιαστικά, πρόκειται για εμφανή αδυναμία προσαρμογής στο διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές και περιφερειακό περιβάλλον αλλά και σχεδιασμού μίας Νέας Εθνικής Στρατηγικής βασισμένης στην παραγωγή και προβολή ισχύος. Αυτή η εθνική εμμονή είναι που κατατρέχει την ελληνική εξωτερική πολιτική.

Η Ελλάδα πρέπει να συμβάλλει στην διαμόρφωση της νέας περιφερειακής τάξεως που αναδύεται στην περιοχή και έχει ως επίκεντρο τους ενεργειακούς πόρους. Από κοινού, η Ελλάδα και η Κύπρος, ως οι δύο κρατικές υποστάσεις του Ελληνισμού, θα πρέπει να αναπτύξουν Κοινή Στρατηγική για την Εθνική τους Ασφάλεια, με κοινές διπλωματικές και στρατιωτικές δράσεις και με σταδιακή αναβάθμιση των αμυντικών τους συστημάτων. Θα πρέπει κοινός στόχος Ελλάδος και Κύπρου να είναι η εμβάθυνση των ανά μεταξύ τους τριμερών σχημάτων εξισορροπήσεως, με Αίγυπτο και κυρίως με Ισραήλ, και μετασχηματισμό τους σε Τριμερείς Αμυντικές, Στρατιωτικές και Ενεργειακές Συμμαχίες στρατηγικού χαρακτήρα. Το ίδιο πρέπει να πράξουμε και στον Βαλκανικό χώρο. Εξάλλου τα δύο αυτά υποσυστήματα αποτελούν ζωτικό χώρο των εθνικών μας συμφερόντων και οφείλουμε να έχουμε την πρωτοκαθεδρία των κινήσεων.

Εν τέλει η διαμόρφωση νέας Στρατηγικής Κουλτούρας είναι απαραίτητη για την ελληνική πολιτική, δίχως δογματισμούς, εμμονές, φοβικότητα και λογικές κατευνασμού. Η χώρα μας έχει δυνατότητες. Φθάνει να τις εκμεταλλευτεί…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.