Αυτό δεν κάνει και η Μαφία;
Γράφει ο Γιάννης Κίτσος, οικονομολόγος – σύμβουλος χρηματοοικονομικού και στρατηγικού σχεδιασμού
Υπάρχει ένας τρόπος άσκησης εξουσίας που δεν χρειάζεται ιδεολογία ούτε πειθώ. Χρειάζεται μόνο σιωπή. Δίνεις σε κάποιον κάτι για το οποίο δεν μπορεί να μιλήσει και από εκείνη τη στιγμή, τον κρατάς στο χέρι. Δεν απαιτείται απειλή. Η ίδια η εμπλοκή αρκεί.
Αυτό το μοντέλο αποτυπώνεται με συνέπεια στη διακυβέρνηση Μητσοτάκη. Όχι ως τυχαία απόκλιση, αλλά ως συστηματική μέθοδος εξουσίας, μέσα από την παραγωγή εξαρτήσεων, ανοχών και ελεγχόμενων συγκρούσεων.
Σκεφτείτε ένα κράτος όπου οι απευθείας αναθέσεις και οι «έκτακτες διαδικασίες» μετατρέπονται σε κανονικότητα. Όπου το δημόσιο χρήμα κυκλοφορεί γρήγορα, αλλά η λογοδοσία κινείται αργά. Δεν χρειάζεται όλοι να παρανομήσουν. Αρκεί να ωφεληθούν. Και όποιος ωφελήθηκε, δύσκολα μιλά.
Σκεφτείτε ένα περιβάλλον όπου μεγάλα τμήματα των μέσων ενημέρωσης εξαρτώνται από κρατική διαφήμιση, καμπάνιες «ενημέρωσης» και χρηματοδοτικά προγράμματα με πολιτικά φορτισμένα κριτήρια. Δεν χρειάζεται λογοκρισία. Όταν έχεις λάβει, δύσκολα ερευνάς. Όταν έχεις ωφεληθεί, δύσκολα συγκρούεσαι. Η ενημέρωση δεν φιμώνεται, αλλά πειθαρχείται.
Σκεφτείτε την υπόθεση των παρακολουθήσεων. Πέρα από κάθε ποινική διάσταση, το πολιτικό μήνυμα ήταν σαφές, σε ένα κράτος όπου ποτέ δεν ξεκαθαρίζεται ποιος και γιατί παρακολουθείται, η υποψία λειτουργεί ως μηχανισμός αυτολογοκρισίας. Δεν χρειάζεται να σε παρακολουθούν. Αρκεί να ξέρεις ότι μπορούν.
Και έπειτα υπάρχουν τα Τέμπη. Για χρόνια, ένα σύστημα λειτουργούσε με ελλείψεις, προειδοποιήσεις, καθυστερήσεις, συμβάσεις που δεν ολοκληρώνονταν και ευθύνες που διαχέονταν. Πολλοί γνώριζαν ότι «κάτι δεν πάει καλά». Λίγοι μιλούσαν. Μετά την τραγωδία, αντί για πλήρη θεσμική κάθαρση, παρακολουθήσαμε μια αγωνιώδη προσπάθεια ελέγχου του αφηγήματος, με την μετατόπιση ευθυνών, περιορισμό της συζήτησης, καταγγελίες περί «εργαλειοποίησης». Τα Τέμπη αποκάλυψαν κάτι βαθύτερο, τι συμβαίνει όταν ένα σύστημα σιωπών καταρρέει και αφήνει πίσω του νεκρούς.
Και πώς αντιμετωπίζονται όσοι ασκούν κριτική σε αυτό το σύστημα; Όχι με θεσμικό διάλογο. Αλλά με απαξίωση, γελοιοποίηση, ηθική αποδόμηση. Παρουσιάζονται ως «επικίνδυνοι», «ανεύθυνοι», «λαϊκιστές», «εργαλειοποιοί της τραγωδίας». Η κριτική δεν απαντάται, αλλά ποινικοποιείται πολιτικά. Όχι στα δικαστήρια, αλλά στο πεδίο της δημόσιας εικόνας. Όποιος επιμένει, απομονώνεται. Όποιος φωνάζει, στοχοποιείται. Όποιος δεν συμμορφώνεται, αντιμετωπίζεται ως απειλή για τη «σταθερότητα».
