«Ω δημοκρατία, ποι προβιβάς ημάς πότε;»: Μισός αιώνας Γ’ Ελληνική Δημοκρατία

Γράφει ο Μάρκος Ν. Ρεντζούλας, Πολιτικός-Διοικητικός Επιστήμονας

Πρόλογος 

   Το 1974 αποτελεί μία άκρως συμβολική χρονιά για εμάς, τους Έλληνες, και τη νεότερη ιστορία μας. Πριν ακριβώς από 50 χρόνια, το τυραννικό, δικτατορικό καθεστώς της Χούντας κατέρρευσε έπειτα από την εθνική τραγωδία της Κύπρου που το ίδιο προκάλεσε, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα το κρίσιμο και επικίνδυνο πολιτικό κενό που είχε δημιουργηθεί. Αμέσως μετά  ο Κωσταντίνος Καραμανλής κατέφτασε στην Ελλάδα με σκοπό να αποκαταστήσει τη Δημοκρατία και τους πολιτικούς θεσμούς της Χώρας. Η Μεταπολίτευση, το πέρασμα προς τη Δημοκρατία, είχε ξεκινήσει και η Ελλάδα άνοιγε ένα νέο κεφάλαιο στη σύγχρονη ιστορία της, την Γ’ Ελληνική Δημοκρατία. Προκειμένου να συνειδητοποιήσουμε ως Έλληνες τη σημασία αυτής της επετείου, ας ανακαλέσουμε στη μνήμη μας τον θεό των Ρωμαίων, τον Ιανό. Ο Ιανός, ο θεός όλων των ενάρξεων και των μεταβάσεων, απεικονιζόταν συνήθως με δύο πρόσωπα: το ένα που κοιτούσε προς τα εμπρός και το άλλο προς τα πίσω. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ως Έλληνες, είναι χρήσιμο να κοιτάμε το παρελθόν και να διδασκόμαστε από αυτό. Κυρίως, όμως, οφείλουμε να κοιτάμε το μέλλον για να αποφασίζουμε προς τα που πρέπει να πάμε. Ας χρησιμοποιήσουμε λοιπόν το παρελθόν σαν οδηγό μας για να μην επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος και να μπορούμε να ατενίζουμε το μέλλον μας με περισσότερη αισιοδοξία. 

 

Ι. Μεταπολίτευση: τα γεγονότα μεταξύ του Ιουλίου 1974 και του Ιουνίου 1975

 

   Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ας θυμηθούμε τα γεγονότα που έλαβαν χώρα τη Μεταπολίτευση, μεταξύ, δηλαδή, του Ιουλίου 1974 και του Ιονίου 1975. Από τις 21 Απριλίου 1967 έως το 1974, η Χώρα βρίσκεται υπό τη δικτατορία των Συνταγματαρχών, η οποία καταπατά κατά βάναυσο και απεχθή τρόπο τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ελευθερίες των Ελλήνων. Στις 15 Ιουλίου 1974, ο δικτάτορας Δημήτριος Ιωαννίδης διενεργεί πραξικόπημα στην Κύπρο εναντίον του νόμιμου προέδρου της, Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 20 Ιουλίου, η Τουρκία το χρησιμοποεί ως πρόσχημα και ως μία εκ των τριών εγγυητριών δυνάμεων εισβάλει στη Μεγαλόνησο. Η παταγώδης αποτυχία στην Κύπρο και η δεινή διπλωματική θέση στην οποία έχει περιέλθει η Χώρα, οδηγούν γρήγορα στην κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος. 

