Η φύση της Αθήνας
Η φύση της Αθήνας είναι σημαντική, αν και παραγνωρισμένη. Παρ’ όλες τις προσπάθειες καταστροφής της, προκειμένου να γενεί η σύγχρονη ασφυκτική πολιτεία, αυτή εξακολουθεί να υφίσταται, και να επιτελεί, στο βαθμό που πια το μπορεί, το σημαντικό ρόλο της.
Βλάστηση φυσική, αν και λιγοστή, συναντάται στα εναπομείναντα ρέματα της πρωτεύουσας. Πλατάνια, βατομουριές, κουμαριές, σχίνους, καλάμια θα βρούμε στο τμήμα του Κηφισού που δε μπαζώθηκε και δεν καλύφθηκε. Στον Λυκαβηττό απαντώνται περισσότερα από 100 είδη αυτοφυών φυτών. Τούτο δεν είναι περίεργο, καθότι ο συγκεκριμένος λόφος (όπως και οι λοιποί του λεκανοπεδίου) υπέστη μια σχετική απομόνωση μες στον αστικό ιστό και ανέπτυξε ιδιαίτερη και ενδιαφέρουσα χλωρίδα και πανίδα.
Βατράχια και μικρά ψάρια θα συναντήσουμε στο ρέμα της Χελιδονούς, όπως και αηδόνια, κοτσύφια και πολλά στρουθιόμορφα, που φωλιάζουν στη βλάστηση του ρέματος. Στην εκβολή (στο δέλτα) του Ιλισού, έχουν καταμετρηθεί περίπου 130 είδη πουλιών, ορισμένα μάλιστα είναι σπάνια στην Αττική, όπως ερωδιοί, αλκυόνες, χαλκόκοτες κ.α.
Αλλά και η τεχνητή βλάστηση των λόφων, αλσών και πάρκων της Αθήνας αποδεικνύεται σημαντική. Αυτοί οι χώροι, διαμορφώθηκαν με τα χρόνια σε βιοτόπους για τα κοτσύφια, τις σταχτάρες, τις καρδερίνες, τις νυχτερίδες, τις κουκουβάγιες («…εδώ υπάρχουν άπειρες κουκουβάγιες και αν κρίνει κανείς από αυτό, πρέπει η Αθήνα να είναι μια ευτυχισσμένη πόλη», σημείωνε η Χριστιάνα Λυτ το 1845) κ.α. Όπως και για τα φτερωτά αρπαχτικά (το ξεφτέρι, την ποντικοβαρβακίνα κ.α.). Στον Εθνικό Κήπο, για παράδειγμα, απαντώνται τουλάχιστον δέκα είδη πουλιών. Οι βράχοι της Ακρόπολης προσελκύουν τα γεράκια, τους κοκκινολαίμηδες, τις τσίχλες, τα ψαρόνια κ.λπ. Στο πάρκο Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης, στους Αγίους Αναργύρους, θα συναντήσουμε νερόκοτες και ερωδιούς, στο Πεδίον του Άρεως θα δούμε να πετούν ψαρόνια και γεράκια.
Μικρά και μεγαλύτερα θηλαστικά θα βρούμε στις πιο απόμερες περιοχές της πόλης, καθώς και σε αυτές που συνορεύουν με τους ορεινούς όγκους του λεκανοπεδίου, χωρίς ν’ αποκλείεται η παρουσία τους και στον κεντρικό αστικό ιστό (π.χ., αλεπούδες έχουν εντοπισθεί στη Φωκίωνος Νέγρη). Τα ερπετά επίσης, και κυρίως τα φίδια, των οποίων ο ρόλος είναι παραγνωρισμένος, αφού εκτελούν μια σημαντική αποστολή, που είναι η απεντόμωση και η μυοκτονία της περιοχής όπου διαβιούν, συναντώνονται συχνά πυκνά στο λεκανοπέδιο. Τονίζεται ότι τα φίδια της Αθήνας είναι οι λαφιάτες, τα σπιτόφιδα και τα νερόφιδα, που είναι ακίνδυνα. Η οχιά, η οποία είναι δηλητηριώδης, δεν έχει εντοπισθεί στο λεκανοπέδιο μιας και επιδιώκει να διαβιεί σε ήσυχα μέρη.
