1821. Θα μάθουμε την αλήθεια; (Γ΄και τελευταίο μέρος)
Από τον Στέλιο Παρασκευόπουλο για λογαριασμό της Boulevard, μηνιαία free pres εφημερίδα
(Γ΄ και τελευταίο μέρος)
Εμφύλιος πόλεμος (Γ΄ και τελευταίο μέρος)
Από τις πιο μελανές στιγμές της Ελληνικής Επανάστασης ήταν ο εμφύλιος πόλεμος που ξέσπασε αναμεταξύ των Ελλήνων. Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι πάντα οι επαναστάσεις και οι μεγάλοι πόλεμοι εμπεριέχουν εμφύλιες διαμάχες. Μπορεί. Κάτι ξέρουν παραπάνω. Όμως, στην περίοδο της Επανάστασης o εμφύλιος πόλεμος ήταν καταστροφικός για την υπόθεση της Ελλάδας.
Οι Οθωμανοί την περίοδο 1823 – 1825 δεν χρειάζονταν να πολεμούν, αφήνοντας μονάχους τους Έλληνες να αλληλοσκοτώνονται. Η χώρα ερήμωσε, οι Τούρκοι κατέλαβαν ανενόχλητοι τα Ψαρά και την Κάσο και παράλληλα προ- ετοιμάστηκε το έδαφος για την αβλαβή έλευση του Ιμπραήμ πασά της Αιγύπτου, ο οποίος υπόταξε τον Μοριά.
Αν οι Έλληνες έδειχναν την ίδια ενεργητικότητα στη μεταξύ τους διαμάχη απέναντι στους Οθωμανούς, ο πόλεμος θα είχε πάρει άλλη τροπή. «Δεν ορκίστηκα, όταν ορκίστηκα να σηκώσω ντουφέκι να πάγω να πολεμήσω με Ρωμαίγους. Είπαμε με Τούρκους. Και δεν πάμε» (Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη). Στην Πνύκα, πολύ αργότερα (1838), ο Κολοκοτρώνης θα πει σε ομιλία του: «Εάν η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία και ίσως εφθάναμεν εις την Κωνσταντινούπολη».
Ο εμφύλιος ήταν σε δύο γύρους.
Ο πρώτος εμφύλιος, που ονομάστηκε «πόλεμος του Κολοκοτρώνη», αποσκοπούσε στην εξουδετέρωση του Γέρου του Μοριά, ο οποίος μετά τις μεγάλες στρατιωτικές του νίκες είχε αναδειχθεί ως ο ηγέτης του αγώνα. Ο Κολοκοτρώνης στην πρώτη εμφύλια διαμάχη ηττήθηκε. Νικητής αναδείχθηκε η κυβέρνηση, δηλαδή οι αλβανόφωνοι καραβοκυραίοι της Ύδρας και των Σπετσών και οι Ρουμελιώτες καπεταναίοι και αρματολοί της Ρούμελης.
Γράφει ο Φίνλεϋ: «Πρόεδρος της Ελλάδος είχε εκλεγεί ο Γεώργιος Κουντουριώτης από την Ύδρα, και αντιπρόεδρος ο Μπότασης από τις Σπέτσες. Είναι ανάγκη να πει κανένας την πικρή αλήθεια, ότι ποτέ δεν έχει ανατεθεί η διαχείριση των υποθέσεων ενός έθνους σε αδαέστερα και ανικανότερα πρόσωπα. Οι Έλληνες είναι ο πιο προκατειλημμένος λαός της Ευρώπης, όταν τίθεται ζήτημα καθαρότητας της Ελληνικής φυλής, και κανένας λαός δε βλέπει ευνοϊκότερα από αυτούς την μόρφωση. Και όμως, με όλο τους τον εθνικισμό και τη σχολαστικότητα εμπιστεύθηκαν τα κοινά, σε μια περίοδο μεγάλης δυσκολίας, σε δύο άνδρες που δεν μπορούσαν να τους απευθύνουν το λόγο ελληνικά, και που η διανοητική τους ανεπάρκεια δεν τους επέτρεπε να εκφράσουν τις σκέψεις τους με σαφήνεια, ακόμα και στην παραεφθαρμένη διάλεκτο των Τόσκηδων, που χρησιμοποιούσαν συνήθως. Οι απόγονοι του Περικλή και του Δημοσθένη υποτάχθηκαν ήμερα σ’ αυτούς τους δύο πολιτιστικά και φυλετικά ξένους, επειδή ήταν ορθόδοξοι και πλούσιοι». Ο δεύτερος εμφύλιος, ονομαζόμενος και «πόλεμος των προεστών», αποσκοπούσε στην ανατροπή Κουντουριώτη.