   Κατόπιν αυτών, το πρωί της 23ης Ιουλίου η στρατιωτική ηγεσία υπό τον Γρήγορη Μπονάνο αποφάσισε να παραδώσει την ηγεσία στους πολιτικούς. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, ο στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης, ο τελευταίος πρόεδρος της Χούντας, συγκάλεσε σύσκεψη με ορισμένους πολιτικούς αρχηγούς και έπειτα από διαβουλεύσεις και ενέργειες εκ μέρους του Ευάγγελου Αβέρωφ, αποφασίστηκε να κληθεί άμεσα ο Κωσταντίνος Καραμανλής για να αναλάβει τη διακυβέρνηση της Χώρας. Ο Καραμανλής επέστρεψε στην Ελλάδα με το αεροπλάνο του Προέδρου της Γαλλίας Βαλερύ Ζισκάρ ντ´ Εσταίν και προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού στις 02:00 τα ξημερώματα της 24ής Ιουλίου, μέσα σε κλίμα ξέφρενου ενθουσιασμού. Τις πρώτες πρωινές ώρες, στις 04:15, ορκίστηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και παρουσία του Γκιζίκη, Πρωθυπουργός της Ελλάδας, συγκροτώντας αργότερα Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, χωρίς, ωστόσο, να συμπεριλαμβάνει την Αριστερά. Το τυραννικό καθεστώς που έτρωγε σαν το σαράκι τον ελληνικό λαό για 7 συναπτά έτη είχε και επίσημα λήξει. 

   Η νέα κυβέρνηση είχε ένα κυκλώπειο έργο να φέρει εις πέρας. Προτεραιότητές της ήταν η εδραίωση των δημοκρατικών θεσμών και η αποτροπή μιας ελληνοτουρκικής σύρραξης. Ευθύς αποφασίστηκε η κατάργηση του στρατοπέδου της Γυάρου και η απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων, ενώ δόθηκε αμνηστία για όλα τα πολιτικά αδικήματα και επιστράφηκε πίσω η ελληνική ιθαγένεια σε όσους είχε αφαιρεθεί. Την 1η Αυγούστου εκδόθηκε συντακτική πράξη «περί αποκαταστάσεως της δημοκρατικής νομιμότητας», με την οποία προσωρινά επανήλθε σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952, πλην των διατάξεων που αφορούσαν το πολιτειακό. Παράλληλα, προχώρησε η αποχουντοποίηση των Ενόπλων Δυνάμεων και η υποταγή τους υπό τη διοίκηση της κυβέρνησης. Οι πραξικοπηματίες οδηγήθηκαν σε δίκη, ενώ οι πρωταίτιοι του πραξικοπήματος (Παπαδόπουλος, Παττακός και Μακαρέζος) καταδικάστηκαν σε θάνατο, που εντούτοις μετριάστηκε με απόφαση του Καραμανλή σε ισόβια, ώστε η νέα αυτή αρχή να ξεκινήσει αναίμακτα και να μη φέρει «μάρτυρες» του παρελθόντος. Στις εξωτερικές υποθέσεις, οι σχέσεις με την Τουρκία βρίσκονταν σε κρίσιμη καμπή. Η αδιαλλαξία της τελευταίας για το Κυπριακό και ο Αττίλας ΙΙ, οδήγησαν την Ελλάδα στο να αποχωρήσει στις 14 Αυγούστου από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, διαμαρτυρόμενη για τη στάση-παθητικότητα της Δύσης. 

   Η πολιτική ζωή της Χώρας είχε εξομαλυνθεί σε ικανοποιητικό βαθμό. Εντούτοις, οι περιστάσεις επέβαλλαν προσφυγή σε κάλπες. Στις 19 Σεπτεμβρίου εγκρίθηκε ο εκλογικός νόμος της ενισχυμένης αναλογικής και στις 23 δημοσιεύτηκε νομοθετικό διάταγμα για την επαναλειτουργία των κομμάτων, μεταξύ των οποίων και του ΚΚΕ, καταργώντας τον Α.Ν. 509/1947. Παράλληλα, άρχισαν να ιδρύονται και να επαναλειτουργούν πολιτικά κόμματα, η Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, η Ένωσις Κέντρου-Νέες Δυνάμεις υπό τον Γεώργιο Μαύρο και ο συνασπισμός της Ενωμένης Αριστεράς. Στις 9 Οκτωβρίου σχηματίστηκε υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό τον Καραμανλή για να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές, οι οποίες ορίστηκαν για τις 17 Νοεμβρίου, στην πρώτη επέτειο από την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Οι εκλογές  ανέδειξαν θριαμβευτή τον Κωνσταντίνο Καραμανλή με 54% και 220 έδρες, τη μεγαλύτερη κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας. 

