20 χρόνια ευρώ. Σχέση αγάπης και μίσους
Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, σύμβουλος επιχειρήσεων – συγγραφέας
Πριν 20 χρόνια μπήκε το ευρώ στις ζωές φέρνοντας τεράστιες αλλαγές σε όλα τα επίπεδα. Αν ρωτήσεις τον μέσο πολίτη αυτής της χώρας, τι κρατάει από αυτή τη μακρόχρονη διαδρομή, πιθανότατα ένα πολύ μεγάλο ποσοστό, να αναφερθεί στην αρχική εκτίναξη των τιμών (πώς κάτι που πωλούνταν 100 δραχμές βρέθηκε μέσα σε λίγους μήνες να κοστολογείται τουλάχιστον 0,5 ευρώ), τα εξαιρετικά χαμηλά τραπεζικά επιτόκια με την έξαρση της στεγαστικής και καταναλωτικής πίστης και φυσικά τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης, με τη βαθιά ύφεση, την έκρηξη της ανεργίας και τις μνημονιακές πολιτικές.
Βέβαια η πορεία της Ελλάδας στο ευρώ έχει τόσες πλευρές να προσεγγίσεις που θα χρειαζόταν πολυσέλιδη μελέτη για να τις καλύψει εκτενώς όλες. Η αλήθεια, που σπάνια παραδεχόμαστε, είναι ότι βιαστήκαμε να αποτελέσουμε μέλος του στενού πυρήνα του ευρώ. Έχω γράψει επανειλημμένα ότι η είσοδος μας στο ευρώ υπήρξε πρωτίστως πολιτική παρά οικονομικής απόφαση. Οι τότε σοσιαλδημοκράτες ηγέτες της Ε.Ε. επιθυμούσαν διακαώς να δουν τον συνοδοιπόρο τους Κώστα Σημίτη, να συνυπάρχει στο εγχείρημα της Ευρωζώνης. Γι’ αυτό και υπήρξαν ελαστικοί στην ερμηνεία της επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων, όχι μόνο για την Ελλάδα βέβαια.
Μέσα σε μια εξαετία (1996-2002) κατορθώσαμε να πετύχουμε μια εξαιρετική δημοσιονομική εικόνα. Μια τακτοποιημένη, στατική εικόνα, με μπόλικη… δημιουργική ασάφεια. Φυσικά μας είχε ξεφύγει μια βασική λεπτομέρεια, την οποία βρίσκαμε διαρκώς μπροστά μας όλα αυτά τα χρόνια. Το κράτος παρέμενε μια διεφθαρμένη, γραφειοκρατική, αντιπαραγωγική μηχανή, ανακύκλωσης δημοσιονομικών και αναπτυξιακών αντιφάσεων και η παραγωγική μας βάση, αδύναμη, μη εξωστρεφής και ξεπερασμένη από τις τεχνολογικές εξελίξεις.
Αυτή η εικόνα της χώρας, που δεν είχε καμιά σχέση με την πρόσκαιρα τακτοποιημένη δημοσιονομική της εικόνα, δεν άφηνε και πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για το μέλλον. Όλοι γνώριζαν, κι ας παρίσταναν τους αδαείς, ότι οι πιθανότητες να σταθούμε επιτυχώς στο ευρώ ήταν λίγες, εκτός κι αν περιμέναμε μερικά ακόμη χρόνια έως ότου ολοκληρωθούν έστω μερικές βασικές, απολύτως αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο τομέα και την αγορά.
Αυτή την μοιραία παράληψη πληρώσαμε με τη μετέπειτα δημοσιονομική κατάρρευση και την ασθενικότητα ανάκαμψης της οικονομίας για πολλά χρόνια. Το ευρώ ήταν ευφυές αρχικό σχέδιο αλλά ως οικοδόμημα αποδείχτηκε ένα ακόμη κακοποιημένο, από το διεθνές πολιτικό κατεστημένο, εγχείρημα. Και τέτοιου είδους εγγενείς στρεβλώσεις μεγαλεπήβολων σχεδιασμών καταλήγουν σε στρεβλές εκτελέσεις και αξιοθρήνητα θύματα, όπως υπήρξε και η Ελλάδα.
20 χρόνια μετά, είμαστε μια χώρα με πληθυσμό, ΑΕΠ την ανεργία και ποσοστό πολιτών στα όρια της φτώχειας που βρίσκονται πάνω κάτω στα ίδια επίπεδα με το 2001, και σαφώς διογκωμένο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος. Από την άλλη, έχουν σχεδόν τριπλασιασθεί οι εξαγωγές, διπλασιασθεί οι άμεσες ξένες επενδύσεις κι έχει μειωθεί θεαματικά το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Μια οικονομία, λοιπόν, σε φάση αναγέννησης. Μια κοινωνία όμως σε φάση αποσάθρωσης.
Με μεγάλη χρονική καθυστέρηση βρισκόμαστε πια πολύ πιο κοντά στο μεταρρυθμιστικό πλαίσιο που οφείλαμε να διαθέταμε πριν μπούμε στο ευρώ. Και οι προοπτικές μοιάζουν εξαιρετικά θετικές. Με ένα χρέος σχετικά ρυθμισμένο ως προς τις δυνατότητες αποπληρωμής των ετήσιων τόκων. Με μια πιο καθαρή δημοσιονομική κατάσταση. Με πιο εξωστρεφή παραγωγικό προσανατολισμό.
Όντως το εικοσαετές ταξίδι με το ευρώ δεν υπήρξε ειδυλλιακό. Αν είμασταν εξαρχής πιο προσεκτικοί θα μπορούσε να είναι λιγότερο επώδυνο. Όμως σίγουρα η συνολική εικόνα, ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες, δεν είναι απογοητευτική. Τώρα μοιάζει να είναι η κρίσιμη στιγμή που διαθέτουμε όλα τα όπλα και τα εχέγγυα για να καλύψουμε το χαμένο έδαφος και να μετατρέψουμε το ευρώ από μια λαιμητόμο για την οποία δεν ήμασταν έτοιμοι, σε έναν καταπέλτη εκτόξευσης στο μέλλον.