Οι προεστοί της Πελοποννήσου τον κατηγορούσαν ότι κατέφαγε το πρώτο δάνειο που είχε ζητήσει και λάβει από την Αγγλία. Είναι πράγματι αλήθεια, σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες, ότι το δάνειο αντί να χρησιμοποιηθεί για τις ανάγκες του αγώνα, μοιράστηκε μεταξύ των ημετέρων του Κουντουριώτη που ήταν με το μέρος του στην πρώτη εμφύλια διαμάχη. Έτσι, για παράδειγμα, ένας δικός του οπλαρχηγός πληρωνόταν – αποζημιωνόταν για τους 700 άνδρες που είχε στην ομάδα του, ενώ στην πραγματικότητα δεν διέθετε παραπάνω από 17.
Φυσικά από το δάνειο πληρώθηκαν για τα έξοδά τους όλοι οι καραβοκύρηδες. Κάτι ανάλογο έγινε και με το δεύτερο αγγλικό δάνειο, το οποίο χρηματοδότησε τη δεύτερη εμφύλια διαμάχη. «Το μεγαλύτερο μέρος του πρώτου δανείου πληρώθηκε στους καραβοκύρηδες και στους ναύτες του καλούμενου Ελληνικού στόλου. Και η μερίδα του λέοντος έπεσε στους αρβανίτες της Ύδρας και των Σπετσών.
Οι εμφύλιοι πόλεμοι κατάπιαν σημαντικά ποσά. Οι Ρουμελιώτες καπετάνιοι και στρατιώτες πήραν μεγάλα δώρα για να χτυπήσουν τους συμπατριώτες τους. Όχι ευκαταφρόνητο ποσό μοιράστηκε μεταξύ των μελών του νομοθετικού σώματος, και μεγάλου αριθμού άχρηστων κομματικών φίλων, που ονομάζονταν δημόσιοι υπάλληλοι. Φαναριώτες και γιατροί, που τον Απρίλη του 1824 ήταν ντυμένοι με τρύπια σακάκια, και που ζούσανε με μια μπουκιά ψωμί, πριν περάσει το καλοκαίρι αποβάλανε αυτή την πατριωτική χρυσαλίδα και αναδύθηκαν σε όλη την λαμπρότητα μιας ληστρικής ζωής, στριφογυρίζοντας με πλούσιες αλβανικές φορεσιές, που ακτινοβολούσαν από τα απαστράπτοντα και αχρησιμοποίητα όπλα τους, και ακολουθούμενοι από μικροσκοπικούς βαστάζους των τσιμπουκιών τους και πανύψηλους σωματοφύλακες.
Μήνες ολόκληρους οι δρόμοι του Ναυπλίου ήταν ξέχειλοι από χιλιάδες ευγενείς νέους με γραφικές φορεσιές και πλούσια πλουμισμένα άρματα, που η θέση τους ήταν στα σύνορα της Ελλάδος» (Γεώργιος Φίνλεϋ). «Είναι μάταιο οι ιστορικοί και οι ρήτορες να μας λένε ότι στην καρδιά ανθρώπων που τους έλειπε η κοινή τιμιότητα υπήρχε αληθινός πατριωτισμός. Μόνο στα γαλλικά μυθιστορήματα θα έπρεπε να επαινούνται άνθρωποι που συνδυάζουν τον ηρωισμό με την απάτη» (Θωμάς Γκόρντον).
