Η δουλεία στην αρχαία Ελλάδα…

Στους  χρόνους των δύο επών που μας ενδιαφέρουν «πάσα η Ελλάς εσιδηροφόρει», που σημαίνει ότι οι άνθρωποι όταν κυκλοφορούσαν ήταν οπλισμένοι. Υπ’ όψιν ότι τα δύο έπη, Ιλιάς και Οδύσσεια, γράφτηκαν τον όγδοο αιώνα, αλλά αναφέρονται στην αχαϊκή εποχή, από μνήμης βεβαίως.

Κάθε πόλη αποτελούσε κράτος. Δίκαιο γραπτό δεν υπήρχε, μόνον εθιμικό,  στο οποίο οι άνθρωποι εκείνων των εποχών αυτοδικούσαν μεν, αλλά σέβονταν απόλυτα τις καθιερωμένες άγραφες αξίες. Μοναδικός  είναι ο νόμος της τιμής και το κύρος της κοινωνίας, όπως επίσης ο σεβασμός στην αιδώ και την δίκη (Δικαιοσύνη).

Ο νόμος της φιλοξενίας υπήρξε σεβαστό, ιερό καθήκον. Φιλοξενία για όσες μέρες δηλώσει ο ξένος, πλύσιμο στο λουτρό, δείπνο και δώρο κατά τον αποχαιρετισμό. Όσον αφορά στη δουλεία, όπως τη γνωρίζομε στα κλασσικά χρόνια, δεν μπορεί να γίνει λόγος στα Ομηρικά έπη. Υπήρξε βέβαια κάποια δουλεία, αλλά με πολύ ήπια μορφή, πολύ καλύτερη από αυτήν των κλασσικών χρόνων.

Δεν υπήρχε καταμερισμός εργασίας. Ο ίδιος ο Οδυσσέας φτιάχνει το κρεβάτι στο παλάτι και όταν φεύγει από την Καλυψώ κατασκευάζει μόνος του τη σχεδία. Η Ναυσικά πλένει την προίκα της στο ποτάμι μαζί με τις υπηρέτριες. Πρωταρχικό κύτταρο είναι ο οίκος,  με οικογένεια διευρυμένη.

Μεσαία τάξη δεν υπήρχε. Από τη μια ήταν οι βασιλείς, οι ήρωες, οι ευγενείς, οι άρχοντες,  κοινωνία ελεύθερων και ίσων (ισόθεοι, αλλά ποτέ αθάνατοι) και από την άλλη ο Λαός.  Ο βασιλεύς (είχε το προσηγορικό άναξ) ήταν κληρονομικός αρχηγός του λαού σε ειρήνη και πόλεμο. Ιερείς, γιατροί, μάντεις, κήρυκες, παρ’ όλη την υψηλή διαβάθμιση, δεν ανήκαν στην τάξη των ευγενών, είναι Λαός.

Κάθε άντρας μόνο μια νόμιμη σύζυγο έπαιρνε, που λεγόταν «κουριδίη άλοχος». Μπορούσε όμως να συγκοιμηθεί με παλλακίδες. Και στα δύο έπη γίνεται λόγος για συζυγική αγάπη πιο πάνω και από την αγάπη των φίλων: Ο Μελέαγρος δεν άκουσε ούτε τους άρχοντες της Καλυδώνος, ούτε τα μύρια ταξίματα, ούτε τον πατέρα του, ούτε τις αδερφές του, ούτε τους συντρόφους του, ούτε τη μάννα του, υπόκυψε μόνο στις ικεσίες της γυναίκας του Ι, 526-599. Και προλογίζει ο Αχιλλέας: «οι Ατρείδες μόνο στις γυναίκες τους  απ’ όλους τους ανθρώπους/ έχουν αγάπη. Ποιος καλόγνωμος και μυαλωμένος άντρας/ δε νιώθει αγάπη και δε νοιάζεται  το ταίρι του;» Ι,340-2.

