Δύσκολοι καιροί για… δικαιώματα
Γράφει ο Γιώργος Κανιμάς, φοιτητής Νομικής ΔΠΘ
Πάει ένας περίπου χρόνος με περιορισμούς. Ένας και κάτι ψιλά. Ψιλά σαν να λέμε…είκοσι χρόνια!
11 Σεπτεμβρίου του 2001 ήταν, όταν με την τρομοκρατική επίθεση στους Δίδυμους Πύργους δόθηκε ο τόνος για τον περιορισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με τη δημόσια ασφάλεια να προκρίνεται ως έννομο αγαθό έναντι της ελευθερίας, ακόμη και έναντι της ίδιας της αξίας του ανθρώπου (βλ. βασανιστήρια σε βάρος (ύποπτων) τρομοκρατών) ! Έκτοτε, έπρεπε να περάσουν 9 χρόνια, για να βρεθούμε στην Ελλάδα του 2010 αντιμέτωποι με την κρίση χρέους και τη συνεπακόλουθη περιστολή κοινωνικών δικαιωμάτων και ατομικών περιουσιακής φύσης λόγω δημοσιονομικού συμφέροντος. Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί λίγο αργότερα και η προσφυγική/μεταναστευτική κρίση, για να φτάσουμε το 2019/20 στην τέταρτη κρίση της άρτι εκτεθείσας επαλληλίας κρίσεων, την πανδημία, και να βιώσουμε μια συγκλονιστική υποχώρηση των ατομικών μας δικαιωμάτων χάριν της δημόσιας υγείας.
Εδώ, θα πρέπει να παρατηρήσουμε τα εξής: Πρώτον, όταν η συγκυρία και η δικαιοταξία «μαλώνουν», αυτή που «πονάει» συνήθως περισσότερο φαίνεται να είναι η τελευταία. Δεύτερον, η έννοια της κρίσης φαίνεται να έχει απολέσει το συμφυές με αυτήν στοιχείο του αδόκητου, του έκτακτου, του εξαιρετικού, υπό την έννοια ότι έπειτα από μία τόσο συνεκτική αλληλουχία παρατεταμένων κρίσεων, μπορούμε ίσως να μιλάμε για υποκατάσταση της κανονικότητας από αυτές, δηλαδή για μια κανονικοποίηση της κρίσης. Τρίτον, εξαιτίας αυτής της κανονικοποίησης εθιζόμαστε ή τουλάχιστον εξοικειωνόμαστε με ένα συντεταγμένο Δίκαιο της Ανάγκης, το οποίο έχοντας αιχμή του δόρατος του έννοιες όπως αυτή του δημόσιου συμφέροντος, του συλλογικού/γενικού καλού στις διάφορες ειδικότερες εκφάνσεις τους, συνάπτεται με εκπτώσεις συνταγματικών δικαιωμάτων.
Αυτό, βέβαια, που έχει ιδιαίτερη σημασία να επισημάνουμε είναι ότι μέσω της αναγνώρισης μιας κατάστασης ως κρίσης ναρκοθετείται η ασφάλεια δικαίου. Και τούτο, διότι η έννοια της κρίσης αποτελεί έναν εξωνομικό όρο, μια «γκρίζα» ζώνη εννόμων συνεπειών, η οποία ναι μεν καταδεικνύει την εκτροπή από την κανονικότητα αλλά σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζεται με την κατάσταση πολιορκίας του άρθρου 48 του Συντάγματος ή με την έκτακτη ανάγκη του άρθρου 15 της ΕΣΔΑ, όπου και προσδιορίζονται με σαφήνεια η έκταση της κρατικής παρέμβασης στα δικαιώματα και εν γένει τα έννομα αποτελέσματα που επάγονται τα παραπάνω status.
