Όταν ο Μητσοτάκης μιλά για «συμβόλαια», ο Καποδίστριας υπενθυμίζει τι σημαίνει αληθινή ηγεσία

Γράφει ο Γιάννης Κίτσος, οικονομολόγος – σύμβουλος χρηματοοικονομικού και στρατηγικού σχεδιασμού

Υπάρχουν στιγμές που ο δημόσιος λόγος ενός πρωθυπουργού δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ως μια ακόμη επικοινωνιακή άσκηση. Απαιτεί σύγκριση με το ύψος της Ιστορίας. Όχι με το ύψος του τηλεοπτικού καδραρίσματος. Η εμφάνιση του Κυριάκου Μητσοτάκη στο συνέδριο «Greece Talks 2025 – The Intelligence Age» το απέδειξε για άλλη μια φορά ότι βρισκόμαστε στο χαμηλότερο σημείο πολιτισμικά, πολιτικά και εθνικά εδώ και πολλά χρόνια. Κι επειδή ο ίδιος μίλησε για «τετραετές συμβόλαιο», η απάντηση έρχεται από τον άνθρωπο που θεμελίωσε την έννοια της εθνικής ηγεσίας, τον Ιωάννη Καποδίστρια.

Ο Καποδίστριας έβλεπε έναν λαό ταλαιπωρημένο αλλά ανυψωμένο, έναν λαό με πνευματική δύναμη, με προίκα ικανότητων, με δίψα για πρόοδο. Δεν έβλεπε πελάτες. Δεν έβλεπε κοινό. Δεν έβλεπε followers. Έβλεπε Έλληνες που άξιζαν να σταθούν στο ύψος της ιστορίας τους.

Στον μεγάλο ευεργέτη Eynard γράφει: «Οι Έλληνες είναι προικισμένοι με πνεύμα και εξαίρετα προσόντα… Παρ’ όλα αυτά, από απόψεως πολιτισμού ευρισκόμεθα ακόμη εις τον 12ο αιώνα. Δεν θέλω τίποτε άλλο παρά να βοηθήσω να προαχθή η εποχή του πολιτισμού μας εις τον αιώνα τον οποίον ζώμεν. Είμαι βέβαιος ότι θα φθάσωμεν, διότι η νέα γενεά θα είναι ικανή δια τα πάντα, όταν εκπαιδευθή κατά τρόπον ορθόν». Αυτό είναι όραμα. Όχι σεμινάρια αυτοβελτίωσης ούτε ατάκες social media.

Αντίθετα, ο δημόσιος λόγος του κ. Μητσοτάκη αποτυπώνει την πτώση όλων των επιπέδων. Πολιτισμικά βρισκόμαστε στη λογική του TikTok, πολιτικά στη λογική του αυτοεγκωμιασμού, εθνικά στη λογική της διαχείρισης και όχι της πορείας. Το ότι ένας πρωθυπουργός αισθάνεται την ανάγκη να εξηγήσει πώς «φαίνεται διαφορετικός» στα social media δεν είναι απλά ένδειξη ελαφρότητας. Είναι ένδειξη κατήφορου.

Κι αυτό γιατί, ποιος πραγματικός ηγέτης αναζητά πιστοποιητικά αυθεντικότητας από τον αλγόριθμο; Ποιος αληθινός κυβερνήτης αισθάνεται την ανάγκη να αυτοπροσδιορίζεται ως «και το ένα και το άλλο» – και τεχνοκράτης και πολιτικός; Και ποιος μιλά για τοξικότητα, όταν το δικό του περιβάλλον ευθύνεται για την πιο κυνική πολιτική συκοφαντία και δολοφονία χαρακτήρων στη μεταπολίτευση;

Ηθικό και πνευματικό υπόβαθρο δεν παράγουν τα likes, αλλά τα έργα. Και σήμερα βλέπουμε μια χώρα που, όσο κι αν προβάλλεται το αντίθετο, βυθίζεται στην επιφανειακότητα, στην ανασφάλεια και σε έναν πολιτικό λόγο που δεν παράγει ούτε σχέδιο ούτε προοπτική. Την ώρα που ο Καποδίστριας μιλούσε για το πώς η παιδεία μπορεί να ανεβάσει έναν λαό από τον 12ο στον 19ο αιώνα, ο κ. Μητσοτάκης μιλά για «εμπειρίες στο σχολείο» σαν να διαφημίζει προϊόν.

