H ελληνική απερισκεψία απέναντι στην τουρκική πειρατεία
Γράφει η Εύα Κουλουριώτη, Πολιτική αναλύτρια ειδική σε θέματα Μέσης Ανατολής
Μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι ο πραγματικός χρόνος υπογραφής του μνημονίου κατανόησης της Τουρκίας και της Λιβύης μεταξύ του Ερντογάν και του Σαράτζ ήταν κατά την συνάντησή τους μετά την σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Λονδίνο και όχι πριν από αυτή. Και ήταν το αποτέλεσμα της αυξημένης αυτοπεποίθησης της τουρκικής κυβέρνησης μετά την επιχείρηση ”Πηγή Ειρήνης” στην ανατολική Συρία, την οποία η Άγκυρα έθεσε σε εφαρμογή παρά τις αντιρρήσεις των Ευρωπαίων και του Αμερικανικού Κογκρέσου, αλλά και τον εφησυχασμό των ΗΠΑ στον φάκελο των ρωσικών πυραύλων.
Είναι σαφές ότι η υπογραφή μνημονίου κατανόησης με την κυβέρνηση Σαράτζ είναι ένα ακόμα επεισόδιο στο σήριαλ της τουρκικής κλιμάκωσης που ξεκίνησε όταν ο Ερντογάν και το κόμμα του έχασαν την μάχη της Κωνσταντινούπολης με τη συμφωνία των S-400 για να φθάσει στην τουρκική πειρατεία στην θαλάσσια περιοχή της Κρήτης. Εδώ θα πρέπει να σταθούμε στις λεπτομέρειες του φακέλου της Λιβύης για να κατανοήσουμε τις πιθανότητες επιτυχίας των πρόσφατων ελληνικών κινήσεων και ποιες επιλογές μπορεί να σταματήσουν αυτή την τουρκική πειρατεία στα ελληνικά χωρικά ύδατα.
Στο αρχείο της Λιβύης, η πίτα του πετρελαίου είναι το επίκεντρο και η αιτία των συγκρούσεων και των περιφερειακών και διεθνών κινήσεων. Όμως το σκηνικό είναι τόσο περίπλοκο ώστε ακόμα και πολλοί αναλυτές της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής μπορεί να χαθούν στις λεπτομέρειές του. Αυτό που ενδιαφέρει την Αθήνα συνοπτικά είναι ότι υπάρχουν δύο αντιμαχόμενες πλευρές, η πρώτη στην Τρίπολη με επικεφαλής την κυβέρνηση της Εθνικής Συμφωνίας του πρωθυπουργού Φάγιεζ αλ-Σαράτζ, υποστηριζόμενη από την Τουρκία με όπλα, υλικοτεχνική υποστήριξη και παροχή πληροφοριών, ενώ η δεύτερη στη Βεγγάζη με επικεφαλής τον στρατηγό Χαλίφα Χάφταρ, υποστηριζόμενη από πολλά κράτη, κυρίως τα ΗΑΕ και την Ρωσία που παρέχουν χρήματα, όπλα και εκπαίδευση. Η ευρωπαϊκή πλευρά είναι διχασμένη αφού η Ιταλία υποστηρίζει την Τρίπολη και .η Γαλλία υποστηρίζει την Βεγγάζη.
Κατά συνέπεια, η διαίρεση της Ευρώπης στην λιβυκή σκηνή μειώνει την επιρροή της στις πρόσφατες τουρκικές κινήσεις.Το να βασιστεί λοιπόν κάποιος στο Παρίσι, το Λονδίνο ή ακόμα και το Βερολίνο για να ασκήσουν πιέσεις στην κυβέρνηση της Λιβύης γνωρίζοντας την κατάσταση που επικρατεί, είναι παράλογο. Όπως εξάλλου είναι αφελές πολιτικά να περιμένει κανείς να ασκήσουν πιέσεις στην Άγκυρα που κραδαίνει εκβιαστικά το χαρτί των προσφύγων.
