Η Αγροτική Πολιτική Μητσοτάκη μεταξύ Στρατηγικής Ανεπάρκειας και Αποποίησης Ευθυνών
Γράφει ο Γιάννης Κίτσος, οικονομολόγος – σύμβουλος χρηματοοικονομικού και στρατηγικού σχεδιασμού
Η ελληνική αγροτική παραγωγή βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο, και αντί η κυβέρνηση Μητσοτάκη να αναλάβει ουσιαστικές ευθύνες για τα χρόνια προβλήματα του πρωτογενούς τομέα και να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις παρατηρούμε για άλλη μια φορά την ίδια τακτική, την γνωστή μέθοδο πολιτικής χειραγώγησης, επικέντρωση, δηλαδή, στην επιχείρηση συμψηφισμού και αποποίησης ευθυνών, με κατηγορίες προς τους προηγούμενους. Αυτή τη φορά, μετά το αμαρτωλό παρελθόν του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ, η κυβερνητική προπαγάνδα επιλέγει να στρέψει τα πυρά της και προς τη κυβέρνηση Καραμανλή προσπαθώντας να την συνδέσει με την τρέχουσα κατάσταση του αγροτικού τομέα.
Συγκεκριμένα, την κυβέρνηση Καραμανλή, την κατηγορεί για την «αποτυχημένη πολιτική επιδοτήσεων» και το «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά». Αν και κανείς δεν υποστηρίζει ότι όλα έγιναν καλά την περίοδο εκείνη, το σημερινό παράδειγμα της ΣΕΚΕ καταρρίπτει την κατηγορία ότι η τότε πολιτική του Καραμανλή δεν είχε στρατηγική και όραμα για τον πρωτογενή τομέα. Πολλοί αναρωτιούνται τι κάνει ένας πρώην πρωθυπουργός ως Πρόεδρος Διοικητικού Συμβουλίου σε μια αγροτική ένωση.
Η ΣΕΚΕ, η οποία αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια υπό την καθοδήγηση του Αλέξανδρου Κοντού, αποτελεί σήμερα μια επιτυχημένη περίπτωση του συνεταιριστικού κινήματος στον αγροτικό τομέα. Ο Κώστας Καραμανλής, ως πρόεδρος του ΔΣ της ΣΕΚΕ, και ο Αλέξανδρος Κοντός, υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης της τότε κυβέρνησης, και σημερινός διευθύνων σύμβουλος, έχουν αποδείξει ότι η στρατηγική των συνεταιρισμών μπορεί να αποτελέσει πρότυπο ανάπτυξης για τον αγροτικό τομέα, βασισμένο στην ποιότητα, την καινοτομία και την εξωστρέφεια.
Η ΣΕΚΕ, με τις επενδύσεις της και την εξαγωγική της δραστηριότητα, κατάφερε να αναδειχθεί σε ηγέτιδα εταιρεία στον τομέα του καπνού, δημιουργώντας μια βιώσιμη και ανταγωνιστική επιχείρηση που δραστηριοποιείται όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Η στρατηγική αυτή του εκσυγχρονισμού, της εξωστρέφειας και της συνεργασίας με άλλες χώρες και επιχειρήσεις έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη διαχρονική πολιτική των επιδοτήσεων που συνήθως αποτυπώνεται σε σχήματα αδράνειας και βραχυπρόθεσμων λύσεων.
Από την κυβερνητική προπαγάνδα δεν ξεφεύγει ούτε η διακυβέρνηση Σαμαρά. Μαζί με την ΣΕΚΕ, παράδειγμα αναδιάρθρωσης του πρωτογενούς τομέα υπήρξε η στρατηγική της κυβέρνησης Σαμαρά, η οποία, παρά τις οικονομικές δυσχέρειες και την έλλειψη ρευστότητας, προώθησε τον εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων. Μέσω ευρωπαϊκών κονδυλίων στηρίχθηκαν μικρές και μεσαίες αγροτικές επιχειρήσεις και προωθήθηκε ο εκσυγχρονισμός των υποδομών και η ενίσχυση της εξαγωγικής δυναμικής. Η βιώσιμη γεωργία και ο αγροτουρισμός αποτέλεσαν κεντρικούς στόχους. Αυτή η στρατηγική είχε στόχο να θέσει τις βάσεις για έναν πιο σύγχρονο και ανταγωνιστικό αγροτικό τομέα στην Ελλάδα αλλά, δυστυχώς, εγκαταλείφθηκε μετά την πτώση της κυβέρνησης Σαμαρά και την ανάληψη της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ και αργότερα από τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Ο Μητσοτάκης, ο οποίος υπήρξε βουλευτής, υπουργός και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος στην κυβέρνηση Σαμαρά και βουλευτής στην κυβέρνηση Καραμανλή, σήμερα χλευάζει την πολιτική των δυο προκατόχων του στο κόμμα. Το ερώτημα είναι, αν την κατακρίνει τώρα, γιατί δεν διαφωνούσε ανοιχτά τότε;
Από την κυβερνητική προπαγάνδα, όμως, δεν ξεφεύγουν ούτε οι αγρότες. Η κυβέρνηση επιτίθεται στην «κακή νοοτροπία» των αγροτών, χωρίς ποτέ να εξετάσει τις αιτίες που την τροφοδοτούν. Αντί να εστιάσει στις πραγματικές αιτίες των προβλημάτων, δηλαδή στην πολιτική ανικανότητα και τη διαχρονική ανεπάρκεια του κράτους, προτιμά να ρίχνει ευθύνες στους αγρότες, κατηγορώντας τους για «ανευθυνότητα». Αυτή η νοοτροπία δεν είναι απλώς μία προσωπική αποτυχία των αγροτών, αλλά το αποτέλεσμα ενός πολιτικού συστήματος που για δεκαετίες οικοδομούσε το κράτος στην αναξιοκρατία, τη γραφειοκρατία και την αθέμιτη εξάρτηση από τις επιδοτήσεις.
