Από το Aberystwyth στο Αιγαίο και η ψευδαίσθηση του ρεαλισμού

Γράφει ο Γιάννης Κίτσος, οικονομολόγος – σύμβουλος χρηματοοικονομικού και στρατηγικού σχεδιασμού

Η συστηματική μελέτη της διεθνούς πολιτικής άρχισε ως ακαδημαϊκό αντικείμενο το 1919 στο πανεπιστήμιο του Aberystwyth της Ουαλίας, ως αποτέλεσμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Στόχος ήταν η κατανόηση και η αποτροπή των πολέμων στο μέλλον. Το παράδοξο είναι ότι η μελέτη αυτή ξεκίνησε μετά από πόλεμο, κι όμως δεν απέτρεψε τους επόμενους.

 

Η παρατήρηση αυτή, περιγράφει, χωρίς να το ξέρει, και το δράμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής εδώ και εκατό χρόνια. Από τη Μικρασιατική Καταστροφή μέχρι τα Ίμια, από το τουρκολιβυκό μνημόνιο μέχρι τις δηλώσεις Φιντάν για τα 9 ναυτικά μίλια, η Ελλάδα βιώνει ξανά και ξανά το ίδιο μάθημα, ότι η καλή θέληση δεν αρκεί όταν απέναντι σου έχεις έναν αναθεωρητισμό που δεν καταλαβαίνει τη γλώσσα της ειρήνης, αλλά μόνο τη γλώσσα της ισχύος.

 

Η Τουρκία, από τον Κεμάλ μέχρι τον Ερντογάν και τον Φιντάν, δεν άλλαξε στρατηγικό στόχο. Αλλάζει πρόσωπα, όχι προσανατολισμό. Η «Γαλάζια Πατρίδα», η αμφισβήτηση των νησιών, το τουρκολιβυκό μνημόνιο, οι γκρίζες ζώνες, οι παρεμβάσεις σε Συρία και Καύκασο, δεν είναι συγκυριακές κινήσεις. Είναι η σταθερή εφαρμογή μιας ρεαλιστικής αντίληψης ισχύος που λέει ότι ό,τι δεν μπορείς να κερδίσεις με το δίκαιο, το κερδίζεις με την πίεση. Ό,τι δεν σου ανήκει, το διεκδικείς μέχρι να κουραστεί ο άλλος. Η Άγκυρα, μέσα σε έναν αιώνα, απέδειξε ότι ο ρεαλισμός της δεν έχει να κάνει με σχολές σκέψης, αλλά με γεωπολιτικό ένστικτο. Και η Ελλάδα, διαρκώς εγκλωβισμένη ανάμεσα σε έναν φιλελεύθερο ιδεαλισμό που πιστεύει ότι «η ειρήνη θα έρθει αν δείξουμε καλή πίστη» και σε έναν εσωτερικό διχασμό που φοβάται τη σύγκρουση, καταλήγει συχνά να είναι «ρεαλιστική» μόνο προς τον εαυτό της, δηλαδή παραλυμένη.

 

Ορισμένοι στη χώρα μας επικαλούνται τον «ρεαλισμό» για να δικαιολογήσουν την αδράνεια. Μιλούν για «ισορροπία», για «σταθερότητα», για «αποφυγή εντάσεων». Αλλά όπως έγραφε κάποτε ο Χανς Μοργκεντάου, «η σταθερότητα είναι το αποτέλεσμα ισορροπίας ισχύος, όχι της απουσίας διεκδικήσεων». Ο ρεαλισμός που δεν συνοδεύεται από ισχύ δεν είναι ρεαλισμός, αλλά αποδοχή κατωτερότητας. Η Ελλάδα μετά το 1974 υιοθέτησε μια πολιτική «εξευρωπαϊσμού» που στηρίχθηκε στη φιλελεύθερη θεώρηση των διεθνών σχέσεων, ότι δηλαδή το Διεθνές Δίκαιο, οι συμμαχίες, οι οργανισμοί και οι αγορές δημιουργούν αμοιβαία συμφέροντα και άρα ειρήνη. Ήταν μια στρατηγική που μας προστάτευσε για δεκαετίες. Όμως σήμερα, με την Ευρώπη αδύναμη και την Τουρκία επιθετική, η ίδια αυτή στρατηγική δείχνει τα όρια της. Όχι επειδή ο φιλελευθερισμός είναι λάθος, αλλά επειδή τον εφαρμόσαμε χωρίς ρεαλισμό, χωρίς δηλαδή τη βούληση να τον στηρίξουμε με ισχύ.