Συνεπώς, οι νομοθετικές και κανονιστικές πράξεις που ψηφίζονται/εκδίδονται για την αντιμετώπιση μιας κρίσης τείνουν να εγκλείουν οριακές ad hoc δικαιοπολιτικές σταθμίσεις και να αποτυπώνουν αρκετά προωθημένες -άλλοτε και παράδοξες- και σίγουρα εριζόμενες επιλογές, με αποτέλεσμα να δημιουργούν αμηχανία, αβεβαιότητα και αναστάτωση στον νομικό κόσμο κατά τη θέσπιση, ερμηνεία και εφαρμογή τους, οδηγώντας συχνά σε συνταγματικές «αλχημείες», που εύλογα εγείρουν -και πρέπει να εγείρουν- ερωτηματικά και αιτιάσεις.
Χαρακτηριστικές είναι οι μομφές κατά της κυβέρνησης ως προς τη διαχείριση της πανδημίας περί χούντας, περί ολοκληρωτικού/φασιστικού καθεστώτος, περί δικτατορίας, περί κατάλυσης του συντάγματος, οι οποίες φαίνεται να κερδίζουν όλο και μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης. Εγώ, όμως, θα είμαι αιρετικός. Αρμόζει νομίζω και με τον χαρακτήρα των παραπάνω δηλώσεων, ο οποίος είναι αυτοαναιρετικός. Εξηγούμαι: Μόνο σε μια Δημοκρατία μπορώ να πω ότι δεν έχουμε Δημοκρατία.
Τα ευχάριστα νέα, λοιπόν, είναι ότι πράγματι έχουμε Δημοκρατία. Τα δυσάρεστα νέα (που αιτιολογούνται από τις προαναφερθείσες δηλώσεις) είναι ότι αυτή η Δημοκρατία δεν είναι τέλεια. Δεν είναι φτιαγμένη προφανώς από τα πιο έκπαγλα υλικά. Είναι προβληματική. Ενδεχομένως, υπάρχουν θεσμικές παρεκτροπές, διοικητικές αυθαιρεσίες, πολιτειακές δυσλειτουργίες, στοιχεία αυταρχισμού. Πάντως, όλα αυτά στο πλαίσιο μιας Δημοκρατίας. Ας αφήσουμε, λοιπόν, τις απλουστευτικές και απόλυτες προσεγγίσεις και ας κατοπτεύσουμε την πραγματικότητα με ψυχραιμία, ορθολογισμό και μετριοπάθεια.
Ό,τι δεν είναι άσπρο, δεν είναι απαραίτητα μαύρο. Για αυτό και η ποιότητα του πολιτεύματος της Ελλάδας δεν συγκρίνεται με της Ουγγαρίας. Αλλά ούτε και της Ουγγαρίας με της Τουρκίας. Ούτε και της Τουρκίας με της Κίνας. Και, τέλος, ούτε και της Κίνας με της Βόρειας Κορέας. Αλλά και στην ιστορική σύγκριση η σημερινή Ελλάδα δεν συγκρίνεται, αφενός, με την Ελλάδα της βορβορώδους απριλιανής χούντας, κατά το γεγονός και μόνον ότι οι μεσημεριανές «σιέστες» στην ταράτσα της οδού Μπουμπουλίνας ανήκουν στο παρελθόν, αφετέρου, με τη ναζιστική Γερμανία, εκτός και αν λειτουργούν στην Ελλάδα μυστικοί θάλαμοι αερίων ή κρεματόρια.
Όπως ισχυρίστηκα, όμως, και προηγουμένως δεν θα πρέπει να κοιμόμαστε τον ύπνο του δικαίου, όσο κάποιοι άλλοι (μπορούν να) απεργάζονται σχέδια στον ξύπνιο του αδίκου. Αν και στο πρώτο απαγορευτικό τα μέτρα φάνηκε να τυγχάνουν της αποδοχής των πολιτών και άρα μιας περαιτέρω de facto «νομιμοποίησης», στο δεύτερο πλανάται μια δυσπιστία ως προς τη συνταγματικότητα, την αναλογικότητα ακόμη και την αποτελεσματικότητα αυτών. Και πράγματι μπορούμε να παρατηρήσουμε κάποιες δογματικές ακροβασίες και παραδοξότητες κατά τη διαχείριση της πανδημίας, οι οποίες τουλάχιστον πρέπει να μας προβληματίζουν.