   Ευθύς αμέσως μετά τον διορισμό της κυβέρνησης, προκηρύχθηκε δημοψήφισμα για την επίλυση  του πολιτειακού ζητήματος στις 8 Δεκεμβρίου 1974. Ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση κράτησε ουδέτερη στάση και όλη η προεκλογική περίοδος του δημοψηφίσματος υπήρξε ήρεμη και ομαλή. Με ποσοστό 69,18% ο ελληνικός λαός ψήφισε υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας. Η μοναρχία, εξωκοινοβουλευτικό κέντρο ισχύος και παράγοντας αποσταθεροποίησης της πολιτικής ζωής καταργήθηκε οριστικά από την Ελλάδα. Στις 17 Δεκεμβρίου, ο πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικράτειας και βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, Μιχάηλ Στασινόπουλος, εξελέγη από τη Βουλή προσωρινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας. 

   Στις αρχές Ιανουαρίου 1975, κατατέθηκε στη Βουλή από την κυβέρνηση το σχέδιο Συντάγματος και πρόεδρος της συντακτικής επιτροπής ανέλαβε ο καθηγητής φιλοσοφίας του δικαίου, Κωνσταντίνος Τσάτσος. Και όμως, σε μια τέτοια κρίσιμη συγκυρία, η ψήφιση του νέου καταστατικού χάρτη της Χώρας αποτέλεσε πεδίο έντονων αντιπαραθέσεων μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Σύσσωμα τα κόμματα της αντιπολίτευσης διαφωνούσαν με τις «υπερεξουσίες» του Προέδρου της Δημοκρατίας και στο τελικό στάδιο αποχώρησαν από τη Βουλή, με αποτέλεσμα το Σύνταγμα του 1975 να ψηφιστεί στις 7 Ιουνίου μόνο από τη Νέα Δημοκρατία, η οποία βέβαια κατείχε τη συντριπτική πλειοψηφία των εδρών στην πρώτη μεταδικτατορική Βουλή. Εντούτοις, το Σύνταγμα του 1975 εξέφραζε, και εξακολουθεί να εκφράζει, τις σύγχρονες φιλελεύθερες και δημοκρατικές αξίες, και κατοχύρωσε, κατά τρόπο υποδειγματικό, το δημοκρατικό πολίτευμα, το κράτος δικαίου και τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Λίγες μέρες αργότερα, στις 20 Ιουνίου 1975, ορκίστηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, κλείνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον κύκλο του εκδημοκρατισμού της Χώρας. 

 

ΙΙ. Οι διδαχές της πεντηκονταετούς πορείας της Δημοκρατίας μας

 

Α. Τα Επιτεύγματα. Στις πέντε αυτές δεκατίες της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας σημειώθηκαν επιτεύγματα πολλά και σημαντικά. Ωστόσο, ορισμένα από αυτά ξεπροβάλουν με μεγαλύτερη ορμή και ακτινοβολία. 

1) Πρώτο και κυριότερο επίτευγμα αποτελεί η ίδια η Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία και οι θεσμοί της. Η περίοδος αυτή των πέντε δεκαετιών αποτελεί τη μακροβιότερη, ειρηνικότερη και δημοκρατικότερη περίοδο της πολιτικής ζωής που γνώρισε ο Τόπος μας στη νεότερη ιστορία του. Τα παραδοσιακά, εξωθεσμικά κέντρα ισχύος, το Στέμμα και ο στρατός,  παραμερίστηκαν οριστικά και το δημοκρατικό πλαίσιο που διαμορφώθηκε λειτούργησε χωρίς εξωκοινοβουλευτικές παρεμβάσεις και αποκλεισμούς. Στα 50 αυτά έτη, η Χώρα γνώρισε 8 Προέδρους της Δημοκρατίας, 26 κυβερνήσεις, εκ των οποίων οι 4 υπηρεσιακές με αποστολή τη διεξαγωγή εκλογών, και 17 Πρωθυπουργούς. Για πρώτη φορά στην ιστορία της Ελλάδας, ο μέσος όρος ζωής μιας κυβέρνησης ξεπέρασε τα δύο έτη, ενώ οι μεταβάσεις μεταξύ των κυβερνήσεων υπήρξαν, grosso modo, υποδειγματικές και ομαλές. 

