Λαογραφικά
Τα Ραγκουτσάρια

Τριήμερο καρναβαλικών εκδηλώσεων στην πόλη της Καστοριάς, από τις 6 έως τις 8 Ιανουαρίου. Πρόκειται για ένα έθιμο που χάνεται στα βάθη των αιώνων και αποτελεί αναβίωση των αρχαίων διονυσιακών τελετών.
Τα «Ραγκουτσάρια» αρχίζουν στις 6 Ιανουαρίου, την ημέρα των Θεοφανίων, μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα στην πόλη της Καστοριάς, η οποία αποκτά ένα ξεχωριστό χρώμα. Άντρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι οργανώνονται σε «μπουλούκια», το καθένα με τη δική του παραδοσιακή ορχήστρα, και γλεντούν με χιλίων λογιών μεταμφιέσεις στους δρόμους της πόλης, μέσα σ’ ένα αληθινό πανζουρλισμό.
Το έθιμο κορυφώνεται στις 8 Ιανουαρίου, την Πατερίστα, όπως τη λένε οι ντόπιοι, ημέρα του εορτασμού της Αγίας Δομινίκης, με τη μεγάλη παρέλαση των καρναβαλιστών. Νωρίς το απόγευμα παρελαύνουν όλα τα «μπουλούκια», που χορεύοντας σατιρίζουν πρόσωπα και γεγονότα με πηγαία εφευρετικότητα. Τα καλύτερα από αυτά βραβεύονται από τον Δήμο Καστοριάς, που έχει όλη την ευθύνη της διοργάνωσης του τριημέρου. Τα «μπουλούκια» και ο κόσμος καταλήγουν στο Ντολτσό, παλιά μεσαιωνική πλατεία, που έπαιξε σημαντικό ρόλο επί Τουρκοκρατίας στην ενότητα του λαού και τη διατήρηση των εθίμων, όπου μέσα σε ένα οργιαστικό ξεφάντωμα, συναγωνίζονται μεταξύ τους για το ποιο θα καλύψει το άλλο με τη μουσική του.
Το όνομα και η καταγωγή αυτού του εθίμου εντοπίζονται στην κλασική αρχαιότητα, από την οποία μέσω Ρώμης και Βυζαντίου μεταφέρθηκε στις μέρες μας. Είναι πολύ πιθανό το όνομα να προέρχεται από τη λατινική λέξη «rogatores», που σημαίνει ζητιάνοι, και η οποία πολύ εύστοχα ορίζει την ιδιότητα αυτού που συμμετέχει στην ομάδα των μεταμφιεσμένων. Υπάρχει, δηλαδή, η συνήθεια οι μεταμφιεσμένοι να ζητούν διάφορα δώρα από τα σπιτικά που επισκέπτονται σε ανταπόδοση της συνεισφοράς τους στην απομάκρυνση των κακών πνευμάτων.
Το τριήμερο των «Ραγκουτσαρίων» αποτελεί ένα από τα τουριστικά αξιοθέατα της Καστοριάς, που κάθε χρόνο συγκεντρώνει όλο και περισσότερους επισκέπτες.
Οι Μωμόγεροι

Στα χωριά Πλατανιά και Σιταγροί του Νομού Δράμας απαντάται το έθιμο των Μωμόγερων, το οποίο έχει ποντιακές ρίζες. Η ονομασία του εθίμου προέρχεται από τις λέξεις μίμος ή μώμος και γέρος και συνδέεται με τις μιμητικές κινήσεις των πρωταγωνιστών. Αυτοί, φορώντας τομάρια ζώων – λύκων, τράγων ή άλλων – ή ντυμένοι με στολές ανθρώπων οπλισμένων με σπαθιά, έχουν τη μορφή γεροντικών προσώπων.
Οι Μωμόγεροι εμφανίζονται καθ’ όλη τη διάρκεια του δωδεκαημέρου των εορτών των Χριστουγέννων και προσδοκώντας τύχη για τη νέα χρονιά, γυρίζουν σε παρέες στους δρόμους των χωριών και τραγουδούν τα κάλαντα ή άλλους ευχετικούς στίχους: «Αρχή κάλαντα και αρχή του χρόνου, πάντα κάλαντα, πάντα του χρόνου». Όταν δύο παρέες συναντηθούν, κάνουν ψευτοπόλεμο μεταξύ τους, ώσπου η μία ομάδα να νικήσει και η άλλη να δηλώσει υποταγή.
Παραλλαγές του ίδιου εθίμου συναντώνται σε χωριά της Κοζάνης και της Καστοριάς, με την ονομασία Ραγκουτσάρια.
Το 2016 το εθιμικό δρώμενο των Μωμόγερων εντάχθηκε στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας της UNESCO.
Το Έθιμο της Μπάμπως

