Αποστολή Ελληνικής Δύναμης στη Σαουδική Αραβία: Θέσεις και Αντιθέσεις
Γράφει ο Αλέξανδρος Παπανικολάου, προπτυχιακός φοιτητής τμήματος Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών
Μετά την ανακοίνωση, στις αρχές Φλεβάρη, του κυβερνητικού εκπροσώπου για αποστολή μιας ελληνικής Μοίρας PATRIOT στη Σαουδική Αραβία (Σ.Α.), η οποία θα χρησιμοποιηθεί για την άμυνα της αραβικής χώρας, ακούστηκαν πολλές διαμαρτυρίες σχετικά με την πολιτική σκοπιμότητα της αποστολής αλλά και το πως η απόφαση αυτή αποδυναμώνει την Αεράμυνα της χώρας μας σε περίοδο ενδεχόμενου θερμού επεισοδίου με την Τουρκία.
Εντός υπηρεσιακού πλαισίου σχεδιασμού και υλοποίησης μιας τόσο σοβαρής απόφασης υπάρχουν παράμετροι που δεν είναι ανακοινώσιμοι και διέπονται από την αρχή της «ανάγκης γνώσης» άρα καθαρά από επιχειρησιακή σκοπιά οι θετικές προς την πολιτική ηγεσία υπηρεσιακές εισηγήσεις δείχνουν πως η αποστολή είναι απόλυτα εφικτή. Από πολιτικής άποψης όμως οι φωνές σκεπτικισμού και άρνησης που ακούγονται ηχούν μάλλον αναχρονιστικές και παρωχημένες και απηχούν μια Ελλάδα κλειστή, αμυντική και βαθιά τοπικιστική χωρίς ρόλο στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.
Ο κύριος λόγος που ζητήθηκε από την χώρα μας να συμμετάσχει σε μία συμμαχική αντιαεροπορική δύναμη, εκτός της αδυναμίας αυτόνομης κάλυψης του Σαουδαραβικού εναέριου χώρου, ήταν και η ανάγκη των ΗΠΑ για άμεση αποδέσμευση δικών τους δυνάμεων και αποστολή τους στο Ιράκ. Ζητήθηκε λοιπόν από στενά συμμαχικές χώρες (Η.Β. – Ιταλία – Ολλανδία – Γαλλία – Ελλάδα) να συνεισφέρουν στην αποστολή κάλυψης της Σ.Α. και στην προστασία σημαντικών υποδομών του βασιλείου από βαλλιστικούς πυραύλους και drones.
Μετά τον Β’ΠΠ, σύμφωνα με το δόγμα Τρούμαν, η Ελλάδα ήταν η χώρα όπου οι ΗΠΑ είχαν την ισχυρότερη δέσμευση βοήθειας. Όμως ο απροκάλυπτος τρόπος ανάμιξης στα εσωτερικά μας, τα τραγικά γεγονότα του εμφυλίου και αργότερα της Κύπρου οδήγησαν, κατά το μεγαλύτερο μέρος του ψυχρού πολέμου, σε ψυχρότητα τις σχέσεις των δύο χωρών ενώ στην συνέχεια η περιοχή έπαψε να παίζει κάποιο ιδιαίτερο ρόλο στο γεωστρατηγικό σχεδιασμό της υπερδύναμης. Μέχρι πρόσφατα, κάθε φορά που χρειαζόταν για την χάραξη της πολιτικής των ΗΠΑ στην περιοχή ως πυλώνας σταθερότητας λαμβάνονταν η Τουρκία είτε αυτή των κεμαλιστών, είτε αργότερα των δυτικοποιημένων ισλαμιστών και όχι η Ελλάδα.