Σε αυτό το πλαίσιο ο ισχυρισμός περί «4ετούς συμβολαίου» μοιάζει ακόμη πιο ευτελής. Η πολιτική δεν είναι ανάθεση έργου. Η χώρα που ανέστησε τον κρατικό κορμό μετά την Επανάσταση δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται σαν εταιρεία υπό αναδιάρθρωση. Αυτός ο πολιτισμικός εκφυλισμός, όπου το κράτος παρουσιάζεται σαν brand και η εθνική στρατηγική σαν διαφημιστικό σποτ, είναι βαθιά μικροπολιτικός και βαθιά επικίνδυνος.

Το ίδιο ισχύει και για το ψηφιακό κράτος που, υποτίθεται, «μειώνει το ρουσφέτι». Στην πραγματικότητα βλέπουμε κάτι πρωτόγνωρο. Ένα ψηφιακά αναβαθμισμένο πελατειακό κράτος, πιο γρήγορο, πιο αποτελεσματικό, αλλά πάντοτε υπέρ των ίδιων. Πολιτισμικός εκφυλισμός είναι και αυτό. Μια χώρα που εξωτερικά μοιάζει σύγχρονη, αλλά εσωτερικά λειτουργεί με λογικές δεκαετιών.

Στην παιδεία το φαινόμενο είναι ακόμη πιο εμφανές. Χωρίς εθνική κατεύθυνση, χωρίς ταυτότητα, χωρίς σταθερό πυρήνα αξιών, η εκπαίδευση μετατρέπεται σε καλοστημένο διαφημιστικό πακέτο. Και εδώ αποτυπώνεται ο κατήφορος. Η απόσταση ανάμεσα στην πολιτισμική φιλοδοξία ενός Καποδίστρια και την επικοινωνιακή λογική μιας κυβέρνησης που αντιμετωπίζει την παιδεία ως interface.

Αυτό το τρίπτυχο – πολιτισμική επιφανειακότητα, πολιτική ευκολία, εθνική αφωνία – είναι ο λόγος που η χώρα μοιάζει καθηλωμένη κάτω από τις δυνατότητες της. Η Ελλάδα δεν έχει έλλειμμα ταλέντου, ούτε έλλειμμα προοπτικής. Έχει έλλειμμα ηγεσίας. Και το έλλειμμα αυτό έχει φτάσει πλέον στο σημείο μηδέν.

Ο Καποδίστριας πίστευε σε έναν λαό που θα μπορούσε να μεγαλουργήσει, αρκεί να καθοδηγηθεί με αλήθεια, με ήθος, με ευθύνη. Σήμερα, με τον πολιτικό λόγο να κινείται στη σφαίρα της επιφανειακής αυτοπροβολής, με την πολιτική να υποκαθίσταται από το περιτύλιγμα και με την εθνική στρατηγική να συρρικνώνεται σε διαχειριστική γυμναστική, ο πάτος έχει γίνει πραγματικότητα.

Η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη από «συμβόλαια», ούτε από ρόλους και self-branding. Έχει ανάγκη από ανάταση. Από μια νέα πορεία που θα σηκώσει τη χώρα από τον πολιτισμικό, πολιτικό και εθνικό βυθό στον οποίο οδηγήθηκε. Από μια ηγεσία που θα μιλάει για την Ελλάδα, όχι για τον εαυτό της. Όπως θα έλεγε κι ο Καποδίστριας, η νέα γενιά είναι ικανή για τα πάντα. Το ερώτημα είναι, θα τη διδάξουμε να ανεβαίνει ή θα τη συνηθίσουμε στον πάτο;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.