Κάθε χρόνο, στις 8 Ιανουαρίου, στις περιοχές του νομού Σερρών, Νέα Πέτρα, Μονοκκλησιά και Χαρωπό, μία διαφορετική μέρα ξημερώνει. Την ημέρα αυτή πραγματοποιείται το έθιμο της “Μπάμπως” η “Βρεξούδια” κι επειδή σ’ αυτό το έθιμο κυρίαρχο ρόλο έχουν οι γυναίκες, με τους άνδρες να παραμένουν στα σπίτια τους ή να παρακολουθούν από μακριά, ονομάστηκε μεταγενέστερα “Ημέρα της Γυναικοκρατίας”.
Κατά την ημέρα αυτή, όλες οι παντρεμένες γυναίκες του χωριού, κάτω από τους ήχους μουσικών οργάνων (παλιότερα με τους ήχους της γκάιντας), μαζεύονται στην κεντρική πλατεία και από εκεί πορεύονται προς το σπίτι της μπάμπως για να της προσφέρουν δώρα. Μπάμπω λέγεται η γηραιότερη γυναίκα του χωριού, που εκτελούσε κατά το παρελθόν και χρέη μαμής.
Στη συνέχεια, σχηματίζοντας πομπή, με σκωπτικά τραγούδια χορό και κρασί, την περιφέρουν στην πλατεία. Κατά τη διάρκεια όλων των παραπάνω δεν επιτρέπεται να πλησιάσει κανείς άντρας, γιατί τα δρώμενα είναι ακατάλληλα για αντρικά αυτιά. Αν παρ’ όλα αυτά τολμήσει κάποιος να πλησιάσει, τότε οι γυναίκες τον κυνηγούν, τον καταβρέχουν και προσπαθούν να του βγάλουν ένα ρούχο, το οποίο στη συνέχεια θα δημοπρατήσουν. Μετά το πέρας της πομπής ακολουθεί γλέντι “κεκλεισμένων των θυρών”, με σκωπτικά τραγούδια, παραδοσιακά εδέσματα και κρασί, μέχρι τελικής πτώσης!
Το έθιμο αυτό το έφεραν οι Θρακιώτισες από την Πέτρα της Ανατολικής Ρωμυλίας και το γιορτάζουν κάθε χρόνο από την εγκατάστασή τους στη Νέα Πέτρα Σερρών. Πολύ αργότερα διαδόθηκε και σε άλλα χωριά του Νομού Σερρών. Σύμφωνα με τους λαογράφους, το έθιμο έχει ρίζες αρχαιοελληνικές και θυμίζει τα “Θεσμοφόρια” και περισσότερο τα “Αλώα”, που γίνονταν στην Αθήνα την ίδια εποχή.
Το έθιμο της Μόστρας

Κάθε χρόνο στα Θυμιανά της Χίου αναβιώνει το αποκριάτικο έθιμο της «Μόστρας». Διαρκεί δύο ημέρες, από το βράδυ της Παρασκευής της Τυροφάγου μέχρι και το πρωί της Κυριακής της Τυρινής (16-18 Φεβρουρίου 2018). Σύμφωνα με τους ντόπιους, από εκεί βγήκε και η έκφραση «την Παρασκευή την ανεβάζουμε και την Κυριακή την κατεβάζουμε». Οι ρίζες του εθίμου χάνονται στην εποχή του Μεσαίωνα.
Το βράδυ της Παρασκευής, οι νέοι της περιοχής φοράνε παλιά ρούχα, γυναικεία ή αντρικά, καλύπτουν το πρόσωπό τους με αυτοσχέδιες μάσκες (μουτσουναριές) και κάνουν διάφορα σκετς, σκορπώντας το γέλιο στους δρόμους των Θυμιανών, που είναι το μεγαλύτερο χωριό της Χίου.
Την Κυριακή πηγαίνουν όλοι στα εξωκλήσια του Αγίου Ιωάννη και του Αγίου Δημητρίου και εκκλησιάζονται. Στη συνέχεια κατευθύνονται στο νεκροταφείο του χωριού με τη συνοδεία οργάνων. Τελικός προορισμός τους είναι η κεντρική πλατεία του χωριού, όπου χορεύουν το ταλίμι, χορός που αναπαριστά τις μάχες των Χιωτών με τους πειρατές.
Το έθιμο κορυφώνεται στην εκκλησία του Αγίου Ευστρατίου, όπου κρεμούν στα κάγκελα του ναού Χιώτικα λάβαρα και σημαίες.