Η Μεγάλη Βδομάδα του Πρεζάκη: ο συμβολισμός αλλά και η αλληγορία
Χρήστος Νεζερίτης, μαστούρης ολκής και πρεζάκι θολωμένο από τις ντάγκλες, περιφέρεται στο καρνάγιο, στους τεκέδες, τα καφενεία και τους δρόμους, παραμιλώντας και παραληρώντας.
Ένα από τα ξεχασμένα διηγήματα του Καραγάτση, που έγινε trend πριν λίγα χρόνια όταν έγινε κόμικ, έχει πολλά να μας πει συμβολικά και αλληγορικά για τις Άγιες μέρες που διανύουμε:
Να πούμε καταρχάς για το χωροχρονικό πλαίσιο:
Λιμάνι του Πειραιά, κάπου στη δεκαετία του ’30. Μεγάλη Δευτέρα. Ο Χρήστος Νεζερίτης, μαστούρης ολκής και πρεζάκι θολωμένο από τις ντάγκλες, περιφέρεται στο καρνάγιο, στους τεκέδες, τα καφενεία και τους δρόμους, παραμιλώντας και παραληρώντας. Ο κόσμος τον περιγελά με τις ιστορίες που λέει, η μάνα του, φαρμακωμένη, παλεύει να τον συνεφέρει. Αδύνατον όμως.
Μεγάλη Πέμπτη τον μπουζουριάζουν στην ψειρού, η αστυνομία εκτός από την πρέζα τον κατηγορεί και για κομμουνιστή επικίνδυνο για τη δημόσια τάξη, κάποιο «όργανο» του πασάρει σκόνη, ο Χρήστος Νεζερίτης ρουφάει απρόσεκτα. Πεθαίνει. Κι αρχίζει η περιπλάνηση. Της ψυχής του. Στον Παράδεισο, το Καθαρτήριο, την Κόλαση, από παντού τον διώχνουν και δεν τον θέλει κανένας. Έξω από κάθε νόρμα και προδιαγραφή είναι ο χαρακτήρας και τα χούγια του.
Και ποιος να τον θέλει, ένα “μισοπάλαβο κι αποκτηνωμένο πρέζα της Τρούμπας”. Έτσι τον είπε ο διοικητής όταν κατάλαβε πως δεν ήταν ο επικίνδυνος ινστρούχτορας.
Διότι ο κύριος διοικητής είχε πει μακιαβελικά πως όταν δεν υπάρχει έγκλημα για να καταστείλει, η αστυνομία το δημιουργεί. Γιατι τι θα πουν οι φορολογούμενοι;
Αλλά όχι κι έτσι. Ο Νεζερίτης δεν μπορούσε να στηρίξει τα πόδια του, όχι κατηγορία πολιτικού περιεχομένου.
Δυο μέρες πριν η μάνα του τον είχε περιμαζέψει. Δεν της ξέφυγε καθώς σκόνταψε στο πεζοδρόμιο.
Αφού έκλαψε τον περιποιήθηκε και τον πήγε στην εκκλησιά Μεγάλη Τρίτη. Πήγε άβουλος, καθώς όλη μέρα τριγύριζε στο σπίτι: “Ήταν που του ΄λειπε η πρέζα κι η ψυχή του την αποζητούσε”.
Στην εκκλησιά τα σχόλια για το χάλι του περίσσεψαν. Αλλά το ενδιαφέρον κέντρισε ένα καλοντυμένο ζευγάρι άλλου κόσμου. Κι έγινε σούσουρο όταν η γυναίκα μια ξανθιά με μάτια μενεξελιά γυναίκα -πολύ όμορφη και πολύ έξυπνη για να παντρευτεί εργάτη- έβαλε τις παλάμες της στο πρόσωπο κι έκλαιγε.
Ένα από τα ξεχασμένα διηγήματα του Καραγάτση, που έγινε trend πριν λίγα χρόνια όταν έγινε κόμικ, έχει πολλά να μας πει συμβολικά και αλληγορικά για τις Άγιες μέρες που διανύουμε:
Να πούμε καταρχάς για το χωροχρονικό πλαίσιο:
Λιμάνι του Πειραιά, κάπου στη δεκαετία του ’30. Μεγάλη Δευτέρα. Ο Χρήστος Νεζερίτης, μαστούρης ολκής και πρεζάκι θολωμένο από τις ντάγκλες, περιφέρεται στο καρνάγιο, στους τεκέδες, τα καφενεία και τους δρόμους, παραμιλώντας και παραληρώντας. Ο κόσμος τον περιγελά με τις ιστορίες που λέει, η μάνα του, φαρμακωμένη, παλεύει να τον συνεφέρει. Αδύνατον όμως.