Αυτό ακριβώς κάνει ένα σύστημα που φοβάται τη ρήξη. Δεν χρειάζεται να εξοντώσει τους αντιπάλους του. Αρκεί να τους καταστήσει αναξιόπιστους. Να τους σπρώξει στο περιθώριο. Να τους παρουσιάσει ως μέρος του προβλήματος και όχι ως φορείς ελέγχου.
Οι πολιτικοί αντίπαλοι δεν αντικρούονται στα επιχειρήματα τους. Έτσι, η αντιπολίτευση δεν φιμώνεται τυπικά, αλλά αδρανοποιείται. Με επικοινωνιακή ισχύ, με φιλικά μέσα, με θεσμική ασυμμετρία. Και όποιος από το εσωτερικό του συστήματος επιχειρεί να διαφοροποιηθεί, θυμίζεται διακριτικά τι έχει λάβει, πού έχει εμπλακεί, τι δεν μπορεί να πει.
Κι αυτό είναι τελικά το κλειδί… η αμοιβαία συνενοχή ως μέθοδος εξουσίας. Δεν κυβερνάς πια με κανόνες. Κυβερνάς με δεσμούς. Με σιωπές. Με φόβο απώλειας.
Κι αν δεν πετύχει αυτό, τότε ενεργοποιείται ο άλλος βραχίονας του συστήματος, ο ψηφιακός πόλεμος. Μαζική ψηφιακή επίθεση μέσα από στρατιές ανώνυμων λογαριασμών, «αγανακτισμένων χρηστών», συντονισμένων αφηγημάτων και επαναλαμβανόμενων μηνυμάτων που πιάνουν δουλειά.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, δεν έλειψαν και καταγγελίες για χακαρίσματα λογαριασμών σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ηλεκτρονική αλληλογραφία ανθρώπων που ασκούσαν δημόσια κριτική. Λογαριασμοί που «έπεσαν» την κρίσιμη στιγμή. Πρόσβαση που χάθηκε. Προσωπικό υλικό που παραβιάστηκε ή επιχειρήθηκε να εργαλειοποιηθεί.
Και εδώ γεννιέται το αμείλικτο ερώτημα… όταν η εξουσία δίνει για να εξασφαλίσει σιωπή, όταν εμπλέκει ανθρώπους σε σχέσεις που δεν μπορούν να καταγγελθούν χωρίς κόστος, όταν αποδομεί όποιον αντιστέκεται και ελέγχει το αφήγημα μετά από τραγωδίες, όταν η ευθύνη διαχέεται μέχρι να εξαφανιστεί, όταν η πολιτική βασίζεται στη συνενοχή και όχι στη διαφάνεια, αυτό δεν κάνει και η Μαφία;
Η διαφορά είναι μία και καθοριστική. Η Μαφία δεν επικαλείται το Σύνταγμα. Δεν μιλά στο όνομα της σταθερότητας. Δεν εμφανίζεται ως θεματοφύλακας της κανονικότητας. Δεν ισχυρίζεται ότι κυβερνά για το «καλό της χώρας».
Και γι’ αυτό το μοντέλο είναι τόσο επικίνδυνο. Γιατί η Δημοκρατία δεν πεθαίνει μόνο με πραξικοπήματα. Συχνότερα καταλύεται με ανταλλάγματα, εξαρτήσεις και πεθαίνει όταν η σιωπή παρουσιάζεται ως «υπευθυνότητα» και γίνεται προϋπόθεση επιβίωσης, και η αλήθεια πράξη εχθρική.