Κατ’ αρχάς, φαίνεται να έχει αντιστραφεί (θεμιτά ή όχι, προς συζήτηση) η αρνητική αρχή της νομιμότητας, που αξιωματικά διέπει τη δράση και τη συμπεριφορά των πολιτών βάσει της φιλελεύθερης αρχής, σε θετική αρχή της νομιμότητας. Από εκεί, δηλαδή, που επιτρεπόταν να πηγαίνουμε οπουδήποτε και οποτεδήποτε θέλαμε, εκτός και αν απαγορευόταν ρητά, πλέον με την περιπτωσιολογική διάθεση έξι και μόνο λόγων μετακίνησης απαγορεύεται να πηγαίνουμε οπουδήποτε και οποτεδήποτε θέλουμε, εκτός και αν προβλέπεται ρητά.
Εξάλλου, είναι πιθανόν να μπορούν να διατυπωθούν ενστάσεις και ως προς την υποχρέωση αναγγελίας/γνωστοποίησης στις αρχές της μετακίνησης, καθώς, όπως χαρακτηριστικά έχουν υποστηρίξει ο Αριστόβουλος Μάνεσης και ο Πρόδρομος Δαγτόγλου, η δήλωση αυτή θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος στην ελευθερία της κίνησης, παραγνωρίζοντας το απαραβίαστο αυτού. Βέβαια, εδώ ανακύπτει και ένα άλλο ζήτημα, που αφορά την οριοθέτηση του πυρήνα, εάν δηλαδή είναι προσδιορισμένος a priori και άρα αμετάβλητος ή εάν το περιεχόμενο του καθορίζεται υπό το φως των εκάστοτε συγκεκριμένων συνθηκών (π.χ πανδημία) και άρα μεταβάλλεται.
Επιτιμήσεις υπερθεματίζονται και όσον αφορά την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας (Σ.25 παρ.1 εδ.δ). Κατά την άποψη μου, κραυγαλέα, εξόφθαλμα και αναντίλεκτα δυσανάλογοι περιορισμοί δεν υπάρχουν, μιας και η συντριπτική πλειονότητα αυτών (όσων τουλάχιστον έχω εγώ στο μυαλό μου) περνάνε το τεστ της προσφορότητας. Το «παιχνίδι» φαίνεται να κρίνεται στο τεστ της αναγκαιότητας ή ακόμη και στη stricto sensu αναλογικότητα, τεστ στα οποία κάποιοι περιορισμοί δύσκολα θα «πάρουν»…πάνω από τη «βάση».
Για παράδειγμα, η υποχρεωτική χρήση μάσκας παντού και άρα και κατά την κίνηση μου στα έρημα στενά μιας γειτονιάς ή σε μια έρημη (ή έστω με ισχνή παρουσία ανθρώπων) πλατεία, θα μπορούσε να με προστατεύσει από μια ενδεχόμενη και απρόσμενη συνάντηση με έναν περαστικό σε απόσταση ικανή να με θέσει ή να τον θέσω σε κίνδυνο, πλην, όμως, η πιθανολόγηση ενός τέτοιου περιστατικού και παραπέρα η αιτιωδώς συνδεόμενη με αυτό μετάδοση του ιού προβάλλει εξαιρετικά ασθενής.
Τόσο μάλιστα που μάλλον θα έπρεπε να προκριθεί κανονιστικά το δικαίωμα μου σε τέτοιες περιπτώσεις να αναπνέω ελεύθερα, να παρουσιάζω τον εαυτό μου δημόσια όπως εγώ επιθυμώ και να μπορώ να επικοινωνώ τα συναισθήματα μου μέσω των εκφράσεων του συνόλου των χαρακτηριστικών και των μυών του προσώπου μου. Ιδιαίτερα δε αν λάβουμε υπόψη μας και το γεγονός ότι το πρόσωπο είναι το σημείο του σώματος μας, το οποίο σχεδόν ταυτίζεται με την ανθρώπινη υπόσταση και αξία και κατά τούτο σπουδαίο και ευαίσθητο, η κρατική παρέμβαση σε αυτό θα έπρεπε να είναι ιδιαίτερα προσεκτική και φειδωλή, όταν μάλιστα η τήρηση των απαραίτητων αποστάσεων δυνάμει απλώς μιας ισχυρής σύστασης (ή ακόμη και άνευ αυτής) είναι πρόδηλα εφικτή κατά την διέλευση μου από μια (μισο)άδεια πλατεία.