Στο αττικό άλσος, μπορεί να δει κανείς, τσαλαπετεινούς, κοτσύφια, γεράκια, δεκαοκτούρες, κοκκινολέμηδες, κίσσες, ακόμη και πέρδικες. Το σούρουπο, ακούγεται ο γκιώνης και η κουκουβάγια. Στα βράχια, πάνω από το υπαίθριο θέατρο, υπάρχουν δεκάδες φωλιές διαφόρων πουλιών. Όλα αυτά συνυπάρχουν με πολλά σκουπίδια, που αφήνουν κάποιοι σαν πράξη αντίστασης.
Η μετάλλαξη του τσαλαπετεινού (όπως και του κότσυφα) ώστε να μπορούν πια να ζουν στις μεγαλουπόλεις, «είναι γεγονός μεγαλύτερης σημασίας για την ανθρωπότητα ακόμη κι απ’ την οκτωβριανή επανάσταση», είπε κάποιος Γεωργιανός σκηνοθέτης ονόματι Οτάρ Ιοσελιάνι, στην ταινία του με τίτλο «Ένας τραγουδιστής κότσυφας». Η άγρια πανίδα του λεκανοπεδίου της Αττικής ήταν κάποτε πλούσια και τούτο αποτυπώνεται στα κείμενα των περιηγητών. Ο περιηγητής Pinet σημείωνε για την Αθήνα του ΙΣΤ αιώνα: «Και τώρα, θεέ μου, δεν έχει απομείνει τίποτε άλλο από έναν μικρό πύργο και μια πολίχνη, που κινδυνεύει από τους λύκους και τις αλεπούδες» (φαντάζει περίεργο, αλλά η Αθήνα κινδύνευε τότε από τους λύκους και τις αλεπούδες!..) Ο Άγγλος λοχαγός Leake, που περιηγήθηκε στην Αττική το Γενάρη του 1806, ανέφερε ότι η Πάρνηθα είχε πολλά αγριογούρουνα, όπως από την εποχή του Παυσανία (ο οποίος στα «Αττικά» έγραφε ότι η Πάρνηθα παρείχε «θήραν συών και άρκτων»), αλλά λίγες αρκούδες! Είχε, επίσης, λύκους, λαγούς και πέρδικες. Ενώ, μερικές δεκαετίες νωρίτερα, το έτος 1731, ο Άγγλος περιηγητής Charles Thomson σημειώνει ότι δεν μπόρεσε να κοιμηθεί το βράδυ σε χάνι της Χασιάς από τα ουρλιαχτά των λύκων.
Ο Αμπού περιεγράφε την πανίδα της Αθήνας το έτος 1852 ως εξής:
«Η γλαύκα (η κουκουβάγια) κατοικεί πάντα την πόλη της Αθήνας. Η Ακρόπολη κατοικείται το καλοκαίρι από ένα είδος γέρακα. Αυτό το μικρό αρπακτικό πουλί δεν κυνηγάει άλλο θήραμα, εκτός από τις ακρίδες. Δεν του λείπει ωστόσο το θάρρος. Όταν καταφθάνει τον Απρίλιο, αρχίζει ν’ απολυτρώνει την Ακρόπολη απ’ όλα τα κοράκια που τη βρωμίζουν. Όταν φεύγει τον Οκτώβριο, τα κοράκια ξαναγυρίζουν θριαμβευτικά για να καταλάβουν το πεδίο τής μάχης, και βρωμίζουν, απ’ τη χαρά τους το μάρμαρο όλων των μνημείων (σημείωση: μια ρύθμιση που υπαγορεύεται από την ίδια την φύση)» (Εντ. Αμπού, «Η Ελλάδα του Όθωνος – Η σύγχρονη Ελλάδα του 1854», έκδοση «Αφών Τολίδη», Αθήνα 1976).
Ο Dodwell, κατά το οδοιπορικό του στην Αττική το 1805, σημείωνε πως ήταν σύνηθες τα χελιδόνια να φτιάχνουν τη φωλιά τους στο εσωτερικό των αθηναϊκών σπιτιών, παρόλο που δημιουργείτο μεγάλο πρόβλημα με τις ακαθαρσίες τους, ενώ τα πολυπληθή λελέκια είχαν το προνόμιο να εγκαθίστανται οπουδήποτε. Ήταν, εξάλλου, το προστατευόμενο πουλί του Ισλάμ και οι Έλληνες, από το φόβο της τιμωρίας, δεν ηδύναντο να το εκδιώξουν από τα μέρη που δημιουργούσε προβλήματα.
