Ξεμπερδέψαμε με το δημόσιο χρέος;
Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, σύμβουλος επιχειρήσεων – συγγραφέας
Το ελληνικό δημόσιο χρέος, που μέσα στα χρόνια της οικονομικής κρίσης έφθασε σε δυσθεώρητα ύψη που άγγιζαν το 200%, μοιάζει σταδιακά να αποκτά μια πιο βιώσιμη υπόσταση. Αν όλα εξελιχθούν με βάση τον κυβερνητικό σχεδιασμό μέσα στα επόμενα χρόνια θα επανέλθουμε στα προ κρίσης επίπεδα. Ξεμπερδέψαμε λοιπόν με το χρέος, ή όχι;
Δεν είναι λίγοι αυτοί που θεωρούν την πρόωρη εξόφληση δανειακών υποχρεώσεων ως μια κίνηση που μπορεί βραχυχρόθεσμα να βελτιωθεί το ποσοστό του χρέους αλλά επί της ουσίας στερεί κρίσιμους πόρους από μια οικονομία που χρειάζεται το αναπτυξιακό οξυγόνο, πιο επιτακτικά από ποτέ. Σε ιδανικές συνθήκες η σωστή επενδυτική αξιοποίηση αυτών των ποσών θα έφερνε πολλαπλασιαστικά οφέλη ως προς την αύξηση του ΑΕΠ άρα και δυνατότητα ακόμη ευκολότερης εξόφλησης του χρέους και περαιτέρω μείωσης των επιτοκίων δανεισμού από την αγορά.
Όμως για να προχωρήσεις σε μια τέτοια φιλόδοξη αλλά με ρίσκο κίνηση θα πρέπει να έχει υπάρξει πολυετής κι ενδελεχής ανάλυση και σχεδιασμός δράσεων και παρεμβάσεων, φορολογικών, θεσμικών κ.α., που θα αυξήσουν τις πιθανότητες επιτυχίας του πλάνου. Το ζήτημα είναι πόση εμπιστοσύνη μπορεί να υπάρχει σε ένα τέτοιο πλάνο, σε σχέση μάλιστα με τις διαρκείς ανατροπές στις διεθνείς οικονομικές και γεωπολιτικές εξελίξεις.
Το ζήτημα είναι αν υπάρχει μια χρήση ισορροπία ανάμεσα στις δύο οπτικές. Αν δηλαδή θα λειτουργούσε πιο ικανοποιητικά, περιορίζοντας κάπως τον κίνδυνο της αναπτυξιακής “αποτυχίας” ενώ προχωράς σε κάποιες πιο επιλεκτικές αποπληρωμές χρέους. Εύκολη απάντηση δεν υπάρχει. Την απάντηση την δίνει ο σωστός προγραμματισμός, η ύπαρξη μακρόπνοης στρατηγικής και η ακριβής αξιολόγηση του ρίσκου.
Σε αυτή τη φάση η χώρα έχει να σκεφτεί το πώς θα διαχειριστεί τη λήξη της περιόδου χάριτος στην αποπληρωμή τόκων σε λίγα χρόνια κι αν η Ε.Ε. θα προχωρήσει σε μια γενναία ρύθμιση του ζητήματος. Ταυτόχρονα το ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον, με την επιμονή των πληθωριστικών πιέσεων να μην επιτρέπει την ταχύτερη αποκλιμάκωση των επιτοκίων της ΕΚΤ, δεν αφήνει και πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για τη φθηνότερη αναχρηματοδότηση του χρέους μας από τις αγορές, πόσω μάλλον που έχει αυξηθεί σημαντικά η έκδοση εντόκων γραμματίων που αποτελούν μια ακόμα ακριβότερη μορφή δανεισμού.
Το συμπέρασμα είναι ότι η εξίσωση του δημοσίου χρέους δεν είναι ποτέ μια απλή υπόθεση. Οι μεταβλητές είναι πολλές και οι ασφαλείς προβλέψεις όχι και τόσο δεδομένες. Σίγουρα πάντως ένας γενικός κανόνας προκρίνει ως προτεραιότητα την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αύξηση του ΑΕΠ και την εξασφάλιση της όσο το δυνατόν πιο μακρόθεσμης εξόφλησης των δανείων ώστε ανεξαρτήτως του απόλυτου ποσοστού του χρέους η ετήσια εξυπηρέτησή του να μην επιβαρύνει υπερβολικά τον προϋπολογισμό.

