Η αυταρχική Δημοκρατία
Γράφει ο Βαγγέλης Αντωνιάδης
Η γενική δυναμική της αυταρχικής δημοκρατίας δεν εξαντλείται σε θεσμικές περιγραφές, αλλά απαιτεί κατανόηση των κοινωνικο-ψυχολογικών μηχανισμών που την τροφοδοτούν. Η ατομική προδιάθεση προς τον αυταρχισμό, όπως ανέδειξαν οι κλασικές μελέτες της Σχολής της Φρανκφούρτης (Adorno κ.ά.), σχετίζεται με βαθύτερες ανάγκες για ασφάλεια, τάξη και ξεκάθαρες ιεραρχίες. Ο πολίτης που δυσκολεύεται να αντέξει την αβεβαιότητα ή την πολυφωνία του πλουραλισμού μπορεί να βρει καταφύγιο σε αυταρχικές μορφές εξουσίας.
Η κοινωνικοποίηση και η κομματική ταύτιση λειτουργούν ως δίαυλοι μέσα από τους οποίους η πολιτική κουλτούρα αναπαράγεται. Όπως έδειξε ο Τόκβιλ, η δημοκρατία δεν επιβιώνει μόνο από θεσμούς αλλά και από ήθος· αν το ήθος αυτό φθαρεί, τότε η δημοκρατία παραμένει μεν στο όνομα αλλά διαβρώνεται στην ουσία. Εδώ αναδύεται ο κίνδυνος που ο Καρλ Σμιτ αποτύπωσε με τη διάκριση φίλου–εχθρού: η δημοκρατική αντιπαλότητα μετατρέπεται σε υπαρξιακή εχθρότητα, η οποία δικαιολογεί συγκεντρωτικές λύσεις.
Η αξιολόγηση της κυβέρνησης, της οικονομίας και του καθεστώτος διαμορφώνει κρίσιμες στάσεις. Σε περιόδους κρίσης ή απογοήτευσης, η δημοκρατική νομιμοποίηση κλονίζεται, και τότε ενισχύεται η έλξη του «ισχυρού ηγέτη». Αυτό το σημείο είναι το κενό όπου εισχωρεί η αυταρχική δυναμική: μεταξύ των προσδοκιών για αποτελεσματικότητα και της συχνά αργής, συμβιβαστικής φύσης των δημοκρατικών θεσμών.
Έτσι εξηγείται γιατί σε πολλές δημοκρατίες παρατηρείται μια διάχυτη νοσταλγία για αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης. Πρόκειται για μια επιστροφή στο φαντασιακό της σταθερότητας: το αίτημα να υπάρξει μια «πατρική» αρχή που θα υπερβεί τις συγκρούσεις, ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται περιορισμό ελευθεριών. Εδώ συναντώνται η ψυχολογική αναζήτηση της τάξης με τη δομική αδυναμία της δημοκρατίας να ανταποκριθεί γρήγορα και αποτελεσματικά σε κρίσεις.
Πού βρίσκεται λοιπόν το κενό; Το χάσμα εντοπίζεται ανάμεσα στις θεσμικές αρχές της δημοκρατίας και στις ψυχολογικές/κοινωνικές ανάγκες των πολιτών που αναζητούν σταθερότητα, ασφάλεια ή και μια μορφή πολιτικής «πατρικής φιγούρας». Έτσι, ακόμη και σε πολλές δημοκρατίες παρατηρείται ένα φαινόμενο νοσταλγίας για ισχυρές, συγκεντρωτικές μορφές εξουσίας, που υπόσχονται να υπερβούν τις αδυναμίες του πλουραλισμού.
Η αυταρχική δημοκρατία, λοιπόν, δεν είναι απλώς μια αντίφαση εν τοις όροις, αλλά ένα παράδοξο της νεωτερικότητας: οι πολίτες απορρίπτουν τον αυταρχισμό ως ιδεολογία, αλλά συχνά τον υιοθετούν ως πρακτική, όταν η δημοκρατία φαίνεται ανεπαρκής.
Η γενική δυναμική της αυταρχικής δημοκρατίας εκδηλώνεται με διαφορετικούς τρόπους σε σύγχρονες πολιτείες. Στην Ουγγαρία του Βίκτορ Όρμπαν, η δημοκρατική νομιμοποίηση μέσω εκλογών συνυπάρχει με την ενίσχυση του κρατικού ελέγχου στα ΜΜΕ, την αποδυνάμωση της δικαστικής ανεξαρτησίας και τη συστηματική καλλιέργεια εθνικιστικής ταυτότητας. Παρόμοια, στην Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, η επίκληση της λαϊκής βούλησης λειτουργεί ως πηγή νομιμοποίησης για την αποδόμηση των ελέγχων και ισορροπιών.
Η περίπτωση της Ρωσίας του Βλαντίμιρ Πούτιν είναι ακόμη πιο χαρακτηριστική. Εδώ η «δημοκρατία» λειτουργεί πρωτίστως ως θεσμικό προσωπείο: οι εκλογές, αν και τυπικά διεξάγονται, αποτελούν ελεγχόμενες διαδικασίες που διασφαλίζουν τη συνέχιση της εξουσίας. Η νοσταλγία για τη σοβιετική ισχύ και η ανάγκη για σταθερότητα μετά το χάος της δεκαετίας του ’90 δημιούργησαν το έδαφος για μια αυταρχική δημοκρατία που προβάλλεται ως «συλλογικό συμβόλαιο» ανάμεσα σε κράτος και κοινωνία: περιορισμένες ελευθερίες με αντάλλαγμα ασφάλεια, οικονομική βελτίωση και εθνική ισχύ.
Ακόμη και στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά την περίοδο του Ντόναλντ Τραμπ, παρατηρήθηκε μια ρητορική αμφισβήτησης των θεσμικών κανόνων, όπου η πολιτική ταυτότητα έτεινε να διαχωρίζεται με όρους φίλου–εχθρού, θυμίζοντας τη διάγνωση του Καρλ Σμιτ. Η πίεση προς την «αποδημοκρατικοποίηση» εκδηλώθηκε όχι με την κατάλυση των εκλογών, αλλά με την προσπάθεια αποδυνάμωσης της εμπιστοσύνης σε αυτές.