Η παγίδα του δημόσιου λόγου
Γράφει η Ελένη-Ρεβέκκα Στάιου
Βουτάμε τη γλώσσα στο μυαλό πριν μιλήσουμε
Οι δημοσιογράφοι ανέκαθεν ήταν στο στόχαστρο και από τότε που μπήκα στον χώρο (με την ευρεία έννοια) προσπάθησα να κατανοήσω το γιατί.
Καταλήγω ότι μάλλον είναι το «σύνδρομο του δημόσιου λόγου». Δηλαδή ο άνθρωπος θέλει να ακούγεται. Θέλει να μπορεί να λέει την άποψή του όσο πιο «δυνατά» και δημόσια γίνεται για να τον ακούν όλοι, να τον «αναγνωρίζουν» και να τον σέβονται (λέμε τώρα). Οι δημοσιογράφοι έχουν αυτήν τη δυνατότητα, με εξαίρεση το θέμα του σεβασμού γιατί πολύ απλά πρέπει να κατανοήσουμε όλοι ότι ο σεβασμός κερδίζεται με κόπο και δε χαρίζεται.
Αυτή η ιδιόμορφη ζήλια λοιπόν οδηγεί στο να κρίνουμε εξαιρετικά αυστηρά τους δημοσιογράφους (και καλώς στις περισσότερες των περιπτώσεων), στο να τους βρίζουμε και να τους θεωρούμε υπεύθυνους για τα πάντα όλα (εμείς ας πούμε, σαν ακροατές/αναγνώστες δεν έχουμε κριτική ικανότητα-τα κατεβάζουμε όλα αμάσητα).
Ταυτόχρονα όμως κάνουμε τα πάντα για να γίνουμε… το ίδιο!
Πόσοι και πόσοι δε δηλώνουν δημοσιογράφοι, ακόμα και αν πέρασαν και δεν ακούμπησαν. Και φυσικά, μην ξεχνάμε τα κοινωνικά δίκτυα, που έδωσαν ακριβώς αυτήν την ευκαιρία. Έδωσαν στην ουσία ένα μεγάφωνο στα χέρια όποιου έχει πρόσβαση σε αυτά για να μπορεί να ακουστεί η (οποιαδήποτε) άποψη και αν έχει. Αυτά που λέγαμε στην παρέα μας, στον καφέ ή στο σαλόνι μας, πλέον φτάνουν σε ανθρώπους που ούτε γνωρίζουμε και ούτε πρόκειται να γνωρίσουμε.
Κάποιες φορές, μπορεί να φτάσουν και σε πιο επίσημα αυτιά, που υπό κανονικές συνθήκες μόνο στον ύπνο μας θα πλησιάζαμε. Κάποιες άλλες φορές, μπορεί να φτάσουν και σε αυτιά που δεν πρέπει. Και εκεί το μόνο που μπορούμε να ευχηθούμε είναι «καλή τύχη»
Μια δεύτερη μεγάλη παγίδα είναι το ότι έχουμε τη δυνατότητα να μιλάμε (και σωστά) αλλά δεν ξέρουμε να το κάνουμε. Ειδικά όταν έχουμε βήμα στον δημόσιο λόγο με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, θα πρέπει να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί για το πώς χρησιμοποιούμε το βήμα αυτό, καθώς μπορεί να χάσουμε και το δίκιο μας.
Παράδειγμα; Το θέμα της δημοσιογράφου από την Ολλανδία. Ένας δημοσιογράφος, που ξέρει το επάγγελμά του και το σέβεται, και έχει μάθει δημοσιογραφική δεοντολογία (και όχι, δεν είναι αυτονόητο), ξέρει ότι πρέπει να αφήνει στην άκρη προσωπικές εμπειρίες, να είναι πάντα ευγενικός και να κάνει ερωτήσεις και όχι τοποθετήσεις. Δεν κάνεις επίθεση σε κανέναν άνθρωπο, ανεξαρτήτως θέσης.
Η αντίδραση θα φέρει αντίδραση, το επιθετικό ύφος θα σε κάνει να χάσεις όποιο επιχείρημα έχεις, ακόμα και αν είναι το ισχυρότερο. Φανταστείτε ότι μία επαγγελματίας έκανε τέτοιο λάθος. Πόσοι το κάνουν ενώ δεν έχουν καμία ιδέα;
Δεν μπαίνω καν στο θέμα της παραπληροφόρησης κοκ. Αυτό είναι σχεδόν θέμα ποινικό πλέον. Πρέπει να κατανοήσουμε όλοι ότι ο δημόσιος λόγος δεν είναι «παίξε-γέλασε». Είναι σοβαρό βήμα, έχει ευθύνες, έχει υποχρεώσεις, πρέπει να έχει επιπτώσεις. Αν κάποιος δεν τα αντέχει όλα αυτά, καλό θα είναι να απέχει. Δεν πειράζει, δεν μπορούμε όλοι, ακόμα και όσοι το έχουμε σπουδάσει το αντικείμενο.
Βουτάμε τη γλώσσα στο μυαλό πριν μιλήσουμε, όσο και αν έχουμε. Γιατί νομίζετε ότι αυτό-λογοκρίνομαι τόσο συχνά;