Δώσε μου λιγάκι ουρανό…
Γράφει η Μαρία Σαραβάνου,
Παρασκευή πρωί κι ένας ακόμη Γολγοθάς ξεκίνησε … Ξεκίνημα μιας ημέρας με εκκρεμότητες, και λογαριασμούς να τρέχουν… Σκότος επί φωτός και φως αληθινόν ουκ είδαμε εμείς οι φτωχοί επί της γης. Κοπάδια ανθρώπων να τρέχουμε με προορισμό το άγνωστο και βάρκα την ελπίδα…
Ώρα 11.45 το πρωί Τελειώνοντας τις δουλειές μου στην γειτονιά, έπρεπε να πάρω το τρόλεϊ για Σύνταγμα. Καλημέρισα βιαστικά κάποιον γνωστό στη στάση, κι ανταλλάσσοντας ένα μισογεμάτο χαμόγελο ανέβηκα. Στάθηκα τυχερή, βρίσκοντας μια γωνιά δίπλα στο παράθυρο κι έπιασα θέση βάζοντας το ρολόι να μετράει αντίστροφα, μέχρι τη στιγμή που θα κατέβαινα.
Μια γρήγορη ματιά γύρω μου με έπεισε αμέσως: πρόσωπα μουντά και σκυθρωπά, μάτια καρφωμένα στο κενό, λυπημένες εκφράσεις σε μια γη που δεν περίμενε κανέναν ουρανό. Και, ξέρετε, αυτά τ΄ αντανακλαστικά δουλεύουν αυτόματα -σχεδόν από μόνα τους- κι έτσι σου’ ρχεται ευθύς αμέσως η διάθεση να απομονωθείς και να πετάξεις μακριά…
Κι έτσι φορώντας τα ακουστικά του ραδιοφώνου στ’ αυτιά μου, βυθίστηκα στα υπόγεια του μυαλού μου χαμένη μέσα σε νούμερα και υπολογισμούς και μπερδεμένη ανάμεσα στο πριν, στο γιατί, στο ποτέ και στο πουθενά. Ένιωσα ξαφνικά ένα αεράκι να με χτυπά, μπαίνοντας από την πόρτα που άνοιξε δυο στάσεις παρακάτω, και με την άκρη του ματιού τσάκωσα την εικόνα ενός πλανόδιου μουσικού να μπαίνει μέσα. Μια απ’ τα ίδια σκέφτηκα και βιάστηκα να ξαναχωθώ στον κόσμο μου.
Και τότε το άκουσα: …δώσε μου λιγάκι ουρανό πάρε με μαζί στο πέταγμά σου…. Ήταν η φωνή που τη συνόδευε ένα ακορντεόν. Κάποιος δίπλα μου με έσπρωξε ασυναίσθητα. Γύρισα και είδα στα μάτια του ένα φευγαλέο χαμόγελο. Έβγαλα τα ακουστικά κι άρχισα σιγά-σιγά κι εγώ να συνειδητοποιώ, ότι δειλά-δειλά οι περισσότεροι συνεπιβάτες μου είχαν αρχίσει να σιγοτραγουδούν μαζί του. …μάθε με κι εμένα να πετώ να μην έχω ανάγκη τα φτερά σου….
Γυρνώ και βλέπω ένα παλικάρι γύρω στα σαράντα, αρτιμελές στο κορμί -γιατί του ανθρώπου την ψυχή ποιος την είδε και ποιος την ξέρει- με ένα χαμόγελο γιομάτο φως. Να βγαίνει Ελλάδα από τα μάτια του και μεράκι από το τραγούδι του. Η χαρά που διέκρινες στο βλέμμα του κάνοντας τόσους ανθρώπους να τον επικροτούν τραγουδώντας μαζί του δεν περιγράφεται με λόγια.
Οι νότες από το ακορντεόν μπορεί να ξέφευγαν λιγάκι με τα φρεναρίσματα και το στρίμωγμα. Οι νότες στη φωνή του όμως, ούτε για μια στιγμή! Αυτό το παλικάρι -ας τον πούμε Άγγελο γιατί άγγελοι, απεσταλμένοι απ’ του θεού την αγκαλιά είναι, όσοι έρχονται να μας προσφέρουν μια στιγμή ανακούφισης από τον πόνο μας κι από τα βάσανά μας- έκανε μέσα σε τέσσερα λεπτά -όσο δυο στάσεις λεωφορείου- πάνω από σαράντα πέντε άτομα να χαμογελάσουν να ξεχαστούν, να θυμηθούν, να φύγει η μουντάδα από τα πρόσωπα τους και να το ευχαριστηθούν.
Στην επόμενη στάση κατέβηκε και χάθηκε μέσα στο πλήθος και την σκόνη του δρόμου, με το πλεχτό σακούλι του κρεμασμένο απ’ το ακορντεόν. Δεν ξέρω, τι δεν θέλησε να «πουλήσει» αυτό το παλικάρι, για να μπει σε μια δισκογραφική εταιρεία, ή τι ιδανικά αρνήθηκε να ξεπουλήσει κι έτσι βγήκε στον δρόμο. Αυτό που ξέρω είναι, πως με έκανε σήμερα να μπερδέψω την κατεύθυνσή μου στο μετρό και να μην με πειράξει, να βρω κλειστή την δημόσια υπηρεσία που ήθελα και να μην με πειράξει! Να προβληματιστώ, να αναρωτηθώ, να ψαχτώ. Με λίγα λόγια να νιώσω πως ακόμα ΖΩ. «Την υγειά σου και καλή τύχη….ΆΓΓΕΛΕ»