Και ο Οδυσσέας στη Ναυσικά: «και να χαρείς απ’ τους αθάνατους ό,τι ποθεί η καρδιά σου,/ άντρα και σπίτι, και το μόνιασμα ποτέ να μη σας λείψει/ το ζηλεμένο. Τι  δε βρίσκεται στον κόσμον άλλο τόσο/τρανό καλό, παρά στο σπίτι του με μια μονάχα γνώμη/ να κυβερνάει μαζί τ’ αντρόγυνο-τρανή χαρά στους φίλους» ζ, 180-4. Πιο θερμές, πιο αληθινές λέξεις για τη συζυγική πίστη και αγάπης, σπάνια θα βρει κανείς. Το ιδεώδες της ομηρικής εποχής το βρίσκομε συμπυκνωμένο  στο Γλαύκο από τον πατέρα του τον Ιππόλοχο: «αιείν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι πάντων» Ζ, 208.
Χωρικοί, εργάτες, τεχνίτες ήταν όλοι κάτω από την εξουσία των βασιλέων ή των ευγενών.

Οι «δούλοι», λέξη πολύ σπάνια, τρεις ή τέσσερεις φορές εμφανίζεται και στα δύο έπη,  ήταν περιουσιακό στοιχείο του οίκου. Ονομάζονται  θήτες (κατώτερη τάξη, μισθωτοί εργάτες), δμώες οι άντρες (λίγο πιο βαριά εργασία από τις γυναίκες. Έσχιζαν ξύλα, επιμελούνταν τα ζώα, έβοσκαν και φιλούσαν κοπάδια, (Εύμαιος) όργωναν στα χωράφια). Δμωές οι γυναίκες (καθάριζαν τον οίκο, άλεθαν σιτάρι, ζύμωναν, ύφαιναν, μαγείρευαν), βρίσκονταν σε μεγαλύτερη τιμή από τους δμώες. Δεν αναφέρεται πουθενά ότι συγκοιμούνταν με τον κύριό τους. Ο Λαέρτης, αν και αγόρασε την Ευρύκλεια, δεν την έκαμε παλλακίδα του.

Οι κήρυκες (με κηρύκιο έκραζαν το λαό  σε συνέλευση) και οι θεράποντες στα συμπόσια έσμιγαν κρασί με νερό στους κρατήρες και καθάριζαν τις τράπεζες με αφράτα σφουγγάρια. H αμφίπολoς. (υπηρέτρια σε μεγάλες ηγεμονίδες) βρισκόταν σε μεγαλύτερη τιμή από τις δμώες. Στα συμπόσια, σε καλεσμένους, έφερνε πριν αρχίσει ο δόρπος, νερό για χερονίψιμο, που λεγόταν «χέρνιψ-ιβος»,  μέσα σε χρυσή στάμνα και μια αργυρή λεκάνη να το μαζεύει. Η τάξη τους προέρχεται είτε από αιχμαλωσία είτε από αγορά.

Γνωστοί «δούλοι» (οι δμώες και οι δμωές) στην Οδύσσεια ο Εύμαιος (ο θείος χοιροβοσκός), η Ευρύκλεια και ο Φιλοίτιος είναι οι πιο αγαπημένοι από την τάξη τους. Ποιες είναι οι σχέσεις με  τους  κυρίους τους; Η Ευρύκλεια αποκαλεί την Πηνελόπη «φίλον τέκος» κορούλα μου, τον Οδυσσέα «τέκνον εμόν» και τον Τηλέμαχο «γλυκερόν φάος», φώς γλυκό μου. Ο Οδυσσέας προσφωνεί  την Ευρύκλεια «μαία» (μαμίτσα, μάννα), η Πηνελόπη την αφοσιωμένη τροφό «μαία φίλη» καλή μου μάννα, κυρούλα, τις δε δμωές «φίλαι». Ο Τηλέμαχος τον Εύμαιο, τον θείο χοιροβοσκό, «άττα», παππούλη και «δί’ Εύμαιε» (θείε Εύμαιε) και ο Φιλοίτιος για τον Οδυσσέα «αλί σε μένα που τον έχασα» Υ,209, όταν πιστεύει πως ο Οδυσσέας έχει χαθεί. Τι λέτε, θα τους πούμε δούλους αυτούς τους ανθρώπους;

