Μόνοι στη Λωζάννη
Γράφει ο Γιάννης Χαραλαμπίδης, Φιλόλογος – Ιστορικός
Παίζει περίεργα παιχνίδια η Ιστορία. Όταν έγινε γνωστή η Συνθήκη της Λωζάννης, στην Ελλάδα άλλοι τη θεώρησαν ένα αναγκαίο κακό κι άλλοι μια οιονεί δεύτερη εθνική καταστροφή, μετά την προηγηθείσα Μικρασιατική Καταστροφή. Ήταν ο ενταφιασμός μιας εθνικής ιδεολογίας ενός περίπου αιώνα, των πόθων του εντός και εκτός Ελλάδος ελληνικού πληθυσμού και μια επισφράγιση της ήττας των ελληνικών όπλων στη Μικρασία. Αυτός ο συμβιβασμός, μάλιστα, ήταν η αφορμή να οδηγηθούν στον ριζοσπαστισμό και την αυτονόμηση κάποιοι ισχυροί στρατιωτικοί παράγοντες του βενιζελισμού, με προεξάρχοντα τον Στρατηγό Θεόδωρο Πάγκαλο, που σύντομα θα διεκήρυττε ευθαρσώς ότι οι στρατιωτικοί είναι οι μόνοι κατάλληλοι να διευθύνουν τις τύχες του έθνους. Αντίθετα, η ίδια συνθήκη έγινε δεκτή με ευμένεια και ευχαρίστηση στην Τουρκία, ήταν η ληξιαρχική πράξη γέννησης μιας νέας πατρίδας, ενός νέου κράτους που εξήλθε νικηφόρο στον υπαρξιακό του αγώνα.
Σήμερα, σχεδόν ένα αιώνα μετά, η Τουρκία εμφανίζεται ως κινητήρας αναθεώρησης αυτής της συνθήκης και η Ελλάδα ως η πέδη ανάσχεσης του αναθεωρητισμού. Πού οφείλεται αυτό; Γιατί παθαίνουμε θεσμικό παροξυσμό και μόνο στην αναφορά για ανάγκη αναθεώρησης, σε βαθμό να φτάσει ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας να σκιαμαχεί on camera απαντώντας όχι σε όσα του είπε ο συνομιλητής και ομόλογός του Τούρκος, αλλά σε όσα είχε ευφυώς ήδη αναφέρει σε συνέντευξή του το προηγούμενο βράδυ; Πρόκειται για υποσυνείδητη αντίδραση της συλλογικής θεσμικής μας προσωπικότητας, για ένα μηχανισμό άμυνας. Αισθανόμενοι μια απειλή, την οποία ανομολόγητα θεωρούμε ότι δεν δυνάμεθα να αντιμετωπίσουμε, οχυρωνόμαστε πίσω από ό,τι θεωρούμε ως κεκτημένο. Ξεχνάμε, όμως, ότι όταν το κενό ανάμεσα στην πραγματική ισχύ και την ονομαστική θέση σου γίνει υπερβολικά δυσανάλογο, καμία πολιτική σύμβαση δεν μπορεί να σε καλύπτει για πάντα.
Η Συνθήκη της Λωζάννης είναι μια πολυμερής κι όχι διμερής νομική σύμβαση, είναι η τελευταία από τις καταληκτήριες συνθήκες του Α΄ ΠΠ. Τα νομικά επιχειρήματα της ισχύος και της δυσχέρειας αναθεώρησης που την διακρίνουν έχουν κατατεθεί στη δημόσια συζήτηση από πολλούς επαρκέστατους νομικούς και ειδικούς στις διεθνείς σχέσεις. Δεν είναι αυτά που μας απασχολούν εδώ. Μας απασχολεί η τάση υπεραντίδρασης που μας διακρίνει εθνικά, απέναντι σε ερεθίσματα που εκλαμβάνουμε ως απειλητικά. Η νεο-οθωμανική ηγεσία της Τουρκίας έχει τη σκέψη της στραμμένη κυρίως στην Ανατολή, όποιος ελάχιστα έχει αντίληψη των πραγμάτων το ξέρει. Αυτό δεν σημαίνει ότι εμείς ως έθνος, πολιτεία, ηγεσία, πολίτες πρέπει να εφησυχάζουμε και να αδρανούμε, κάθε άλλο. Αλλά θα έπρεπε σίγουρα να έχουμε κατά νου ότι, όταν ο Ερντογάν επανειλημμένα επαναφέρει στον δημόσιο λόγο του την κριτική ανασκευή των αποτελεσμάτων της Λωζάννης, στοχεύει κυρίως σε δύο μέτωπα που αμφότερα δεν σχετίζονται με εμάς.
Αφενός στο εσωτερικό μέτωπο, όπου τονίζει ότι η δική του διακυβέρνηση δεν συνεχίζει την πολιτική παράδοση της κεμαλικής δυτικόστροφης και νομιμόφρονος Τουρκίας. Αφετέρου στο εξωτερικό, όπου απευθύνεται στα κέντρα παγκόσμιας ισχύος της Δύσης που συνέθεσαν το πλαίσιο του μετα-οθωμανικού κόσμου και εξέβαλαν τους Τούρκους από περιοχές που ήταν στην άμεση κυριαρχία των από τον 16ο αιώνα (μιλώντας μόνο για τους Οθωμανούς). Η περιοχή από το Ιράν ως τις ακτές της Συρίας είναι εδώ και χρόνια ένα χαοτικό πεδίο σύγκρουσης omnium contra omnes, στο οποίο η σημερινή Τουρκία διψά να καταλάβει μια δεσπόζουσα θέση. Είναι η αυλή της, ένα σπουδαίο κομμάτι του αυτοκρατορικού παρελθόντος της -παρελθόντος μόλις εκατό χρόνων. Εκεί στρέφεται ο πανίσχυρος Τούρκος πρόεδρος, όταν επανέρχεται ξανά και ξανά στην αναθεωρητική του αντίληψη για τα παγιωθέντα το 1923.