Στον «πόλεμο των προεστών» (Νοέμβριος 1824) ηγήθηκαν οι προύχοντες της βόρειας Πελοποννήσου, Ανδρέας Λόντος και Ανδρέας Ζαΐμης. Προσχώρησαν σε αυτούς ο Νοταράς, ο Δεληγιάννης και ο Κολοκοτρώνης. Σε αυτή την εμφύλια διαμάχη πρωταγωνιστής αναδείχθηκε ο (Βλάχος την καταγωγή) Ρουμελιώτης Ιωάννης Κωλέττης, μέλος της κυβέρνησης Κουντουριώτη. Έφερε από τη Ρούμελη στον Μοριά μεγάλες δυνάμεις αρματολών και συνέτριψε τους αντάρτες. Ο Πάνος Κολοκοτρώνης, ο πρωτότοκος γιος του «Γέρου», σφάχτηκε σε μια μάχη, ενώ ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης και ο Δεληγιάννης πιάστηκαν και φυλακίστηκαν σε ένα μοναστήρι στην Ύδρα (1825). «Ο Κουντουριώτης και ο Κωλέττης χρησιμοποίησαν τη νίκη τους με ασύνετη βαρβαρότητα. Ο στρατός τους λεηλάτησε όλα τα υπάρχοντα μεγάλου αριθμού ελληνικών οικογενειών που δεν είχαν πάρει μέρος στον εμφύλιο πόλεμο. Άρπαξαν τα κτήνη των χωρικών και σε πολλά χωριά η γη έμεινε άσπαρτη. Οι αρματολοί καταβρόχθισαν τα κατσίκια και τα πρόβατα και ο λαός λιμοκτονούσε. Οι δύο εμφύλιοι αποτελούνε μαύρες κηλίδες στην ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης. Και στις δύο περιπτώσεις καμία δικαιολογία δεν
υπάρχει για εκείνους που σήκωσαν τα όπλα εναντίον της κυβερνήσεως, αλλά στον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο η διαγωγή των προεστών είναι ιδιαίτερα αξιόμεμπτη. Ο πατριωτισμός δεν είχε καμία σχέση σε έναν αγώνα, όπου ο Ζαΐμης και ο Λόντος ενεργούσαν από κοινού με τον Κολοκοτρώνη. Μοναδικά κίνητρα ήταν η φιλοδοξία και η απληστία. Ο συνασπισμός των προεστών και των στρατιωτικών αρχηγών βασιζόταν στη σιωπηλή αξίωση που είχαν, να αποτελέσουν στον Μοριά μια φεουδαρχική αριστοκρατία. Οι αρχηγοί των ανταρτών εγνώριζαν ότι ο λαός ήταν δυσαρεστημένος και ανυπομονούσε να εγκατασταθεί μια εθνική αντιπροσωπεία ικανή να ελέγχει την εκτελεστική εξουσία και να επιβάλλει υπεύθυνη οικονομική διαχείριση. Ο Ζαΐμης και ο Κολοκοτρώνης προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν τον πατριωτισμό του λαού σαν μέσο για να τον δέσουν με νέα δεσμά. Αν οι προεστοί σκέπτονταν και το ελάχιστο για το συμφέρον της χώρας τους, θα υποστήριζαν την αξίωση του λαού με νόμιμα μέσα, και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι γρήγορα θα εξασφάλιζαν την πλειοψηφία στο νομοθετικό σώμα, έστω και όπως ήταν τότε συγκροτημένο. Η ανταρσία τους εγκαινίασε μακρά περίοδο διοικητικής αναρχίας, σπατάλησε τους πόρους της Ελλάδος και δημιούργησε μια νέα φυλή τυράννων, το ίδιο δεσποτικών και κατά πολύ πιο ποταπών από τους μισητούς Τούρκους.
Οι νικητές του εμφυλίου πολέμου ήταν διεφθαρμένοι όσο οι νικημένοι ήταν άρπαγες» (Γεώργιος Φίνλεϋ). Η άφιξη του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο (Φεβρουάριος 1825) και η προέλασή του ανάγκασε τους νικητές του εμφυλίου να αποφυλακίσουν τον Κολοκοτρώνη ώστε να ηγηθεί των μαχών. Ο «Γέρος του Μοριά», όμως, ηττήθηκε στη μάχη των Τρικόρφων (Ιούνιος 1825) και ουσιαστικά αυτό σήμανε και την αποτυχία της Ελληνικής Επανάστασης. Αναπόδραστα, η επαναστατημένη χώρα ανέθεσε επισήμως την τύχη της στην Αγγλία. Την «πράξη υποτέλειας» υπέγραψε και ο Κολοκοτρώνης. Αρνήθηκε να υπογράψει ο Δημήτριος Υψηλάντης. Το ίδιο σκηνικό, σε ανάλογα αδιέξοδα, θα επαναληφθεί δύο ακόμη φορές.