Πράγματι, η ελληνική κυβέρνηση, που σοκαρίστηκε από το μνημόνιο μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης, ήλπιζε ότι οι συναντήσεις του Λονδίνου στο πλαίσιο της συνόδου των ηγετών των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ θα συνέβαλαν ουσιαστικά στο να κάνει η Άγκυρα ένα βήμα πίσω. Το αποτέλεσμα ήταν το ακριβώς αντίθετο. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέστρεψε με άδεια χέρια, ενώ ο Ερντογάν επέστρεψε με το πράσινο φως Ευρώπης-Αμερικής που τον ώθησε να συναντήσει τον Σαράτζ για δεύτερη φορά σε λιγότερο από 20 ημέρες και, κατόπιν, να πείσει το τουρκικό κοινοβούλιο να επικυρώσει το μνημόνιο κατανόησης. Από αυτό το σημείο και μετά, η ελληνική κυβέρνηση αναγκάστηκε να εναποθέσει τις ελπίδες της στην εξέλιξη της εσωτερικής κατάστασης στην Λιβύη, ευχόμενη να ακυρωθεί τελικώς το μνημόνιο κατανόησης δεδομένης της αντίδρασης του Χάφταρ και του λιβυκού κοινοβουλίου του Τομπρούκ σε αυτό.
Όσον αφορά στο εσωτερικό της Λιβύης, η σύγκρουση στο πεδίο διαρκεί στην πραγματικότητα για περισσότερα από τέσσερα χρόνια και στα χαρτιά για σχεδόν εννέα μήνες. Υπό το πρίσμα της ισορροπίας δυνάμεων πίσω από κάθε πλευρά είναι μία σύγκρουση μέσα σε έναν ατελείωτο φαύλο κύκλο. Εάν, μάλιστα όπως διαφαίνεται, η Τουρκία στείλει στρατεύματα στην Τρίπολη, αυτή η σύγκρουση θα διαρκέσει επί μακρόν και δεν η λύση δεν μπορεί να δοθεί στρατιωτικά αλλά, τελικά, θα είναι πολιτική που θα ικανοποιεί όλες τις πλευρές. Το σχέδιο που ακολουθεί η ελληνική κυβέρνηση βάσει του οποίου η σύγκρουση μπορεί να τελειώσει σύντομα με μεγάλη νίκη του στρατηγού Χάφταρ ο οποίος στη συνέχεια θα ακυρώσει το μνημόνιο κατανόησης και θα επιστρέψει στο σημείο μηδέν αποτελεί άγνοια της πραγματικότητας και των λεπτομερειών της.
Ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι ο Χάφταρ που υποστηρίζεται από τους Ρώσους μπορεί να έχει διαφορετική άποψη εάν ο Πούτιν βλέπει τα πράγματα αλλιώς: η ρωσική στρατιωτική στήριξη είναι απολύτως αναγκαία για τον στρατό του Χάφταρ που δεν μπορεί αντέξει τις συνέπειες της απώλειάς της. Υπό το φως, δε, των εξαιρετικών ρωσοτουρκικών σχέσεων, κάτι που είναι καταφανές από τον φάκελο της Συρίας, ο Ερντογάν μπορεί να πείσει τον Πούτιν ότι το μνημόνιο κατανόησης με την κυβέρνηση της Τρίπολης είναι προς το συμφέρον της Ρωσίας και πιο συγκεκριμένα του Turkish stream και των ρωσικών ενεργειακών πρότζεκτ στην Ευρώπη. Η Τουρκία μπορεί μέσω του χάρτη των θαλασσίων συνόρων με την Λιβύη να εμποδίσει το ισραηλινό σχέδιο να τροφοδοτηθεί η Ευρώπη με φυσικό αέριο και από εκεί και μετά ο Πούτιν εύκολα μπορεί να κάνει τον Χάφταρ να δεχτεί αυτό το μνημόνιο κατανόησης.