Η πρόσφατη ανακάλυψη σημαντικών ενεργειακών κοιτασμάτων, με την προοπτική εντοπισμού περισσότερων, αλλάζει τα πάντα στην ευρύτερη περιοχή και την φέρνει πάλι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Οι παρεμβάσεις της Τουρκίας του Ερντογάν έρχονται σε αντίθεση με τα συμφέροντα των ΗΠΑ και της ΕΕ για την προώθηση της απεξάρτησης του ενεργειακού μονοπωλιακού ανεφοδιασμού της Ευρώπης από την Ρωσία. Επιπλέον, όσο περισσότερο οι αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρίες συμμετέχουν στις έρευνες και εξορύξεις τόσο περισσότερο αυτή η αντίθεση θα μεγαλώνει. Οι παράνομες τακτικές εκφοβισμού που ασκεί η Τουρκία σε συνδυασμό με τις γεωγραφικές και νομικίστικες ακροβασίες που κάνει για να πετύχει την επαφή της Τουρκικής ΑΟΖ με την Λιβυκή σε ένα σύνορο έκτασης λιγότερο από 30 χλμ απεικονίζουν την απόγνωση για την απομόνωσή της από τα ενεργειακά τεκτενόμενα στην περιοχή. Επιπλέον, η επιστροφή του διεθνούς ανταγωνισμού στην περιοχή με τη Ρωσία να έχει ενεργό πολιτικό ρόλο και στρατιωτική παρουσία, την διαρκή πολιτικοστρατιωτική διείσδυση του Ιράν αλλά και τον αναβαθμισμένο ρόλο της Κίνας μέσω του σχεδίου “one belt one road” κάνει τις ΗΠΑ να αναθεωρούν την στάση τους και να ψάχνουν νέες σταθερές συμμαχίες στην περιοχή όσο κι αν θα υπάρξουν κατά περιόδους μικρές παλινδρομήσεις και τακτικισμοί.
Όσο οι φωνές εντός ΗΠΑ ενάντια στο ρόλο της Τουρκίας στην περιοχή πυκνώνουν τόσο η συνεργασία ΗΠΑ – Ελλάδος θα ενισχύεται όπως και η προσπάθεια να διαδραματίσει η χώρα μεγαλύτερο ρόλο στις εξελίξεις, στις προκλήσεις και στις ευκαιρίες που θα εμφανιστούν. Η επιθυμία της χώρας μας να καταστεί σταδιακά διπλωματικός, οικονομικός και ενεργειακός κόμβος που θα ενώνει Ισραήλ – Αίγυπτο – Κύπρο με την ΕΕ ευθυγραμμίζει τα συμφέροντα των δύο χωρών ΗΠΑ και Ελλάδος. Η αποστολή λοιπόν της Μοίρας PATRIOT θα πρέπει να ιδωθεί μέσα από αυτό το πρίσμα της συμπόρευσης των συμφερόντων. Για να γίνει αυτό, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ανάληψη από την Ελλάδα μεγαλύτερων ευθυνών στην περιοχή και η ενίσχυση ενός εκ των δύο πυλώνων ισχύος της δηλαδή των Ενόπλων δυνάμεών της, ο άλλος πυλώνας είναι η οικονομία της. Από την πλευρά των ΗΠΑ θα πρέπει να ενισχυθεί αυτή η αναβάθμιση ρόλου της χώρας μέσω αύξησης της αμερικανικής παρουσίας στον ελλαδικό χώρο μέσω κοινών ασκήσεων, επενδύσεις σε νέες ποιο σύγχρονες υποδομές πχ κοινή χρήση εκσυγχρονισμένων ναυτικών και αεροπορικών βάσεων, αλλά και διάθεση στρατιωτικού υλικού στην Ελλάδα μέσω χρηματοδοτικών προγραμμάτων. Οι αναβαθμίσεις των F-16, η προμήθεια UAVs αλλά και η εγκατάσταση υπερσύγχρονου συστήματος ναυτικής επιτήρησης που δίνει εικόνα σε πραγματικό χρόνο στο Εθνικό Κέντρο Επιχειρήσεων είναι μια απόδειξη αυτής της πρόθεσης των ΗΠΑ απέναντι στη χώρα μας.
Μετά τον τέλος της στρατηγικής που ήθελε την Τουρκία ως μέλος της ΕΕ να οδηγείται στη Χάγη, ο παράγοντας Τουρκία καθίσταται όλο και περισσότερο απρόβλεπτος και επικίνδυνος λόγω απομονωτισμού αλλά και των τάσεων του Ερντογάν να παίζει παιχνίδια υπερδύναμης στην περιοχή. Με αυτή την Τουρκία απέναντί της, η Ελλάδα θα πρέπει από την μία με συνέπεια, εθνική ομοψυχία και γνώμονα το διεθνές δίκαιο να συμπλέει τα συμφέροντά της με αυτά των άλλων μεγάλων παικτών (εθνική στρατηγική) και από την άλλη να προσπαθεί να μεγαλώνει οικονομικά και στρατιωτικά, να χτίζει συμμαχίες, ώστε να είναι σε θέση να παίξει και αυτόνομα τον ρόλο που της αναλογεί στην περιοχή ως σύνδεσμος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ με τη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Άλλωστε σε ένα τόσο ευμετάβλητο γεωπολιτικό περιβάλλον δεν υπάρχει η πολυτέλεια ενός ηττοπαθούς τοπικιστικού απομονωτισμού αλλά μόνο η πορεία προς το μέλλον.