Ο, δε, Πουκεβίλ, ο οποίος περιηγήθηκε την Ελλάδα το χρονικό διάστημα 1805-1815, ανέφερε σχετικά:
«Τέλος, το βλέμμα ακολουθεί προς τα δυτικά, ως το πέρασμα της Σαλαμίνας, την προέκταση της Αιγιαλείας και του Κορυδαλλού. Πρόκειται για δύο πλαγιές γεμάτες πετροπέρδικες και ακόμα περισσότερο ορτύκια, κυρίως την εποχή της αποδημίας…» Ενώ, με διάχυτη την υπερβολή, συμπλήρωνε: «Οι όχθες του Ιλισού και του Κηφισού ήταν καλυμμένες με πυκνή, υπέροχη βλάστηση. Οι λαγοί είχαν διπλό συκώτι, όπως λέει ο Πλίνιος και όπως είδε ο Chandler. Τα ζαρκάδια της Πάρνηθας είχαν τέσσερα νεφρά. Όλα αυτά είναι γραμμένα. Θα πρέπει λοιπόν ν’ απαντήσουμε, προς τιμή των προγόνων μας, πως τα ζωικά αυτά είδη εξαφανίστηκαν μαζί με τις αρκούδες που κατοικούσαν άλλοτε στις Κορδιλιέρες της Αττικής, μητέρες του Ιλισού και του Κηφισού, των ποταμών που μέσα τους μπορεί κανείς να περπατήσει τα δύο τρίτα του έτους» (Πουκεβίλ Φρ., «Ταξίδι στην Ελλάδα. Στερεά Ελλάδα, Αττική-Κόρινθος», μετάφραση Μίρκα Σκάρα, εκδ. «Αφών Τολίδη», Αθήνα 1995).
Για να κατανοήσουμε τον πλούτο της πανίδας και των θηρευσίμων ειδών που υπήρχε κάποτε στο λεκανοπέδιο της Αττικής, και ο οποίος δυστυχώς κατά το μεγαλύτερο μέρος του χάθηκε, αρκεί να ειπωθεί τούτο: Στις Κολώνες (Στύλες του Ολυμπίου Διός) υπήρχε ένας χώρος συνάθροισης των κυνηγών της πρωτεύουσας, το επονομαζόμενο ως καφενείο των κυνηγών. Εκεί συγκεντρωνόταν αυτοί και προετοίμαζαν τις εφορμήσεις τους στους κυνηγότοπους του λεκανοπεδίου, που βρισκόταν στο Ηράκλειο, στη Μαγκουφάνα (τη σημερινή Πεύκη), στις Κουκουβάουνες (τη σημερινή Μεταμόρφωση), στον Υμηττό κ.α., μέρη που σήμερα, κατά το μάλλον και ήττον, καταλαμβάνονται από οικοδομές. Μπεκάτσες υπήρχαν πολλές στην Κηφισιά, υδρόβια πουλιά στα ρέματα της πόλης, λαγοί στο Αιγάλεω όρος κ.α.
Το περιαστικό πράσινο της πρωτεύουσας, επίσης, αποδεικνύεται εξόχως σημαντικό για την πανίδα και τη χλωρίδα που συντηρεί. Ο Υμηττός, για παράδειγμα, αποτελούσε ανέκαθεν τον ανθόκηπο του λεκανοπεδίου. Σπάνια είδη της χλωρίδας της Αττικής, όπως η Iris Attica, απαντώνται εκεί. Ακόμη, έχουν καταμετρηθεί σε αυτόν 60 είδη πουλιών. Το δε δάσος της Καισαριανής, έχει κηρυχθεί ως αισθητικό και ως ιστορικός κήπος της Ευρώπης, γεγονός που καταδεικνύει τη μεγάλη οικολογική και ιστορική του αξία.