Ακόμη, όμως, και αν υπερβούμε προς στιγμήν τις όποιες δογματικές επιφυλάξεις χάριν μιας υπέρτατης αγαθής σκοπιμότητας, ακόμη και αν δεχθούμε ότι η πρακτική εναρμόνιση των συγκρουόμενων και τυπικά ισοδύναμων συνταγματικών δικαιωμάτων δεν καταλείπει κανένα περιθώριο εναλλακτικής δράσης και ότι οι περιορισμοί είναι οι απολύτως αναγκαίοι, ότι παράγουν ένα οριακά έστω θετικό «ισοζύγιο» ωφέλειας – βλάβης και γενικά επιτυγχάνουν μία ρεαλιστική ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων, μου φαίνεται πως τα όποια αρκούντως πειστικά επιχειρήματα περί των παραπάνω παραδοχών μπορούν να καταπέσουν υπό το βάρος μιας μη πεπερασμένης ή εύλογης χρονικά ισχύος των περιορισμών.
Ο όρος αυτός της προσωρινότητας στο πρώτο απαγορευτικό εκπληρώθηκε. Στο δεύτερο «τεντώθηκε». Και μάλιστα χωρίς το επιχείρημα του αιφνιδιασμού να έχει το ίδιο κύρος που είχε στην πρώτη φάση, αλλά και χωρίς μια στιβαρή, στοχευμένη και κατανοητή αιτιολογία των νομοθετικών και κανονιστικών επιλογών, που απαιτείται σε τέτοιες περιστάσεις.
Φυσικά, όλες αυτές οι σκέψεις δεν μπορούν παρά να ιδωθούν με αυτοσυγκράτηση και με μια υπόνοια σχετικότητας. Άλλωστε, το Σύνταγμα δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται εν κενώ αλλά να λαμβάνει δεόντως υπόψη την εκάστοτε ιστορική συγκυρία. Και η ενεστώσα ιστορική συγκυρία μάλλον θέλει και κάποιες ρηξικέλευθες νομικές κατασκευές, που θα αφίστανται από ένα ακραιφνές θετικιστικό δικαιικό πνεύμα. Θέλει αναστοχαστικές διεργασίες και λύσεις που θα κατατείνουν καταρχήν στη μακροημέρευση των ανθρώπινων κοινωνιών. Ειδάλλως, τα ανθρώπινα δικαιώματα χωρίς τον άνθρωπο είναι αγώνας για ένα πουκάμισο αδειανό.
Αγαπητοί/ες αναγνώστες/στριες, είναι προφανές πλέον ότι το κεκτημένο της νεωτερικότητας απομακρύνεται σταδιακά από το παραδοσιακό φιλελεύθερο «αγκυροβόλιο» του, για να επαναπροσδιοριστεί με κοινωνιοκεντρικούς όρους. Το στοίχημα σε αυτήν τη διεργασία είναι η διάσωση της ατομικότητας. Ως εκ τούτου, στο δίλημμα δημόσια υγεία ή δικαιώματα, απαντώ δημόσια υγεία με δικαιώματα. Στην επικίνδυνη και αβασάνιστη θεώρηση ότι δεν είναι καιροί για δικαιώματα και «νομικίστικες» αξιολογήσεις, απαντώ ότι ακριβώς τώρα είναι που έχουν τεράστιο νόημα. Στο πώς θα επιτευχθούν όλα αυτά απαντώ (πάντα με μια μύχια αισιοδοξία)… δύσκολοι καιροί για δικαιώματα…