Την εσχάτη των ποινών
Γράφει ο ΑΜ
Αποτελεί γενική αρχή μου πως δεν πρέπει κανείς να λαμβάνει δημοσίως θέση επί εκκρεμών ποινικών υποθέσεων, καθότι είναι μετρημένοι οι άνθρωποι (δικαστές, εισαγγελέας, συνήγοροι κοκ) που έχουν την πλήρη εικόνα της δικογραφίας και τις γνώσεις που τους επιτρέπουν να έχουν άποψη. Καθώς και για το λόγο ότι η αξία του τεκμηρίου αθωότητας για το νομικό μας πολιτισμό είναι εξαιρετικά μεγάλη για να τίθεται σε κίνδυνο.
Ωστόσο, για την περιβόητη υπόθεση της επίθεσης με βιτριόλι στην Ιωάννα Παλιοσπύρου, θα κάνω μια εξαίρεση. Για δύο λόγους.
Ο πρώτος είναι πως εν προκειμένω δεν τίθεται ζήτημα τεκμηρίου αθωότητας. Η κατηγορουμένη κατά την απολογία της στο στάδιο της ανάκρισης έχει αποδεχθεί πλήρως ότι έκανε την πράξη. Δεν υπάρχει αμφιβολία για την ενοχή της. Το μοναδικό ζήτημα που τίθεται για τη δίκη που διεξάγεται, και ο μόνος ουσιαστικά αμυντικός ισχυρισμός της κατηγορουμένης, είναι αν θα συνεχίσει να κατηγορείται για απόπειρα ανθρωποκτονίας ή αν θα μεταβληθεί η κατηγορία σε βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη.
Ο δεύτερος είναι τα ειδεχθή στοιχεία που έχουν δει το φως της δημοσιότητας για το έγκλημα. Τα άρρωστα κίνητρα που φέρεται να είχε η κατηγορουμένη, η τεράστια και μη δυνάμενη να ανατραπεί πλήρως ζημία του θύματος, και η μεγάλη κοινωνική απαξία που πρέπει να έχει η πράξη. Δε μιλάμε για μια οποιαδήποτε υπόθεση του πινακίου, μιλάμε για μια ιστορία με την οποία ασχολείται όλη η Ελλάδα από την πρώτη στιγμή που δημοσιεύθηκε.
Δε μπορώ να γνωρίζω ούτε να προβλέψω τι θα κρίνει το δικαστήριο για το ζήτημα της ύπαρξης ή μη ανθρωποκτόνου προθέσεως. Από την κρίση του αυτή εξαρτάται αν τελικά η κατηγορουμένη θα τιμωρηθεί για απόπειρα ανθρωποκτονίας ή για βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη. Και όντως για το ζήτημα αυτό δεν πρέπει τρίτοι να λαμβάνουν θέση μέχρι την έκδοση δικαστικής απόφασης.
Με δεδομένη όμως την ενοχή της κατηγορουμένης, και τα στοιχεία που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, μπορεί να πει κανείς με ασφάλεια πως, όποιο έγκλημα κι αν αποφασίσει το δικαστήριο ότι διαπράχθηκε κατά την υπόθεση αυτή, κατά την επιμέτρηση της ποινής οφείλει να εξαντλήσει την αυστηρότητά του. Πρόκειται για μια από τις περιπτώσεις που το πλαίσιο ποινής πρέπει να εξαντληθεί, και η κατηγορουμένη να υποστεί τη βαρύτερη δυνατή τιμωρία. Από το πλαίσιο ποινής του εγκλήματος, το δικαστήριο πρέπει να επιβάλει τη μέγιστη δυνατή ποινή. Ούτε μια μέρα λιγότερο. Και από τυχόν ελαφρυντικά που θα ζητηθούν, να αναγνωρίσει μόνο όσα το υποχρεώνει ο νόμος, και κανένα από όσα είναι στην ευχέρειά του.
Η συγκεκριμένη υπόθεση δε μπορεί να τύχει οποιασδήποτε ευνοικής μεταχείρισης ή επιείκειας. Η δράστης πρέπει να τιμωρηθεί με τον αυστηρότερο δυνατό τρόπο. Η λειτουργία της δικαιοσύνης δεν είναι μόνον ατομική, δεν αφορά πάντα μόνο τη συγκεκριμένη περίπτωση που κρίνεται. Είναι πρωτίστως κοινωνική, και κάθε απόφαση που λαμβάνεται στέλνει ένα μήνυμα σε όλους τους κοινωνούς του δικαίου που λαμβάνουν γνώση αυτής. Εν προκειμένω, σε μια υπόθεση που έχει από την πρώτη στιγμή απασχολήσει το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, το μήνυμα που θα σταλεί πρέπει να είναι σαφές: Μηδενική ανοχή στην εγκληματικότητα.
Η συγκεκριμένη κοπέλα, η Ιωάννα Παλιοσπύρου, ξεκίνησε να βγει από το σπίτι της, για μια συνηθισμένη ημέρα, και η ζωή της άλλαξε για πάντα. Με μια κίνηση δέκα δευτερολέπτων η κατηγορουμένη τη σημάδεψε για πάντα. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Έφτασε μια ανάσα από το θάνατο, δε μπορεί να γνωρίζει τι προβλήματα θα της προκύψουν στο μέλλον, και η ζωή που θα ζει από δω και πέρα δε θα έχει καμία σχέση με προ της επίθεσης.
