“Καλά Χριστούγεννα” από τους influencers με την οικονομία να μένει στάσιμη

Γράφει ο Γιάννης Κίτσος, οικονομολόγος – σύμβουλος χρηματοοικονομικού και στρατηγικού σχεδιασμού

«Καλά Χριστούγεννα» μας εύχονται και φέτος οι influencers. Οι νέοι «επιχειρηματίες» της Ελλάδας, οι πρωταγωνιστές μιας οικονομίας που επενδύει περισσότερο στο Instagram παρά στη μεταποίηση, στην εικόνα αντί στην παραγωγή, στο εύκολο έσοδο αντί στη διατηρήσιμη ανάπτυξη. Πίσω από τα φίλτρα, τα stories και τα χορηγούμενα posts, αποτυπώνεται με ωμό τρόπο το βαθύτερο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, η αντικατάσταση, δηλαδή, της παραγωγικής και ανταγωνιστικής επιχειρηματικότητας από μια οικονομία χαμηλής προστιθέμενης αξίας.

Η Τράπεζα της Ελλάδος κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Η παραγωγικότητα της εργασίας παραμένει μόλις στο 51% του μέσου όρου της ευρωζώνης, ενώ η παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας καταρρέει στο 39%. Οι Έλληνες εργάζονται περισσότερες ώρες, αλλά παράγουν λιγότερη αξία. Κι όμως, αντί η πολιτεία να κατευθύνει πόρους, κίνητρα και πολιτικές προς την ενίσχυση της βιομηχανίας, της τεχνολογίας, της καινοτομίας και των εξαγωγών, παρακολουθεί αμέτοχη μια στρέβλωση: οι νέες επιχειρήσεις που ανοίγουν στη χώρα είναι ολοένα και συχνότερα «ατομικά brands», ψηφιακές περσόνες και επαγγέλματα χωρίς κεφαλαιακή ένταση, χωρίς παραγωγικό αποτύπωμα και χωρίς ανθεκτικότητα στον χρόνο.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, έξι χρόνια τώρα, δείχνει να μην αντιλαμβάνεται, ή να αγνοεί συνειδητά, ότι το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν είναι η έλλειψη «αφήγησης», αλλά η έλλειψη παραγωγής. Οι αυξήσεις μισθών που προβάλλονται επικοινωνιακά δεν στηρίζονται σε αντίστοιχη αύξηση της παραγωγικότητας. Το αποτέλεσμα είναι η άνοδος του μοναδιαίου κόστους εργασίας, η διάβρωση της ανταγωνιστικότητας και η επιστροφή σε κακές συνήθειες του παρελθόντος, όπως προειδοποιεί η ΤτΕ.

Σε αυτό το περιβάλλον, η κυριαρχία των influencers δεν είναι απλώς πολιτισμικό φαινόμενο, αλλά οικονομικό σύμπτωμα. Αντανακλά μια οικονομία μικρών, κατακερματισμένων μονάδων, χαμηλής τεχνολογικής έντασης, με περιορισμένες επενδύσεις σε πάγιο και άυλο κεφάλαιο. Αντανακλά επίσης την αποτυχία του κράτους να συγκρατήσει ανθρώπινο κεφάλαιο υψηλής ειδίκευσης, να ανακόψει το brain drain και να δημιουργήσει συνθήκες ώστε η επιχειρηματικότητα να συνδέεται με την καινοτομία και την παραγωγικότητα, όχι με τα likes και τους αλγόριθμους.

Η ίδια η Τράπεζα της Ελλάδος επισημαίνει ότι η χαμηλή συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών (TFP) οφείλεται στη δομή της οικονομίας, στο μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων, στη γραφειοκρατία, στην υστέρηση ψηφιακών δεξιοτήτων και στο επενδυτικό κενό. Όμως, αντί για μια συνεκτική στρατηγική παραγωγικής ανασυγκρότησης, η κυβερνητική πολιτική εξαντλείται στη διαχείριση κονδυλίων και στην επικοινωνία επιτυχιών που δεν μεταφράζονται σε πραγματική σύγκλιση με την Ευρώπη. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, από το 93,4% του μέσου όρου της ΕΕ το 2009, έχει κατρακυλήσει στο 69,4% το 2024.

Έτσι, ενώ οι κατασκευές και η μεταποίηση δείχνουν ότι υπάρχει δρόμος για αύξηση παραγωγικότητας και μείωση κόστους, η οικονομία συνολικά εγκλωβίζεται σε τομείς όπως το εμπόριο, ο τουρισμός και η εστίαση, και πλέον στο ψηφιακό «επιχειρείν» των influencers, όπου οι μισθοί αυξάνονται χωρίς αντίστοιχη παραγωγική αναβάθμιση. Το αποτέλεσμα είναι μια οικονομία εύθραυστη, εξαρτημένη και αδύναμη να στηρίξει διατηρήσιμους μισθούς και κοινωνική συνοχή.

«Καλά Χριστούγεννα», λοιπόν, από τους influencers. Καλά και ευλογημένα Χριστούγεννα κι από εμένα. Αλλά η πραγματική ευχή για τη χώρα παραμένει ανεκπλήρωτη. Μια Ελλάδα με παραγωγικές, ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, με επενδύσεις, καινοτομία και υψηλή προστιθέμενη αξία. Όσο η κυβέρνηση Μητσοτάκη αδυνατεί να κατανοήσει και να διαχειριστεί αυτές τις δομικές αδυναμίες, τα stories θα πολλαπλασιάζονται, αλλά η οικονομία θα μένει στάσιμη.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.