Η πολιτική και στρατιωτική τάξη της Ελλάδος θα καλέσει τον Ιωάννη Καποδίστρια και μετά τη δολοφονία του τον Όθωνα ως πρώτο βασιλέα της Ελλάδος. «Ο λαός καλωσόρισε το βασιλιά σα σωτήρα του από την αναρχία. Ακόμα και τα μέλη της κυβερνήσεως, οι στρατιωτικοί αρχηγοί και οι ανώτεροι αξιωματούχοι που λυμαίνονταν τους πόρους της χώρας, χαιρέτισαν με ευχαρίστηση την άφιξη του βασιλιά. Γιατί κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν πια να αποσπάσουν άλλο κέρδος από τον πληθυσμό που λιμοκτονούσε.
Ο τίτλος όμως που πήρε ο Βαυαρός πρίγκηπας –Όθων, Ελέω Θεού βασιλεύς της Ελλάδος– προκάλεσε μερικούς μυκτηρισμούς ακόμη και από εκείνους που δεν ήταν δημοκρατικοί, γιατί έμοιαζε διεκδίκηση θείου δικαιώματος στον θρόνο από μέρος του οίκου Βίτελσμπαχ. Αλλά κάθε αντίρρηση πέρασε απαρατήρητη και μπορεί κανείς να ισχυριστεί με βεβαιότητα ότι λίγοι βασιλιάδες ανέβηκαν στον θρόνο τους ανά- μεσα σε μεγαλύτερη γενική ικανοποίηση από τον βασιλιά Όθωνα» (Γεώργιος Φίνλεϋ).
Επί Καποδίστρια η Ελλάδα ενωμένη θα δώσει τις τελευταίες αυτή τη φορά νικηφόρες μάχες και θα αποκτήσει την ελευθερία της (Πρωτόκολλα Λονδίνου 1830 και 1832).
Η αυτεξουσιότητα δόθκε στην Πελοπόννησο, στη Ρούμελη, στις Κυκλάδες, στην Εύβοια και την Αττική. «Όλη η απελευθερωμένη Ελλάδα είχε ερημωθεί από την αναρχία. Μεγάλες περίοδοι κακοδιοικήσεως από μέρους της κυβερνήσεως και κυνικής περιφρονήσεως της δικαιοσύνης και της καλής πίστεως από μέρος των πολιτικών και στρατιωτικών αρχηγών είχαν παραλύσει το έθνος…
Η Επανάσταση κατά τα φαινόμενα είχε στεφθεί με επιτυχία. Οι Τούρκοι είχαν διωχθεί από τη χώρα και η Ελλάδα αποτελούσε ανεξάρτητο κράτος. Κι’ όμως η Ελλάδα δεν ήταν ελεύθερη, γιατί ο λαός βογκούσε κάτω από την πιο θηριώδη καταπίεση. Όλα τα γεν- νήματα της γης αρπάζονταν από ορδές στρατιωτών, ναυτών, καπεταναίων, στρατηγών, αστυνομικών, κυβερνητικών υπαλλήλων, φοροεισπρακτόρων, γραμματέων και πολιτικών τυχοδιωκτών που ζούσαν όλοι τεμπελιάζοντας με έξοδα του δημοσίου, ενώ ο αγροτικός πληθυσμός πέθαινε από την πείνα» (Γεώργιος Φίνλεϋ).
Από τις εξιστορήσεις που παρατέθηκαν αντιλαμβάνεται κανείς ότι η Ελληνική Επανάσταση βρίθει πολλών μελανών σημείων. Καταλαβαίνει ότι την υπόθεση την χειρίστηκαν μέτριοι άνθρωποι που δεν δίστασαν να ρίξουν σε εμφύλια διαμάχη έναν λαό προκειμένου να προωθηθούν τα πολιτικά τους συμφέροντα. Αισθάνεται ότι υπήρξαν επαναστάτες που κερδοσκόπησαν ασύστολα. Συνειδητοποιεί ότι οι ταγοί της εποχής προσημείωσαν το μέλλον της χώρας σε δάνεια και σε «πράξεις υποτέλειας». Ότι υπήρξαν βαρβαρότητες και αθλιότητες. Ότι υπήρξαν συνεργασίες με τον Οθωμανό δυνάστη. Και το κυριότερο, στην πολιτική της «Μεγάλης Ιδέας» η Επανάσταση απέτυχε παταγωδώς, όταν περίπου τα 2/3 των ελληνικών πληθυσμών παρέμειναν σκλαβωμένα.