Μεγάλη Πέμπτη τον μπουζουριάζουν στην ψειρού, η αστυνομία εκτός από την πρέζα τον κατηγορεί και για κομμουνιστή επικίνδυνο για τη δημόσια τάξη, κάποιο «όργανο» του πασάρει σκόνη, ο Χρήστος Νεζερίτης ρουφάει απρόσεκτα. Πεθαίνει. Κι αρχίζει η περιπλάνηση. Της ψυχής του. Στον Παράδεισο, το Καθαρτήριο, την Κόλαση, από παντού τον διώχνουν και δεν τον θέλει κανένας. Έξω από κάθε νόρμα και προδιαγραφή είναι ο χαρακτήρας και τα χούγια του.
Και ποιος να τον θέλει, ένα “μισοπάλαβο κι αποκτηνωμένο πρέζα της Τρούμπας”. Έτσι τον είπε ο διοικητής όταν κατάλαβε πως δεν ήταν ο επικίνδυνος ινστρούχτορας.
Διότι ο κύριος διοικητής είχε πει μακιαβελικά πως όταν δεν υπάρχει έγκλημα για να καταστείλει, η αστυνομία το δημιουργεί. Γιατι τι θα πουν οι φορολογούμενοι;
Αλλά όχι κι έτσι. Ο Νεζερίτης δεν μπορούσε να στηρίξει τα πόδια του, όχι κατηγορία πολιτικού περιεχομένου.
Δυο μέρες πριν η μάνα του τον είχε περιμαζέψει. Δεν της ξέφυγε καθώς σκόνταψε στο πεζοδρόμιο.
Αφού έκλαψε τον περιποιήθηκε και τον πήγε στην εκκλησιά Μεγάλη Τρίτη. Πήγε άβουλος, καθώς όλη μέρα τριγύριζε στο σπίτι: “Ήταν που του ΄λειπε η πρέζα κι η ψυχή του την αποζητούσε”.
Στην εκκλησιά τα σχόλια για το χάλι του περίσσεψαν. Αλλά το ενδιαφέρον κέντρισε ένα καλοντυμένο ζευγάρι άλλου κόσμου. Κι έγινε σούσουρο όταν η γυναίκα μια ξανθιά με μάτια μενεξελιά γυναίκα -πολύ όμορφη και πολύ έξυπνη για να παντρευτεί εργάτη- έβαλε τις παλάμες της στο πρόσωπο κι έκλαιγε.
Και η σκηνή τελειώνει με τον πρεζάκη να πηγαίνει προς το μέρος της. Και τότε γίνεται το αναπάντεχο και σκανδαλώδες: η Μαγδαληνούλα όπως με απαλή φωνή (αυτή που χαρίζει ο Θεός σε όσους αγαπούν) την προσφώνησε ο πρεζάκης πέφτει στα πόδια του και του ζητά να τη συγχωρέσει για το κακό που του έκανε.
“-Μαγδαληνή, είπε σιγανά. Δεν μου ΄κανες κακό. Δεν έχω τίποτα να σου συχωρέσω .
Έτσι μίλησε ο Χρήστος Νεζερίτης, ο πρεζάκης. Και με σιγανή περπατησιά βγήκε από την εκκλησιά έξω, στο δρόμο…”
Κάπως έτσι τα λέει ο Καραγάτσης.
Συνηθισμενη ιστορία-κλασικό σενάριο ελληνικές ταινίας των 50ς και 60ς. Η κοπέλα που όμοεφη κι έξυπνη παρατά τον αρρααβωνιάρη της τάξης της τάξης της για μια καλύτερη ζωή. Φεύγει με μια “κούρσα” συνήθως σιέλ μπορεί και κόκκινη.
Ας βαλούμε τώρα στη θέση της Μαγδαληνής, ό,τι μακρινό και άπιαστο. Την αιτία (ή μήπως την αφορμή) που ξεστρατίσαμε από τους στόχους και από τις νόρμες μας.
Βάλτε στη θέση της πρέζας, οτιδήποτε κάνουμε για να ξεχνάμε το άπιαστο όνειρο. Όλα τα υποκατάστατα κι ας μην είναι τόσο άστατα.
Και στη θέση του πρεζάκη, όποιον νομίζουμε. Ίσως και τον ίδιο μας τον εαυτό.
Θα έχουμε ένα νέο, διαφορετικό κάθε φορά σενάριο, που θα μοιάζει με άλλα, αλλά δεν θα είναι το ίδιο. Ποτέ αλλωστε δεν είναι το ίδιο.
Μόνο η δύναμη της συγχώρεσης παραμένει αναλλοίωτη.
Κι αν τη βρήκε ο πρεζάκης με το λιγοστό από τη μαστούρα μυαλό-ρυζόγαλο οι γνωστικοί δεν έχουμε καμιά δικαιολογία.
(Συνεχίζεται με την Ταφή και την Ανάσταση)
ΠΗΓΗ: EMO