 

Η θεωρία των διεθνών σχέσεων μας δείχνει τέσσερις οδούς, τέσσερις τρόπους κατανόησης του κόσμου. Ο φιλελευθερισμός πιστεύει ότι οι θεσμοί και η οικονομική αλληλεξάρτηση μπορούν να περιορίσουν τον πόλεμο. Ο ρεαλισμός πιστεύει ότι η ισχύς είναι το μόνο νόμισμα που μετράει. Ο μαρξισμός βλέπει τις διεθνείς συγκρούσεις ως αποτέλεσμα οικονομικής εκμετάλλευσης. Και ο κονστρουκτιβισμός υπενθυμίζει ότι η ισχύς είναι και αφήγημα, η ταυτότητα που κατασκευάζεις, όχι μόνο η δύναμη που διαθέτεις. Η Τουρκία χρησιμοποιεί και τα τέσσερα, επιλεκτικά. Ρεαλισμός στην ισχύ, μαρξιστική ρητορική περί «καταπιεσμένων λαών», φιλελεύθερη πρόσοψη όταν χρειάζεται να προσελκύσει επενδύσεις, και κονστρουκτιβιστική τεχνική αφήγησης όταν μιλά για τη «Γαλάζια Πατρίδα» ως μυθικό εθνικό πεπρωμένο. Η Ελλάδα, αντίθετα, συνήθως εγκλωβίζεται στο πρώτο, στην αμήχανη προσπάθεια να αποδείξει ότι είναι «λογική», και έτσι χάνει την πρωτοβουλία.

 

Ο ελληνικός ρεαλισμός δεν μπορεί να είναι απολογητικός ούτε μιμητικός. Δεν μπορεί να είναι «ρεαλισμός ισορροπίας τρόμου», αλλά ρεαλισμός αυτοπεποίθησης. Ένας ρεαλισμός που συνδυάζει τη φιλελεύθερη προσήλωση στους θεσμούς και το Διεθνές Δίκαιο, τη ρεαλιστική αντίληψη της ισχύος ως προϋπόθεσης ειρήνης, τη μαρξιστική επίγνωση ότι χωρίς παραγωγική βάση και κοινωνική δικαιοσύνη δεν υπάρχει εθνική ανθεκτικότητα, και την κονστρουκτιβιστική σοφία ότι η ταυτότητα ενός έθνους καθορίζει και την εικόνα του προς τα έξω. Η Ελλάδα δεν πρέπει να «φοβάται» να είναι φιλελεύθερη, αλλά πρέπει να είναι ισχυρή για να είναι φιλελεύθερη. Δεν πρέπει να αποκηρύσσει τη Δύση, αλλά να την αναγκάζει να σεβαστεί τα σύνορα της ως δικά της. Δεν πρέπει να εγκλωβίζεται στην αναμονή του «ευρωπαϊκού παράγοντα», αλλά να ενεργοποιεί τον ελληνικό παράγοντα. Να έχει σχέδιο, συνέχεια, παραγωγική αυτάρκεια και διπλωματική τόλμη.

 

Η ειρήνη στο Αιγαίο δεν θα έρθει ούτε με χειραψίες ούτε με ρητορικές περί «καλής γειτονίας». Θα έρθει όταν η Τουρκία καταλάβει ότι η Ελλάδα δεν διαπραγματεύεται τα κυριαρχικά της δικαιώματα και ότι η ισχύς της δεν είναι μόνο στρατιωτική, αλλά θεσμική, τεχνολογική, πολιτισμική. Όταν η χώρα πάψει να αντιδρά αποσπασματικά και αρχίσει να λειτουργεί ως συνεκτικό κράτος με μακρόπνοη στρατηγική.

 

Το Aberystwyth του 1919 μας θύμισε ότι η γνώση μπορεί να αποτρέψει πολέμους. Η Ελλάδα του 2025 οφείλει να αποδείξει ότι η γνώση χωρίς βούληση είναι απλώς διακόσμηση. Η επιστήμη της διεθνούς πολιτικής διδάσκει πώς λειτουργεί ο κόσμος, μόνο που η πολιτική οφείλει να τον αλλάζει προς όφελος της πατρίδας. Ο ρεαλισμός δεν είναι να χαμηλώνεις το κεφάλι. Είναι να ξέρεις πότε και γιατί το σηκώνεις. Και η Ελλάδα, έπειτα από δεκαετίες «λογικής» υπομονής, οφείλει να σηκώσει το κεφάλι της ξανά.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.