Στην αρχαία Ελλάδα

Με σημερινές, συναισθηματικές, κοινωνικές και πολιτικές ιδεολογίες δεν είναι σωστό να κρίνουμε και να αξιολογήσομε μονοσήμαντα κοινωνικά φαινόμενα απόμακρων καιρών. Αυτά ως εισαγωγή στο θέμα.

Και μια πρώτη απάντηση στους αφελείς που λένε ότι τον Παρθενώνα τον έχτισαν δούλοι. Δούλοι υπήρξαν όλοι οι άλλοι λαοί, εκτός του βασιλιά («τα βαρβάρων γαρ δούλα πάντα πλην ενός», μας λέει ο Ευριπίδης στην «Ελένη» του).  Τόσα εκατομμύρια δούλων πώς δεν  έχτισαν πεντέξι Παρθενώνες;

Ναι, δούλοι υπήρξαν στις κατοπινές εποχές και ιδιαίτερα στους κλασσικούς χρόνους. Αναφερόμαστε ιδιαίτερα στον 5ο και 4ο π.Χ. αιώνα. Δεν υπήρξε σπίτι στην Αθήνα που να μην έχει τουλάχιστον ένα δούλο. Πρέπει να ήταν κανείς πολύ φτωχός για να μην έχει αποκτήσει. Ένας πλούσιος έφτανε να έχει ακόμη και πενήντα δούλους. Υπολογίζεται ότι στην Αθήνα ζούσαν εκατό, κατ’ άλλους εκατόν είκοσι χιλιάδες δούλοι, από τους οποίους 65.000, δηλαδή πάνω από τους μισούς, ασχολούνταν με οικιακές υπηρεσίες, σε ένα συνολικό Αθηναϊκό πληθυσμό κάπου εκατό χιλιάδων και επομένως δεν αποτελούσαν τη βάση της οικονομικής ζωής στην Αττική.

Η κυριότερη αγορά δούλων γινόταν στη Δήλο αλλά και σε άλλα μέρη. Ο μεγαλύτερος πληθυσμός των δούλων με τις πλέον σκληρές συνθήκες εργάζονταν στα μεταλλεία του Λαυρίου αλά και στους μύλους, να κινούν τις μυλόπετρες που άλεθαν σιτάρι. Εκεί «τους στοίβαζαν σε βρώμικες κατασκηνώσεις, χωρίς οικογένεια, για να γλυτώνουν τα παραπανίσια έξοδα» (Flaceliere). Παρ΄ όλα αυτά δεν θύμιζαν τα  φριχτά με ξύλο και βιασμούς βασανιστήρια των δυστυχισμένων Νέγρων σκλάβων στις φυτείες με τα ζαχαροκάλαμα, τις νότιας Αμερικής, όπως περιγράφονται στην «Καλύβα του μπάρμπα Θωμά», κι ακόμα δεν είχαν καμία σχέση με τα εγκλήματα του Κολόμβου, που δεν τα αναφέρουν τα σχολικά βιβλία.

Ούτε σύγκριση χωράει με τους δούλους της Ρώμης, που δούλευαν στα μεγάλα αγροκτήματα, τα latifundia, όπου το γερασμένο ή άρρωστο σκλάβο τον πετούσαν κυριολεκτικά στο δρόμο. Γι’ αυτό οι συχνές εξεγέρσεις και η μεγάλη επανάσταση των δούλων με επικεφαλής το Θρακιώτη Σπάρτακο το 73 π.Χ,

Οι Αθηναίοι αφιέρωναν πολύ για χρόνο  για τον εαυτό τους, διότι για τις προσωπικές και οικιακές τους υπηρεσίες φρόντιζαν οι δούλοι.

