Ο Καραμανλικός ρεαλισμός απέναντι στον ψυχρό και καταστροφικό Μητσοτακισμό
Γράφει ο Γιάννης Κίτσος, οικονομολόγος – σύμβουλος χρηματοοικονομικού και στρατηγικού σχεδιασμού
Η Νέα Δημοκρατία δεν μπορεί να γίνει παράταξη ψυχρών αριθμών, αποκομμένη από την κοινωνία στο όνομα μιας στείρας «κρατιστικής καθαρότητας». Το να μιλά κανείς για κοινωνική πολιτική «μόνο αν παράγεται πλούτος» είναι θεωρητικά ορθό, αλλά πολιτικά ανεπαρκές, ιδίως σε μια χώρα που δεν έχει ακόμη θεραπεύσει τις πληγές της κρίσης. Ο λαός δεν τρέφεται με «δείκτες» και «πλεονάσματα». Τρέφεται με δουλειές, αξιοπρέπεια και την αίσθηση ότι το κράτος δεν τον εγκαταλείπει.
Η κοινωνική πολιτική δεν είναι συνταγή του ΠΑΣΟΚ. Είναι υποχρέωση κάθε σοβαρής φιλελεύθερης δημοκρατίας. Και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το ήξερε αυτό. Δεν οικοδόμησε το κοινωνικό κράτος της μεταπολίτευσης ως μηχανισμό πελατειακών σχέσεων, αλλά ως προϋπόθεση εθνικής συνοχής και μοχλό κοινωνικής σταθερότητας. Πίστευε ότι η ανάπτυξη μιας χώρας μικρής, περιφερειακής και με περιορισμένους φυσικούς πόρους, όπως η Ελλάδα, δεν μπορεί να στηριχθεί αποκλειστικά στην αόρατη χείρα της αγοράς.
Γιατί άλλο είναι να είσαι Ηνωμένες Πολιτείες ή Μεγάλη Βρετανία, με τεράστιες εσωτερικές αγορές, ώριμες θεσμικές δομές και παγιωμένη επιχειρηματική κουλτούρα, και άλλο να είσαι Ελλάδα: μια οικονομία δέκα εκατομμυρίων ανθρώπων, εξαρτημένη από εισαγωγές, τουρισμό και εξωτερικές αγορές. Σε τέτοιες χώρες, το κράτος δεν είναι εμπόδιο. Είναι καταλύτης. Είναι ο μηχανισμός που μπορεί να διορθώσει τις ανισορροπίες της αγοράς, να στηρίξει τις περιφέρειες, να κρατήσει όρθιες τις δομές κοινωνικής συνοχής.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το γνώριζε αυτό. Κράτος και ανάπτυξη ήταν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Γι’ αυτό κρατικοποίησε κρίσιμους τομείς, όπως ΟΣΕ, ΔΕΗ, ΟΤΕ, Εμπορική Τράπεζα, Ολυμπιακή, ΠΥΡΚΑΛ, ΛΑΡΚΟ, όχι για ιδεολογικούς λόγους, αλλά για να θεμελιώσει την εθνική ανεξαρτησία και την κοινωνική συνοχή.
Η πολιτική του δεν ήταν «σοσιαλισμός», ήταν ρεαλισμός. Η πρώτη οκταετία κρατικοποιήσεων Καραμανλή (1955–63) χαρακτηρίστηκε, σύμφωνα με τη διατύπωση του Παναγή Παπαληγούρα, ως η εποχή του «ρεαλιστικού φιλελευθερισμού». Η δεύτερη επταετία κρατικοποιήσεων (1974–81) ορίστηκε, σύμφωνα με το συνέδριο της Χαλκιδικής, ως η περίοδος του «ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού».
Ήταν η συνειδητοποίηση ότι σε μικρές χώρες, ο πλήρης φιλελευθερισμός δεν είναι λύση, αλλά παγίδα απορρύθμισης. Η Ιρλανδία είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Συχνά προβλήθηκε ως «τίγρης» της ελεύθερης αγοράς, όμως πριν φτάσει εκεί, πέρασε από βαθιές κρατικές παρεμβάσεις που σχεδόν διπλασίασαν το ΑΕΠ της μέσα σε δύο δεκαετίες. Χωρίς κρατικό σχεδιασμό, η Ιρλανδία θα είχε μείνει ένα μικρό αγροτικό νησί, όχι ευρωπαϊκό κέντρο καινοτομίας.
Αν, λοιπόν, η σημερινή Νέα Δημοκρατία θεωρεί πως κάθε κοινωνικό μέτρο είναι «κρατισμός», τότε χάνει την ψυχή της. Ξεχνά πως ο ιδρυτής της αντιλαμβανόταν το κράτος όχι ως βάρος, αλλά ως θεσμικό ανάχωμα απέναντι στην ανισότητα και την εγκατάλειψη.
Τα ΕΛΤΑ μπορεί να είναι ζημιογόνα, αλλά σε πολλές περιοχές της χώρας αποτελούν το μόνο πρόσωπο του κράτους. Όταν κλείνει ένα κατάστημα σε ένα απομακρυσμένο χωριό, δεν κλείνει μια «ζημιογόνα επιχείρηση». Κλείνει μια γραμμή επικοινωνίας του πολίτη με την Πολιτεία. Και εκεί ακριβώς δοκιμάζεται η πολιτική ευαισθησία μιας παράταξης που ισχυρίζεται ότι υπερασπίζεται τους «ξεχασμένους της Ελλάδας».
Η κοινωνική ευθύνη δεν είναι προνόμιο της Αριστεράς. Είναι ηθικό χρέος της Δεξιάς. Η Νέα Δημοκρατία, αν θέλει να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας, πρέπει να ξαναβρεί το μέτρο του καραμανλικού ρεαλισμού. Να συνδυάζει την ανάπτυξη με τη δικαιοσύνη, την ελευθερία με την αλληλεγγύη, τον ανταγωνισμό με τη φροντίδα για τους αδύναμους.
Διαφορετικά, θα πάψει να είναι παράταξη και θα καταντήσει εταιρεία διαχείρισης ισολογισμών σε μια χώρα που, λόγω μεγέθους, δεν αντέχει να κυβερνιέται με τα manual της Wall Street ή του City του Λονδίνου.