Τονίζεται ότι κάποτε η περιαστική χλωρίδα και πανίδα των Αθηνών ήταν σημαντικότατη. Και υπάρχουν μαρτυρίες επ’ αυτού. Όπως, του αξιόπιστου Άγγλου περιηγητή Chandler, της Λονδρέζικης φιλολογικής εταιρείας των Dilletanti, ο οποίος περιηγήθηκε στην Αττική το έτος 1765 και μας πληροφορεί για την πανίδα της Πάρνηθας: «Η Πάρνηθα ήταν γεμάτη λύκους και ζαρκάδια. Ο χωριάτης που σκότωνε λύκο, τον έφερνε στο παζάρι της Αθήνας και καθένας του πρόσφερε φιλοδώρημα…» Αλλά του έγκριτου Βαυαρού αρχαιολόγου Λουδοβίκου Ρος, ο οποίος περιηγήθηκε στην Πάρνηθα το έτος 1833 και αναφέρει: «Για αγριόγουρνα, που αναφέρει στην Πάρνηθα ο Παυσανίας (Ι, 32, 1), βρήκαν ίχνη τους οι ειδικοί στο κηνύγι αξιωματικοί της φρουράς. Ακόμα και λύκοι υπάρχουν σήμερα εκεί, αλλά καθόλου αρκούδες». Η, δε, Χρστιάνα Λυτ, της αυλής της Αμαλίας, στο ημερολόγιό της από τα χρόνια που έζησε στην Ελλάδα, κάνει αναφορά στην κυνηγητική εξόρμηση που πραγματοποίησε με την παρέα της τον Μάρτη του 1845 στη Φυλή, η οποία ήταν γεμάτη ψηλά πεύκα («…κι έτσι περπατούσαμε συνέχεια στη σκιά…») και φημιζόταν για τα πολλά θηράματά της.
Όμως, μετά από χρόνους άμμετρης καταστροφής, η εν λόγω πανίδα κατέστη πολύ φτωχότερη, σε μέρη δε έχει πια εξαλειφθεί. Η ευθύνη όμως διά τούτο είναι παλαιά και δεν εστιάζεται στις τελευταίες δεκαετίες ζωής της πρωτεύουσας, όταν επικράτησε η άκρατη οικοδόμηση, που εξαφάνισε βιοτόπους, μα και κάθε μορφή φυσικής ζωής. Διαβάζουμε σχετικά στο «Ημερολόγιον του Κυνηγού» των ετών 1926-1927: «Καθ’ όλην την Αττικήν, ιδία εις τας Αθήνας, η κυνηγετική κίνησις είνε υπέρ το δέον ζωηρά. Το παράδοξον δε είναι ότι η περιφέρειά της είνε από τας πτωχοτέρας εις κυνήγιον. Τα ενδημικά θηράματα σχεδόν εξέλειπον. Μικρός αριθμός λαγών απομένει, ελαττούμενος καθ’ εκάστην, και η πέρδικα ανήκει πλέον εις τα προϊστορικά θηράματα διά την Αττικήν. Αν έλειπε και το εξ ουρανού μάνα των αποδημικών, δεν θα είχαν που να ρίξουν ντουφεκιά οι κυνηγοί. Και εν τούτοις ο αριθμός των κυνηγών αυξάνει καθ’ εκάστην. Ή μάλλον αυξάνει καθ’ εκάστην ο αριθμός των λαμβανόντων αδείας κυνηγίου. Οι πραγματικοί κυνηγοί μεγάλου θηράματος δεν ασχολούνται πλέον με τα θηράματα της περιφερείαν των. Αφού εξερίζωσαν και εξηφάνισαν ολοσχερώς τον θηραματικόν πλούτον της, εκστρατεύουν τώρα εις μακρυνάς περιφερείας προς ανεύρεσιν λείας. Οι λοιποί κυνηγοί επεδόθησαν εις την εξόντωσιν των μικρών ωδικών πουλιών, εις τρόπον ώστε μετά τινα έτη μόνον τα αποδημητικά θα ενθυμίζουν εις τους κυνηγούς της Αττικής, ότι υπάρχουν ακόμη εις την γην πτερωτοί κάτοικοι».
(από το βιβλίο μου “ΑΘΗΝΑ, ΖΕΙΣ; Η πόλη που έφυγε, η πόλη που μένει”, εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 2006)
(Εικόνα: “ΠΡΩΪΝΟ ΣΤΑ ΠΑΤΗΣΙΑ” – ΚΩΣΤΑΣ ΗΛΙΑΔΗΣ)
απο το facebook του Αντώνη Καπετάνιου