Και μετά το Ταμείο Ανάκαμψης;
Γράφει ο Γιάννης Κίτσος, οικονομολόγος – σύμβουλος χρηματοοικονομικού και στρατηγικού σχεδιασμού
Η κυβέρνηση παρουσιάζει τακτικά μια εικόνα αυτοϊκανοποίησης για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, επικαλούμενη αριθμούς και εκθέσεις ξένων οίκων. Όμως, οι αριθμοί αυτοί δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική ζωή των πολιτών, ούτε εγγυώνται ότι η ανάπτυξη θα συνεχιστεί μετά την εξωτερική ενίσχυση του Ταμείου Ανάκαμψης.
Η απάντηση που ακολουθεί επιχειρεί να αποδομήσει την επικοινωνιακή αφήγηση, υπενθυμίζοντας τις ανοιχτές προκλήσεις και τις δομικές αδυναμίες που παραμένουν, με αφορμή την σημερινή ανάρτηση του Άκη Σκέρτσου.
Όταν μια κυβέρνηση αναγκάζεται να αντιτεθεί σε ένα… ερώτημα, αντί να παρουσιάσει πειστικό σχέδιο, τότε μάλλον το πρόβλημα δεν είναι το ερώτημα, αλλά η ίδια. Ο κ. Σκέρτσος θέτει το ερώτημα, «Και μετά το ταμείο ανάκαμψης τι;» Εμείς απαντάμε ότι η ελληνική οικονομία δεν είναι success story επειδή το λένε οι οίκοι αξιολόγησης, καθώς αυτοί αξιολογούν νούμερα, όχι ζωές. Κι αν η ανάπτυξη ήταν τόσο αυτονόητα διατηρήσιμη, δεν θα χρειαζόταν αυτό το εκτενές απολογητήριο.
Η πραγματική οικονομία δεν μετριέται στα reports των funds, αλλά στους μισθούς, στο κόστος ζωής, στη φυγή νέων στο εξωτερικό και στη συρρίκνωση της παραγωγής. Με το να λέτε ότι «Οι αναλυτές χειροκροτούν, αλλά κάποιοι στο εσωτερικό δεν βλέπουν την πρόοδο», η κυβέρνηση προσποιείται ότι όποιος ασκεί κριτική είναι μίζερος ή ανίδεος. Όμως η κριτική δεν είναι δυσοίωνη πρόβλεψη, αλλά απλή διαπίστωση ότι μια οικονομία που στέκεται όρθια χάρη σε εξωτερικούς πόρους, δεν στέκεται πραγματικά όρθια.
Εδώ έχουμε κλασική αντιστροφή πραγματικότητας. «Η αντιπολίτευση προεξοφλεί την επιτυχή ολοκλήρωση του σχεδίου Ελλάδα 2.0» διότι η κυβέρνηση δεν απαντά στο ουσιώδες: το ΤΑΑ τελειώνει. Το να λέει κανείς «θα το ολοκληρώσουμε» δεν είναι επιχείρημα, αλλά υποχρέωση. Και η επιτυχία δεν κρίνεται από το πόσο γρήγορα μοιράζεις χρήματα, αλλά από το αν τα έργα στέκουν, λειτουργούν και αποδίδουν μετά το τέλος των επιχορηγήσεων. Σε αυτό, η κυβέρνηση αποφεύγει τις απαντήσεις.
Απορρόφηση δεν σημαίνει επιτυχία. «Απορροφήσαμε 23,4 δισ., όσο ένα ΕΣΠΑ σε 9 χρόνια» σημαίνει εκταμίευση. Το ερώτημα είναι: πού πήγαν; τι άλλαξαν; ποια παραγωγικότητα βελτιώθηκε; Η Ελλάδα έχει ιστορία δεκαετιών όπου τα χρήματα απορροφούνται αλλά η χώρα δεν αλλάζει. Αν η κυβέρνηση θέλει να πανηγυρίσει, να το κάνει όταν οι επενδύσεις αυτές αποδώσουν καρπούς και όχι επειδή τα κονδύλια πέρασαν λογιστικά από έναν λογαριασμό σε άλλον.
Όχι. Η κριτική δεν προέρχεται από μια σχολή που έχει μείνει στην προχρεωκοπική Ελλάδα, αλλά από όσους θυμούνται πολύ καλά την υπερχρέωση, την εικονική ανάπτυξη και τη φούσκα κατανάλωσης που μας οδήγησε εκεί. «Η κριτική προέρχεται από μια σχολή που έχει μείνει στην προχρεωκοπική Ελλάδα», διότι επιστρέφουμε στην προχρεωκοπική Ελλάδα όταν η ανάπτυξη βασίζεται σε εξωτερικές ενέσεις ρευστότητας αντί για δομική παραγωγή. Η κυβέρνηση βλέπει το ΤΑΑ σαν μαγικό φίλτρο. Είναι όμως μόνο προσωρινή ντόπα.