Άσχετα, όμως, από το τι λέει και τι εννοεί ο Ρετζέπ Ταΐπ Ερντογάν, εμείς πρέπει να ασχολούμαστε με το τι θέλουμε εμείς και πώς θα είμαστε σε θέση να το επιβάλλουμε -ναι, έτσι γίνεται στις διεθνείς σχέσεις, τα συμβατικά κείμενα συντίθενται και τηρούνται στο μέτρο της ισχύος και της βούλησης των συμβαλλομένων μερών. Αν εμείς ήμασταν βέβαιοι για τις δυνατότητές μας, θα αντιμετωπίζαμε τις όποιες σχετικές αναφορές με μειδίαμα. Η Ελλάδα έχει κατά βάση σεβαστεί απόλυτα τα συμφωνηθέντα στη Λωζάννη. Προστάτεψε την αυτοτέλεια της μειονότητας -χωρίς να σημαίνει ότι δεν την καταπίεσε αφελώς για μεγάλο διάστημα, αλλά χωρίς καμμία υπαρξιακή απειλή, ούτε καν με αφομοιωτική πρακτική. Η μόνη παρασπονδία της Ελλάδος είναι ο στρατιωτικός εξοπλισμός των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου, που, όμως, πολύ εύλογα μπορεί να υποστηριχθεί από την μετά το 1974 διαμορφωθείσα διμερή κατάσταση με την επιθετικότητα της Τουρκίας. Άρα, στα σοβαρά, η ελληνική πλευρά δεν μπορεί να φοβάται μια σε βάρος της καταγγελία της συνθήκης, πόσο μάλλον μια συζήτηση σε ό,τι αφορά τον ορισμό των συνόρων.
Αυτό που δεν τολμάμε να ομολογήσουμε στον εαυτό μας είναι ότι όλοι μας, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως τον κάθε πολίτη της χώρας, έχουμε συνειδητά ή υποσυνείδητα αφομοιώσει ένα φόβο μέσα μας. Ένα διττό φόβο ότι πρώτον, είναι πιθανό να μην τα καταφέρουμε επιτυχώς σε περίπτωση που χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε μια απροκάλυπτη και ευθεία πρόκληση κατά της κυριαρχίας μας, και δεύτερον, είναι πιθανό να μην φτάσουμε να το ανακαλύψουμε καν, αφού στο μεταξύ αυτοί που πρέπει να διαθέτουν το σθένος να χειριστούν μια τέτοια συγκυρία, απλώς να μην το έχουν. Πρόκειται για ένα φόβο να κοιτάξουμε ευθέως τον εαυτό μας στον καθρέπτη, να εκτιμήσουμε οι ίδιοι ειλικρινώς μέσα μας τις πραγματικές μας δυνατότητες, τον φόβο ότι μπορεί να παραδεχτούμε πως δεν έχουμε ό,τι απαιτείται. Να παραδεχτούμε πως δεν έχουμε αρκετή ψυχική δύναμη, αρκετή φυσική ισχύ ή και τα δύο.
Αν, όμως, φοβόμαστε να κάνουμε με θάρρος και γενναιότητα αυτή την αυτο-αξιολόγηση τώρα, που στην ουσία δεν πιεζόμαστε από κανένα και τίποτα, αν δεν έχουμε τη δύναμη εθνικού χαρακτήρα που χρειάζεται για να εκτιμήσουμε σωστά τον εαυτό μας, για να μετρήσουμε τις δυνάμεις μας και να αποφασίσουμε τι πρέπει να κάνουμε για να καλύψουμε τις αδυναμίες μας, τότε πώς θα βρούμε το θάρρος και τη γενναιότητα να διαχειριστούμε μια κατάσταση που βίαια θα αμφισβητεί όσα ξέρουμε για τον κόσμο και τη ζωή μας; Η οχύρωση πίσω από μια κενή συνθήκη μοιάζει με την εμμονή σε ένα γάμο από τον οποίο ο άλλος έχει αποφασίσει να αποδεσμευτεί. Αν θεωρούμε ότι η διατήρηση του λωζαννικού status quo είναι ο κλειδόλιθος της εθνικής μας ηρεμίας και ασφάλειας, τότε είμαστε εκ των πραγμάτων υποχρεωμένοι να εξασφαλίζουμε δια της οικονομικής, διπλωματικής και στρατιωτικής μας ισχύος πως αυτό το πλαίσιο θα μείνει αδιατάρακτο -ακόμη κι αν χρειαστεί να επιβάλλουμε τη διατήρησή του. Λυπάμαι, αν αυτά φαίνονται λίγο άβολα, αλλά η εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία έχουν προϋποθέσεις και υποχρεώσεις. Όποιος δυσφορεί με αυτές μπορεί να αναζητήσει τη θαλπωρή της υπηκοότητας σε μια νέου τύπου αυτοκρατορία. Σαν αυτή που ονειρεύεται ο Ταΐπ Ερντογάν για παράδειγμα…