Επομένως, ο ελληνισμός, με την οικουμενικότητα που τον διέκρινε, δεν έκανε την ιστορική του επανεμφάνιση. Και αυτό που επιτεύχθηκε, έτσι όπως οδηγήθηκαν τα πράγματα, δεν ήταν τίποτε άλλο από το να δημιουργηθεί ένα «πρόσθετο κράτος» ως προγεφύρωμα των μεγάλων δυνάμεων της εποχής στην Ανατολική Μεσόγειο.
Και δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετική η τύχη της Ελλάδος όταν η ίδια, από μόνη της, κατέφυγε στα δάνεια των Ευρωπαίων και στην ανάθεση (εκχώρηση) της υπόστασής της, δηλαδή της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας, στην Αγγλία. Ούτε φυσικά οι δυτικοί κηδεμόνες θα επέτρεπαν τη δημιουργία ενός Έθνους – Κράτους, το οποίο θα αποτελούσε πρότυπο στην Ανατολή και θα προκαλούσε δέος στη Δύση. Ωστόσο, από όλο αυτό το μελανό αποτέλεσμα, προέκυψε σε κάθε περίπτωση το μείζον. Ποιο είναι αυτό; Ότι έστω ένα μικρό κομμάτι ελληνικής γης, μετά από 400 χρόνια δουλείας, απέκτησε την ελευθερία του. Και σ’ αυτό πρέπει να σταθούμε. Όλα τα άλλα, όσο σοβαρά κι αν είναι και που πρέπει να μας προβληματίζουν, είναι υποδεέστερα.
Και αυτό έστω το κομμάτι της πατρίδας που απελευθερώθηκε σε κάθε περίπτωση ανατροφοδότησε τον ελληνισμό και τον πολιτισμό μας. Και μπορεί ο Ελληνισμός να μην έκανε την ολική του επαναφορά, αλλά σηκώθηκε όρθιος. Άλλο μείζον κι αυτό. Στάθηκε στα πόδια του (έστω υποβασταζόμενος) με τις ετερότητές του: την πίστη του, τη γλώσσα του, τη λαϊκή του παράδοση. Και τα τρία αυτά εθνολογικά στοιχεία, όσο κι αν ελέγχεται για την ορθόδοξη μονολιθικότητα και τη στάση της σε ορισμένες περιόδους της τουρκοκρατίας, τα κράτησε όρθια η Εκκλησία. Εντάξει, η Ρωμιοσύνη έχει μείνει με τον καημό της.
Έχασε τις αναφορές της και την οικουμενικότητά της. Δεν έπρε-πε να συμβεί η δουλεία των 400 χρόνων. Συνέβη! Αυτή η αιχμαλωσία στοί-χισε πολλά. Ο λαός απέκτησε συνήθειες που τον συνοδεύουν μέχρι σήμερα (σε εξευγενισμένη μορφή). Η συνεργασία με το γκουβέρνο, η λεηλασία του κρα-τικού χρήματος, η φοροδιαφυγή, η «αρπαχτή», ο χρηματισμός των ημετέρων, η αμοιβή (μίζα), η δωροδοκία (μπαξίσι) και πολλά άλλα είναι συνήθειες οθωμανικής περιόδου. Και αυτό που δεν απέ- βαλε με τίποτε ετούτος ο τόπος είναι το «σύνδρομο του Κάιν», και κατά την Αρβελέρ «μόνο οι Έλληνες ανά την Υφήλιον διεξάγουν αδιακόπως και ηρωικώς πόλεμον εμφύλιον». Εν κατακλείδι, πριν ετούτη η αναφορά κλείσει με τις απόψεις δύο ιστορικών, του Βρετανού Γεωργίου Φίνλεϋ και του Βασίλη Κρεμμυδά (διατυπωμένες το 1861 και το 2016), επανερχόμενος στο μείζον της Ελληνικής Επανάστασης, να σημειώσω ότι το 1821 με τους ποταμούς αίματος των Ελλήνων, μαζί με τη γλώσσα και την πίστη μας αποτελούν τη μεγάλη παρακαταθήκη του Ελληνισμού.