Οι μεταρρυθμίσεις που αναφέρει η κυβέρνηση είναι, κατά κανόνα, υποσχέσεις. Μας λέτε ότι «Το ΤΑΑ συνδέεται με μεταρρυθμίσεις που αλλάζουν την οικονομία» ενώ η Δικαιοσύνη δεν απονέμεται γρηγορότερα, οι χρήσεις γης ακόμη δεν έχουν ξεκαθαρίσει, το Κτηματολόγιο βρίσκεται σε μόνιμη εκκρεμότητα, και η γραφειοκρατία δεν έχει εξαφανιστεί, απλώς πέρασε από το χαρτί στην οθόνη. Δεν ζούμε σε νέα εποχή. Ζούμε στη γνωστή ελληνική πατέντα: παλιές καθυστερήσεις με νέα ρητορική.
Αν κάτι πραγματικά άλλαζε τη ζωή του πολίτη, δεν θα χρειαζόταν να το ψάχνουμε με μεγεθυντικό φακό. Με το να λέτε «Οι μεταρρυθμίσεις υλοποιούνται, απλώς δεν το συζητάμε», η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τον μηνιαίο έλεγχο της Κομισιόν σαν πιστοποιητικό ποιότητας. Στην πραγματικότητα, η Κομισιόν ελέγχει αν τα χαρτιά είναι εντάξει, όχι αν η οικονομία αλλάζει. Άλλωστε, η Ελλάδα έχει υπάρξει πρωταθλήτρια «χαρτοεκσυγχρονισμού» πριν, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Η Έκθεση Πισσαρίδη ήταν ένα χρήσιμο τεχνοκρατικό κείμενο. Με το να λέτε «Η Έκθεση Πισσαρίδη έγινε επιτέλους πράξη» δεν σημαίνει ότι εφαρμόζεται. Η κυβέρνηση επικαλείται τη μελέτη σαν να είναι Ευαγγέλιο, αλλά στην πράξη ακολουθεί αποσπασματικές επιλογές, πολλές εκ των οποίων ευνοούν μεγάλα σχήματα εις βάρος της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Κι αν η έκθεση πράγματι υλοποιούνταν, δεν θα είχαμε σήμερα τόσο χαμηλές επενδύσεις σε έρευνα, καινοτομία και παραγωγή.
Πρόκειται για εκτίμηση, όχι για εξέλιξη. Αναφέρομαι στο «Τεράστια άνοδος ιδιωτικών επενδύσεων μετά το 2027». Η πρόβλεψη γραμμένη σε ένα ΠΔΠ δεν αποτελεί στρατηγικό αποτέλεσμα, ειδικά όταν έχετε διαψευστεί σε ότι έχετε δημοσιεύσει τα προηγούμενα έτη. Όταν η δημόσια επένδυση πέφτει από 18 δισ. σε 11 δισ., το κενό δεν το καλύπτουν από μόνοι τους οι ιδιώτες, ειδικά σε μια χώρα με ασταθές επιχειρηματικό περιβάλλον, αργή δικαιοσύνη, υψηλό κόστος ενέργειας και φορολογική μεταβλητότητα. Η κυβέρνηση παρουσιάζει το ευκταίο ως δεδομένο και αυτό είναι πολιτικά ανεύθυνο.
Η σύγκλιση δεν είναι θέμα ποσών. «Αύξηση επενδύσεων = σύγκλιση με την Ευρώπη» Είναι θέμα ποιότητας επενδύσεων. Η Ελλάδα παραμένει χώρα με χαμηλή βιομηχανική βάση, εξάρτηση από τον τουρισμό, παραγωγικό κενό και αρνητικό δημογραφικό ορίζοντα. Αν οι επενδύσεις δεν αλλάξουν το παραγωγικό μοντέλο, τότε απλώς θα έχουμε επενδύσεις που… δεν επενδύουν στο μέλλον.
Τα ρεκόρ ΑΞΕ ακούγονται ωραία. «Ρεκόρ ΑΞΕ, τριπλάσιο μερίδιο επενδύσεων κ.λπ.» μόνο που μεγάλο μέρος τους αφορά μεταβιβάσεις υφιστάμενων δραστηριοτήτων (τηλεπικοινωνίες, ενέργεια, logistics) και όχι νέου τύπου παραγωγή. Η Ελλάδα χρειάζεται επενδύσεις σε βιομηχανία, τεχνολογία και R&D, όχι μόνο σε real estate, data centers και υπηρεσίες. Η κυβέρνηση μπερδεύει την επενδυτική κινητικότητα με την παραγωγική αναγέννηση.
Η κυβέρνηση ζητά να «μην ισοπεδώνουμε την πρόοδο». Κανείς δεν την ισοπεδώνει. Απλώς υπενθυμίζουμε ότι η πρόοδος που δεν στηρίζεται σε δικό μας κόπο, αλλά σε ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, είναι επισφαλής. Αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα είναι ένα στρατηγικό σχέδιο που θα επιβιώσει χωρίς το ΤΑΑ. Όχι μια αφήγηση αυτοϊκανοποίησης. Η χώρα δεν αλλάζει πίστα επειδή το γράφει μια κυβερνητική έκθεση. Αλλάζει πίστα όταν οι πολίτες και οι επιχειρήσεις το νιώθουν στη ζωή τους. Κι αυτό, ακόμη, δεν έχει συμβεί.