2) Δεύτερον, το μετεμφυλιακό καθεστώς του αντικομμουνισμού και των διώξεων ανετράπη. Το κλίμα πόλωσης που είχε δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, δημιουργώντας ένα είδος σχίσματος μεταξύ νικητών και νικημένων άρθηκε, καθώς η δικτατορία ένωσε την πλειοψηφία της κοινωνίας εναντίον της. Το αυτό, φάνηκε καθαρά με την ομαλή άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981, καθώς πρώτη φορά από τον Εμφύλιο μια προοδευτική  παράταξη αναλάμβανε την διακυβέρνηση της Χώρας. Εξίσου σημαντική, όμως, υπήρξε και η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, ως τιμή στον αγώνα που έδωσαν οι Έλληνες κατά του φασισμού αλλά και ως παράγοντας κατευνασμού κοινωνικών συγκρούσεων και διακρίσεων. 

3) Κατά τρίτο λόγο, ιδιαιτέρως σημαντικό επίτευγμα αποτελεί ο Θεμελιώδης Νόμος της Χώρας, όπως ισχύει σήμερα αναθεωρημένος (1986: κατάργηση προεδρικών «υπερεξουσιών», 2001, 2008 και 2019). Η μακροβιότητα του Συντάγματος αλλά και οι ουσιαστικές του προβλέψεις, ιδίως η κατοχύρωση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, το καθιστούν αναμφίβολα εγγυητή της δημοκρατικής ζωής του Τόπου μας. Ταυτόχρονα, διευκόλυνε σημαντικά την ομαλή εναλλαγή των κομμάτων στην κυβέρνηση και επέτρεψε την ευρωπαϊκή προοπτική της Ελλάδας, ενώ αντεπεξήλθε χωρίς ιδιαίτερους τραυματισμούς στις κρίσεις που ακολούθησαν, και ιδιαιτέρως από την εποχή των μνημονίων και επέκεινα.

4) Στην απαρίθμηση των μεγάλων επιτευγμάτων οφείλουμε να προσθέσουμε και την ένταξη της Ελλάδας στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση. Η εισχώρηση της Χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Οικογένεια και μάλιστα στο σκληρό πυρήνα της, την Ευρωζώνη, συνέβαλε καταλυτικά στη βελτίωση της οικονομίας αλλά και στην ενίσχυση της εξωτερικής παρουσίας της Ελλάδος. 

5) Τέλος, ας μη λησμονούμε και τα επιτεύγματα των Ελλήνων στις Επιστήμες και στις Τέχνες. Παρά τα διαρκή προβλήματα στο πεδίο της εκπαίδευσης, οι Έλληνες έχουν διαπρέψει τόσο στη Χώρα μας όσο και στο εξωτερικό. 

 

Β. Τα λάθη. Προς τα λάθη μας -αρκετά δυστυχώς- στη διάρκεια αυτού του μισού αιώνος της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, οφείλουμε να τα αναλογιστούμε διδακτικά, προκειμένου να μην τα επαναλάβουμε στο μέλλον. 

1) Το μείζον λάθος-έλλειψη που δεν έχει καταφέρει ακόμη να διορθώσει το πολιτικό μας σύστημα αποτελεί η αναδιοργάνωση της Δημόσιας Διοίκησης, του «μεγάλου ασθενούς», όπως γλαφυρά την έχει περιγράψει ο Α. Μακρυδημήτρης. Παρότι η Ελλάδα κατάφερε να αποκτήσει μια ομαλή δημοκρατική ζωή, το Κράτος παρέμεινε αναποτελεσματικό και οι συνεχείς μεταρρυθμίσεις της Δημόσιας Διοίκησης, ατελείς και αποσπασματικές, δεν κατάφεραν να αλλάξουν τη γενική εικόνα. 