Όσα εξιστορήσαμε παραπάνω, είναι ίσως τα χειρότερα αρνητικά. Υπάρχουν και ελαφρύνσεις.  Υπάρχει διάκριση ανάμεσα στους δούλους που γεννήθηκαν σε σπίτι κι εκείνους που αγοράστηκαν. Αποκτούσαν σχέσεις με τους κυρίους τους και με τα παιδιά τους στα οποία γίνονταν παιδαγωγοί και βελτίωναν τη θέση τους. Όσοι έμπαιναν στα Συμβούλια, στα δικαστήρια, στα οπλοστάσια, στους Θησαυρούς  και επωμίζονταν αξιώματα, βελτίωναν τη θέση τους και επιβραβεύονταν για τη συμπεριφορά τους. Η ανταμοιβή καλών υπηρεσιών επίσης μπορούσε να αλλάξει τη ζωή τους.

Στο Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα τους έγινε η τιμή να συστρατευθούν με τους Αθηναίους και στη ναυμαχία των Αργινουσών, στας δυσμάς του βίου της αθηναϊκής Δημοκρατίας, με τη συμμετοχή τους, έγιναν απελεύθεροι. Όμως παρέμεναν οι δούλοι, διότι οι θεσμοί δεν άλλαξαν.

Οι εποχές όμως με την πάροδο των χρόνων αλλάζουν, ήρθε μια ώρα να πνεύσει νέος  αέρας, καινούριες ιδέες να εισβάλουν, θετικές με πρωτοπόρους διαφωτιστές και αντιδραστικές, με στρεψόδικους και απαρνητές των μεγάλων αξιών. Είναι το μεγάλο κύμα των σοφιστών, που όρμησε στο κατεστημένο των Αθηνών ταράζοντας τα νερά.  Εμάς μας ενδιαφέρουν οι πρώτοι. Εκεί ετέθη το μεγάλο και ριζικό ερώτημα αν οι άνθρωποι θεωρούνται συμφώνως τη φύσει, ή είναι αποτέλεσμα συμβάσεων, όπως οι δούλοι, και συνεπώς επιδέχονται βελτίωση.

Μας ενδιαφέρουν οι ανθρωπιστικές διασκαλίες με πρωταγωνιστές τον Πρωταγόρα, τον Αντιφώντα, τον Γοργία, τον Πρόδικο και λοιπούς άλλους που κυνηγήθηκαν τόσο από το κατεστημένο των Αθηνών, ώστε μόνο σπαράγματα μείναν από τα έργα τους. Υπάρχει μάλιστα και ένας που ακούει στο όνομα Αλκιδάμας, που από αυτόν διασώθηκε μόνον ένας στίχος που ζυγίζει καντάρια χρυσού: «Ουδένα δούλον η φύσις πεποίηκεν, πάντας ελευθέρους αφήκεν θεός». 

Ζυγίστε αυτό το στίχο με τα «ομιλούντα εργαλεία» και τά «ανδράποδα» για να καταλάβετε την τρομαχτική διαφορά που έφερνε αυτό το ρεύμα. Πώς να μη κυνηγηθούν οι φορείς του; Oι θεσμοί λοιπόν αντιστάθηκαν, άντεξαν, οι σοφιστές κυνηγήθηκαν, οι πόλεμοι έφεραν νέες περιπέτειες, ώσπου μετά τον Μ. Αλέξανδρο πλάκωσε η Ρώμη.

Nαι, υπήρξαν δούλοι στην Ελλάδα, ξέρετε όμως κανένα από όλους αυτούς τους δούλους λαούς, να ξυπνήσει  και να υψώσει φωνή διαμαρτυρίας όπως έγινε με τους Έλληνες;

πρωινός λόγος 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.