Ούτε μια συγγνώμη…
Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, σύμβουλος επιχειρήσεων – συγγραφέας
Και ω του θαύματος, για μια ακόμη εκλογική αναμέτρηση, εκτός από τα οικονομικά ζητήματα που επηρεάζουν την πολλαπλώς την καθημερινότητα αλλά και το μέλλον μας, επανήλθε και το δεύτερο “αγαπημένο” προεκλογικό ζητούμενο, η σκανδαλολογία συνοδευόμενη πάντα κι από την ηθικολογία του καταγγέλλοντος.
Σε μια κοινωνία, που πριν προλάβει να αναρρώσει από τα απανωτά χτυπήματα μιας δεκαετούς οικονομικής κρίσης βρέθηκε ξανά στη μέγγενη της ενεργειακής και πληθωριστικής λαίλαπας, ο αντιπολιτευτικός λόγος, συρρικνωμένος σε μια γενικόλογη υποσχεσιολογία, αναζητεί και πάλι διέξοδο στο ηθικό ζητούμενο.
Πέρα από την ουσία της υπόθεσης των υποκλοπών, που διερευνάται και όλοι αναμένουμε την πλήρη διαλεύκανση της, όχι γιατί είναι πολιτικό ατόπημα η παρακολούθηση πολιτικών όταν υπάρχουν επαρκείς λόγοι, αλλά γιατί η “κατασκοπευτική” αυτονόμηση στελεχών του Μαξίμου και η μη ενημέρωση του πρωθυπουργού, αποκαλύπτει ένα διαχρονικό, θεσμικό κενό, η αντιπολίτευση προχωρά σε αυθαίρετες γενικεύσεις και υπαινιγμούς πριν καν αποδεχτεί και ζητήσει συγγνώμη για τα δικά της λάθη.
Τα λάθη που αφορούν ανάλογες δικές της πρακτικές με παρακολουθήσεις και στελεχών της. Τα λάθη σε σχέση με τη λειτουργία και τις μεθόδους των εθνικών υπηρεσιών πληροφοριών, που δεν διανοήθηκε να διορθώσει, μέσα από έναν γενναίο και ειλικρινή δημόσιο διάλογο. Τα λάθη σε σχέση με τα απανωτά θεσμικά εγκλήματα, όπως τον χειραγωγημένο διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες και τις πρακτικές των ακόμη πιο χειραγωγούμενων “προστατευόμενων μαρτύρων” στην υπόθεση Novartis.
Όποιος επιδιώκει να διεκδικήσει τον τίτλο του δίκαιου, γιατί αυτός του άμεμπτου έχει χαθεί προ πολλού, οφείλει τουλάχιστον να διαθέτει το σθένος για να κάνει έναν ουσιαστικό απολογισμό και να καταθέσει εφαρμόσιμες προτάσεις θεσμικής οχύρωσης απέναντι σε κάθε πιθανή προσπάθεια υπέρβασης των ορίων της εξουσίας. Αν υπήρχε η πρόθεση να τελειώνει οριστικά η παραφιλολογία και οι διαξιφισμοί για ηθικής τάξεως ζητήματα, θα είχαν ήδη κατοχυρωθεί εκείνες οι δικλείδες που θα απέτρεπαν την όποια κατάχρηση της πολιτικής δύναμης και δεν θα δηλώνονταν ως επιτακτικός στόχος η διόρθωση του “λάθους” της μη κατάληψης των αρμών της εξουσίας.
Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ, εξαντλείται μόνο στην πρόσκαιρη σπίλωση, στις υποψίες και τις καταγγελίες, στο βαθμό που μπορεί, μέσω αυτής της τακτικής, να προσβλέπει σε ψήγματα εκλογικών κερδών. Όμως μοιάζει να παραβλέπει ότι μια παράταξη που δείχνει να διαθέτει προνομιακό ακροατήριο στις νεότερες γενιές δεν θα συνεχίζει να τις πείθει για πολύ, με κραυγές και ψιθύρους. Μετά την εκτόνωση, έρχεται η περίσκεψη και εκείνος που παραμένει στην παραποίηση της πρώτης, ενώ έχει έρθει η ώρα της δράσης, πέφτει στην ηθική παγίδα που ο ίδιος έστησε.