2) Δεύτερον, μέγιστο λάθος αποτελεί, στην κοινοβουλευτική μας δημοκρατία, η απουσία αποτελεσματικών θεσμικών αντιβάρων (checks and balances). Έλλειψη που αναδεικνύεται ακόμα μεγαλύτερη από τον πρωθυπουργοκεντρικό χαρακτήρα της εκτελεστικής εξουσίας και τον πλειοψηφικό της νομοθετικής. Τα θεσμικά αντίβαρα της εξουσίας είναι επιφορτισμένα με τον ουσιαστικό και αποτελεσματικό έλεγχο των κρατικών οργάνων. Εντούτοις, η αναθεώρηση του Συντάγματος του 1986 που κατήργησε τις «υπερεξουσίες» του Προέδρου της Δημοκρατίας -ορισμένες εκ των οποίων ορθώς- στέρησε από την πολιτική εξουσία ένα θεσμικό αντίβαρο, ενώ παράλληλα, ορισμένα προβλήματα στη λειτουργία τους παρουσιάζουν, δυστυχώς, η Δικαιοσύνη και οι Ανεξάρτητες Αρχές. 

3) Επιπλέον, μεγάλη αποτυχία αποτελεί, παρά τη σταθερότητα και τη σχετική  συναίνεση που επικρατεί στην εξωτερική πολιτική της Χώρας, η επίλυση του Κυπριακού Ζητήματος. Όσο η Κυπριακή Δημοκρατία παραμένει ημικατεχώμενο κράτος και η αδιαλλαξία της Τουρκίας συνεχίζεται, ο Ελληνισμός παραμένει βαριά λαβωμένος.

4) Τέταρτον, μεγάλο λάθος υπήρξε η λήψη πολιτικών αποφάσεων από την εκάστοτε ηγεσία υπό την επήρεια του λαϊκισμού και με βάση το «πολιτικό κόστος». Τέτοιες αδυναμίες, συνδυαστικά με την έλλειψη ικανής ηγεσίας που παρατηρείται, οδηγούν, κατά μαθηματική ακρίβεια, στη λήψη ζημιογόνων για το δημόσιο συμφέρον πολιτικών αποφάσεων, ιδιαιτέρως στους τομείς της οικονομίας και της εξωτερικής μας πολιτικής. Η εμπειρία άλλωστε της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων επιβεβαίωσε το αυτό. 

5) Τέλος, ως συνειδητοποιημένοι πολίτες, ας αναστοχαστούμε τα χαρακτηριστικά εκείνα του Λαού μας που μας έχουν σταθεί τροχοπέδη. Και πρώτο και κυριότερο εκείνο του φθόνου, που διαίρεσε πολλάκις τον Λαό μας και μας οδήγησε σε σκοτεινά μονοπάτια. 

 

Επίλογος 

 

   Τα ως άνω γεγονότα που σημάδεψαν τη Μεταπολίτευση, το πέρασμα από τη δικτατορία στη δημοκρατία, αλλά και όλη η πορεία που ακολούθησε η πεντηκονταετής Δημοκρατία μας, μας διδάσκουν και μας επιτρέπουν να συναγάγουμε καθοριστικά συμπεράσματα για το παρελθόν μας. Συμπεράσματα, χωρίς τα οποία κάθε σχεδιασμός του μέλλοντος κρίνεται μετέωρος. Φυσικά, ο απολογισμός αυτός δεν μπορεί παρά να είναι αναγκαστικά συνοπτικός. Εντούτοις, διδάγματα εξάγονται πολλά. Ας διδαχθούμε, όμως, και από τη φράση του Ηράκλειτου: «Μάχεσθαι χρη τον δήμον υπέρ του νόμου ώσπερ τείχους». Ως Έλληνες πολίτες οφείλουμε να μαχόμαστε για τον Νόμο και τη Δημοκρατία, όπως ακριβώς υπερασπιζόμαστε και τα «τείχη» της Πατρίδας μας. Ας γίνει κατανοητό τούτο: το έθραυστο αγαθό της Δημοκρατίας αλλά και η ευημερία της Χώρας επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, όπως κατοχυρώνεται και στην ακροτελεύτια διάταξη του Συντάγματος. Αγώνας διαρκής και επιτακτικός, ιδιαίτερα στους δύσκολους καιρούς όπως οι σημερινοί. Άραγε, όπως είχε διερωτηθεί και ο Αριστοφάνης στις Όρνιθες: «Ω δημοκρατία, ποι προβιβάς ημάς πότε;».  

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.