Και παρόλα αυτά, παρά τον εφιάλτη που ζει, έχει το σθένος και τη δύναμη να βγει μπροστά και να υπερασπιστεί τα δίκια της. Δεν κρύφτηκε από ντροπή για ό, τι έπαθε, όπως δυστυχώς (και ανθρώπινα) συμβαίνει συχνά με τα θύματα. Δίνει έναν ανοικτό και δημόσιο αγώνα για τη δικαίωσή της, και στέλνει ταυτόχρονα ένα μήνυμα προς όλα τα θύματα αντίστοιχων εγκληματικών ενεργειών: Ότι η ζωή εξακολουθεί να τρέχει και, ό, τι κι αν έπαθαν, δεν πρέπει να σταματούν να διεκδικούν το μερίδιό τους από αυτή. Και ότι η αρχή της διεκδίκησης αυτής πρέπει πάντα να είναι η δικαίωσή τους από τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας.
Δεν έχει καμία σημασία ποιο ήταν το κίνητρο της κατηγορουμένης. Μπορεί να ήταν κάποιος άντρας, μπορεί απλώς η ζήλια. Δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Γιατί ό, τι και να ήταν δεν της έδινε κανένα δικαίωμα και καμία δικαιολογία. Η συμπεριφορά της δε δύναται να τύχει καμίας απολύτως δικαιολόγησης ή επιείκειας από την ελληνική δικαιοσύνη. Και αυτό γιατί αν συμβεί το αντίθετο, ποιο είναι το μήνυμα που στέλνουν στα εκατομμύρια πολιτών οι συγκεκριμένοι δικαστές; Ότι μπορεί κανείς να καταστρέφει τον άλλο για όλη του τη ζωή και η Πολιτεία δια των θεσμικών οργάνων της να του δείχνει ευνοϊκή μεταχείριση; Που μπορεί να κατευθύνεται μια κοινωνία που συμπεριφορές σαν αυτή δεν τυγχάνουν της μέγιστης δυνατής τιμώρησης και κατακραυγής;
Πρέπει να τονίσω σε αυτό το σημείο πως στην κοινωνία οι άνθρωποι σαν τη συγκεκριμένη κατηγορουμένη, που για λόγους ζήλιας ή εκδίκησης η επίθεση σε κάποιον άλλο περνά από το μυαλό τους περισσότερο από μια απλή σκέψη, δεν είναι λίγοι. Και το όριο ανάμεσα στο να γίνει η σκέψη αυτή απόφαση είναι λεπτό. Αν η Πολιτεία δε δείχνει την αυστηρότητά της σε αντίστοιχα περιστατικά και αφήνει να εμπεδώνεται ένα αίσθημα ατιμωρησίας, αυτό μόνο καταστροφικές συνέπειες μπορεί να έχει.
Με τη δημοσιότητα που έλαβε το συγκεκριμένο περιστατικό, είναι ζωτικής σημασίας για την εύρυθμη λειτουργία και το κύρος της Δικαιοσύνης να αντιμετωπιστεί με τη μέγιστη δυνατή αυστηρότητα. Αφενός λόγω της σκληρότητας της πράξης και των συνεπειών της. Όσο απεχθής κι αν είναι μια πράξη, όταν γίνεται ευρύτερα γνωστή αναπόφευκτα λειτουργεί ως παράδειγμα για πολλούς, και το παράδειγμα αυτό πρέπει να είναι αρνητικό. Αφετέρου λόγω της γενναίας στάσης που έχει τηρήσει το θύμα, η οποία πρέπει να αποτελέσει θετικό παράδειγμα για το μέλλον. Πρέπει να σταλεί παντού το μήνυμα ότι αφενός οι δράστες τέτοιων εγκλημάτων πρωτίστως καταστρέφουν τη δική τους ζωή, και όχι του θύματος, αφετέρου ότι τα θύματα πρέπει να θυμούνται πως η ζωή εξακολουθεί, και να συνεχίζουν να διεκδικούν το μερίδιό τους από αυτή, με αρχή τη δικαστική τους δικαίωση. Αυτό το μήνυμα θα σταλεί αν υπάρξει μια σκληρή καταδίκη. Αντιθέτως, αν η καταδίκη είναι ελαφρά το μήνυμα που θα σταλεί είναι ότι οι δράστες τέτοιων εγκλημάτων αντιμετωπίζονται επιεικώς και δεν έχουν να φοβούνται κάτι ιδιαίτερο από την Πολιτεία, και ότι τα θύματα δεν αξίζει να παλεύουν για τα δικαιώματά τους, αφού τελικά οι θύτες πέφτουν στα μαλακά.
Είμαι βέβαιος ότι η ελληνική Δικαιοσύνη θα πράξει σύμφωνα με τα καθήκοντα και το συνταγματικό της ρόλο.