Οι επιδοτήσεις χρησιμοποιήθηκαν συχνά ως εργαλείο πολιτικής επιρροής και κατέληξαν να δημιουργήσουν μια νοοτροπία στους αγρότες ότι μπορούν να επιβιώσουν χωρίς να αναδιαρθρώσουν την παραγωγή τους. Η ελληνική πολιτική παράδοση, όπως αυτή διαμορφώθηκε από την ίδρυση του κράτους και εδραιώθηκε με την πάροδο του χρόνου, ιδιαίτερα κατά τα χρόνια της μεταπολίτευσης, δημιούργησε ένα πλαίσιο που δεν ενθάρρυνε την ατομική πρωτοβουλία ή την παραγωγική αξιοποίηση των πόρων της υπαίθρου, αλλά την εξάρτηση από το κράτος.
Η νοοτροπία της επιδότησης, χωρίς όμως την αντίστοιχη επένδυση σε υποδομές ή συνεχιζόμενη αγροτική εκπαίδευση, έγινε καθεστώς και για τους αγρότες, οι οποίοι χωρίς κίνητρα και οράματα για την ανάπτυξη τους, κατέληξαν να προσαρμοστούν σ’ ένα σύστημα που τους καθήλωνε στην αναμονή των επιδοτήσεων. Η αλήθεια είναι ότι οι αγρότες, ακόμα και εκείνοι που προσπαθούν να είναι αξιόλογοι παραγωγοί, βρίσκονται παγιδευμένοι σε ένα σύστημα που τους ωθεί να υιοθετήσουν αυτή τη νοοτροπία για να επιβιώσουν.
Για το ελληνικό κράτος, το ζητούμενο δεν είναι να προσάψει ενοχές στους αγρότες ή στους προηγούμενους, αλλά να αναλάβει την ευθύνη για την κατασκευή ενός συνεκτικού και λειτουργικού πλαισίου για την αγροτική ανάπτυξη. Η πολιτική που έχει ακολουθήσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έχει οδηγήσει σε ουσιαστικές αλλαγές στον αγροτικό τομέα, αλλά μόνο σε σκάνδαλα, απαξίωση και εγκατάλειψη του τομέα, και σε επικοινωνιακά πυροτεχνήματα – πχ όπως η ένταξη του ΟΠΕΚΕΠΕ στην ΑΑΔΕ – που απέχουν από την πραγματική ανάγκη της ελληνικής υπαίθρου. Η επιλογή της να επιτεθεί στη «κακή νοοτροπία» των αγροτών χωρίς να αναγνωρίσει τις πολιτικές και διαρθρωτικές αιτίες των προβλημάτων τους, ή να μεταθέσει τις ευθύνες στους προηγούμενους και μάλιστα εκεί όπου είναι αβάσιμες, αποτελεί όχι μόνο αποφυγή των ευθυνών της, αλλά και ένδειξη πολιτικής ανεπάρκειας.
Είναι καιρός να εγκαταλείψουμε τις επικοινωνιακές τακτικές και να απαιτήσουμε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να επιτευχθεί πραγματική ανάπτυξη στον αγροτικό τομέα. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, παρά την ανικανότητα της να προσφέρει αποτελεσματικές λύσεις, επιλέγει να παραμείνει παγιδευμένη στο παρελθόν, αφήνοντας την ελληνική ύπαιθρο να υποφέρει από την έλλειψη πραγματικής πολιτικής βούλησης για αλλαγή.