Είθε μια ημέρα οι Έλληνες και η πολιτικοί του να τη σεβαστούν και να την αξιοποιήσουν. «Το πιο σημαντικό επίτευγμα, όμως, της εξωτερικής πολιτικής της Επανάστασης είναι ότι μπόρεσε να προκαλέσει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις ισχυρότερες δυνάμεις της Ευρώπης –μεγάλες δυνάμεις μάθαμε να τις λέμε– για τη λύση του ελληνικού προ- βλήματος με προσδοκώμενο κέρδος τη μεγαλύτερη επιρροή στο μελλοντικό κράτος.
Με σημερινούς όρους, η συγκεκριμένη εξωτερική πολιτική διεθνοποιούσε την Επανάσταση, ήταν η επιλογή της, ανέθετε δηλαδή στην Ευρώπη τη λύση ενός προβλήματος που δεν δημιούργησε αυτή· το δημιούργησε στην Ευρώπη η Επανάσταση. Στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 διακρίνει κανείς μια διαρκή πάλη του νεωτερικού με το παραδοσιακό, του νέου εκείνη τη στιγμή με το παλιό εκείνη τη στιγμή· σε όλες τις δια- στάσεις, σε όλα τα μεγέθη και σε όλες τις εκφράσεις το νεωτερικό πάλεψε, ακόμη και πολέμησε, την παράδοση και νίκησε.
Η Ελληνική Επανάσταση έφερε τα πάνω κάτω στην ανατολική Μεσόγειο· επέβαλε τη νεωτερικότητα και προκάλεσε την ανταγωνιστική – μεταξύ τους– επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων υπέρ της, με κερδισμένη τελικά την Αγγλία, την ιδεολογικά πιο κοντινή της εκείνη τη στιγμή ως προς τη λειτουργία του κοινοβουλευτισμού. Η Ελληνική Επανάσταση, χωρίς, ύστερα από τα μέσα του πρώτου έτους, κανένα βαλκανικό χαρακτηριστικό να τη βαραίνει, εντάχθηκε στον νεωτερικό κόσμο της Ευρώπης αφομοιώνοντας τα μηνύματα του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης και προκαλώντας την έναρξη του διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ένα ταμπού έως τότε για τις ανταγωνιστικές Δυνάμεις της Ευρώπης· το δόγμα περί ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν ίσχυε πια» (Βασίλης Κρεμμυδάς».
«Η Ελληνική Επανάσταση δεν δημιούργησε άνδρα υπερόχου μεγέθους, ούτε πολιτικό με τιμή άσπιλο. Η αληθινή δόξα της έγκειται στην αδάμαστη ενεργητικότητα και την ακλόνητο καρτερία του πολλού λαού. Ο λαός πολέμησε με το αίμα των απλών ανθρώπων και με τη δική τους σθεναρότητα κερδήθηκε η υπόθεση, όχι με τις «μεγάλες πράξεις» κανενός ταγού.
Οι Έλληνες σε όλη την διάρκεια της υποταγής τους στον ζυγό ενός ξένου έθνους και μιας εχθρικής θρησκείας ποτέ δεν λησμόνησαν ότι η χώρα που κατοικούσαν ήταν η χώρα των προγόνων τους. Και η σύγκρουσή τους με τους ξένους και άπιστους κυριάρχους, κατά την διάρκεια της πιο ταπεινωτικής δουλείας, προοιώνιζε ότι η αντίθεση έπρεπε να τελειώσει ή με την καταστροφή τους ή με απελευθέρωση.
Στο τέλος ήρθε η Ελληνική Επανάσταση. Απελευθέρωσε ένα χριστιανικό έθνος από την δουλεία στον Μωαμεθανισμό, ίδρυσε στην Ευρώπη ένα νέο κράτος και επεξέτεινε τα πλεονεκτήματα των αστικών ελευθεριών σε περιοχές, όπου ο δεσποτισμός επιχωρίαζε επί αιώνες» (Γεώργιος Φίνλεϋ).