Όσο η ελληνική κυβέρνηση προσεύχεται στον Θεό να νικήσει ο Χάφταρ, η Άγκυρα ξεκίνησε την επικοινωνία της για το θέμα με την Μόσχα αρχικά μέσω τηλεφωνικής συνομιλίας μεταξύ Ερντογάν και Πούτιν, ακολουθούμενη μία μέρα μετά, από επίσκεψη μεγάλης τουρκικής αντιπροσωπείας στην Μόσχα συμπεριλαμβανομένων των Τούρκων υπουργών Άμυνας και Εξωτερικών και του αρχηγού της ΜΙΤ Χακάν Φιντάν με τον φάκελο Λιβύη να βρίσκεται στην κορυφή των συζητήσεων αυτής της επίσκεψης. Εχθές, η ρωσική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι είναι σε επαφή και με την πλευρά Χάφταρ και με την πλευρά Σαράτζ – προφανώς μέσω της Τουρκίας. Και εδώ πρέπει να απευθύνουμε στην ελληνική κυβέρνηση το εξής ερώτημα: Έχει σχέδιο Β;
Η βραδύτητα των αντιδράσεων της ελληνικής κυβέρνησης ήταν και εξακολουθεί να είναι ο λόγος για την συνεχή τουρκική κλιμάκωση. Όταν η Άγκυρα κινήθηκε το περασμένο καλοκαίρι στην περιοχή της Κύπρου, δεν αντιμετωπίστηκε έντονα από την Αθήνα και την Λευκωσία, γεγονός που οδήγησε λογικά στην ώθηση της Τουρκίας προς μια νέα κλιμάκωση, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η υπογραφή του μνημονίου με την λιβυκή κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας. Είναι μια πραγματικότητα που εξελίσσεται μέρα με τη μέρα και μπορεί να είναι το προοίμιο άλλων τουρκικών κινήσεων, γιατί όχι, προς τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου ή και την συνθήκη της Λωζάνης.
Εάν η ελληνική κυβέρνηση είχε κινηθεί άμεσα και πριν από την σύνοδο του ΝΑΤΟ υπογράφοντας ένα μνημόνιο με την πλευρά Χάφταρ, αυτό θα ανάγκαζε την Τουρκία να επανεξετάσει την στάση της, να κάνει ένα βήμα πίσω και να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για να βρεθεί μια μέση λύση. Τώρα υπάρχει ελάχιστος χρόνος για να γίνει προσπάθεια να σωθεί η κατάσταση. Κατ’αρχάς θα πρέπει να γίνει άμεσα επαφή με τον Χάφταρ και δεύτερον πρέπει άμεσα να δημιουργηθεί μια ισχυρή συμμαχία με το Ισραήλ – αν και υπάρχουν ήδη διαρροές στα ισραηλινά ΜΜΕ ότι γίνονται μυστικές συνεννοήσεις με την Τουρκία – και των εμπλεκόμενων στην περιοχή, της Κύπρου, της Αιγύπτου και του Χάφταρ και να καταστεί σαφές ότι οι τουρκικές ενέργειες απειλούν πρωτίστως τον Eastmed που στοχεύει να μεταφέρει φυσικό άεριο στην Ευρώπη και μπορεί να είναι η απαρχή μεγαλύτερης κλιμάκωσης στα αιγυπτιακά και λιβυκά ύδατα.
Εάν τα παραπάνω αποτύχουν, τότε η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που διαθέτει – την αναθεώρηση των συμφωνιών για τις βάσεις και την αμυντική συνεργασία αλλά και το Σκοπιανό – για να πιέσει τους Αμερικανούς να πάρουν ξεκάθαρη θέση για την τουρκική παρανομία, κάτι που δεν έχουν κάνει έως αυτήν την στιγμή και να στριμώξουν την Τουρκία. Επίσης, εάν αποκαλυφθεί ότι το Τελ Αβίβ βρίσκεται σε συζητήσεις με την Άγκυρα και έχει αποδεχθεί ότι έχει δικαιώματα σε αυτήν την θαλάσσια περιοχή, η Ελλάδα πρέπει να δηλώσει επισήμως ότι γι’αυτήν το πρότζεκτ του Eastmed δεν υφίσταται. Οι Ισραηλινοί ας διαλέξουν στρατόπεδο. Ή την Ελλάδα, ή την Τουρκία.
Η Αθήνα δεν είναι αδύναμη ούτε πολιτικά, ούτε στρατιωτικά. Διαθέτει πολλά χαρτιά που μπορεί να αξιοποιήσει για να προωθήσει τα συμφέροντά της. Αλλά μάλλον υποφέρει από την παρουσία ανθρώπων με ηγετικό ρόλο στην ελληνική πολιτική σκηνή που δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν πολιτικές κρίσεις. I rest my case.