Η ακύρωση της ηθικής ποιότητας
Γράφει ο Γιάννης Χαραλαμπίδης, Φιλόλογος – Ιστορικός
“…τὰς δ’ ἀρετὰς λαμβάνομεν ἐνεργήσαντες πρότερον, ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων τεχνῶν· ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν, οἷον οἰκοδομοῦντες οἰκοδόμοι γίνονται καὶ κιθαρίζοντες κιθαρισταί· οὕτω δὲ καὶ τὰ μὲν δίκαια πράττοντες δίκαιοι γινόμεθα, τὰ δὲ σώφρονα σώφρονες, τὰ δ’ ἀνδρεῖα ἀνδρεῖοι.”
[Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1103a31-b2]
Σε μια κοινωνία και σε μια πολιτεία που είναι αξιακά βυθισμένες στη μετριότητα, δεν είναι καθόλου περίεργο να θεωρούν οι πολίτες ότι το φυσιολογικό μέτρο στην πολιτική είναι ακριβώς η μετριότητα. Μια από τις βασικές αρχές του μετρίου είναι η ελαχιστοποίηση του κόστους. Κάθε πολιτική ενέργεια, από την απλή εκφορά δημόσιου λόγου μέχρι την ίδια την εφαρμοσμένη πολιτική πράξη είναι σαφέστατα και a priori φιλτραρισμένη από το κόσκινο του κόστους, κατά βάση του προσωπικού. Από τις πλέον επιζήμιες πράξεις στην εν Ελλάδι πολιτική σκηνή θεωρείται η δημοσία αναθεώρηση και ανασκευή, η μετά παρρησίας αναγνώριση σφάλματος -συγκεκριμένου και μετρήσιμου σφάλματος, όχι αερολογιών περί “πολιτικής ευθύνης”, ειδικά μάλιστα ηθικού ατοπήματος. Σε συνδυασμό με την εγγενή ελληνική δυσανεξία στην αναγνώριση και αποδοχή του σφάλματος, που η ιδιοσυγκρασία μας εξισώνει με βαριά ήττα και μείωση της προσωπικότητας, τέτοιες δημόσιες εκδηλώσεις αυτοκριτικής και αυτοδιόρθωσης είναι όλως σπάνιες στο πολιτικό μας οικοσύστημα.
Καθόλου απρόσμενη δεν ήταν, λοιπόν, η γενική αμηχανία που προκάλεσε η δημόσια δήλωση του Άδωνι Γεωργιάδη σχετικά με την στάση του παλιότερα πάνω στο Ολοκαύτωμα και διάφορες κακοβουλες αλλά πολύ διαδεδομένες στην κοινωνία μας συνωμοσιολογικές κοινοτοπίες για τους Εβραίους. Πέραν των εξαιρετικά θετικά ή αρνητικά διακείμενων απέναντι στον Άδωνι -που δεν είναι λίγοι, όπως είναι εύλογο χάρη στην ιδιαίτερη επικοινωνιακά προσωπικότητά του, και βρήκαν μια ακόμα ευκαιρία να αναβαπτίσουν την λατρεία ή την απέχθειά τους, υπήρξε εξαιρετικά ευδιάκριτη η συνάντηση μεγάλης μερίδας όσων πήραν θέση στο κοινό πεδίο της ακύρωσης. Επέλεξαν, δηλαδή, να ακυρώσουν την ουσία της δήλωσης, κυρίως μέσω δύο φίλτρων, αφενός του κυνισμού και αφετέρου της άρνησης, ενώ όλοι τους αιτιολόγησαν την ακύρωση στη βάση του συλλογισμού ότι η δήλωση έγινε από πολιτικό. Εδώ ακριβώς εμφανίζεται άλλη μια βασική αρχή της μετριότητας, η αχρειότητα των σκοπών, δηλαδή για να κάνει κάτι κάποιος πολιτικός είναι δεδομένο πως κινείται από δόλο. Στην προκειμένη περίπτωση, οι κυνικοί συνήγαγαν ότι για να γίνει αυτή η δήλωση με την συνακόλουθη δημόσια συγγνώμη, είναι δεδομένο ότι συνέτρεξε κάποιος κρύφιος ιδιοτελής στόχος, δηλαδή ο προσπορισμός κάποιου πολιτικού οφέλους, όπως η άγρα ψήφων (καθώς είναι γνωστό ότι υπάρχουν τεράστιες συμπαγείς μάζες ψηφοφόρων με φιλοεβραϊκά αισθήματα στην Ελλάδα…). Από την άλλη, οι αρνητές θεώρησαν ότι, ασχέτως αν υπάρχει δόλος, το γινόμενο της δήλωσης Γεωργιάδη είναι μηδενικό, αφού είναι καθυστερημένη ή δεν απαλείφει τα λόγια και τις πράξεις του στο παρελθόν.
Αντίθετα, δεν φαίνεται καθόλου να τους απασχόλησε το ενδεχόμενο να ήταν ειλικρινής η δήλωση, και ως τέτοια να φέρει μια καθόλου αμελητέα αξία, τόσο για το παραδειγματικόν, όσο και για το συμβολικό της, δεδομένου ότι αφωρμήθη από την επέτειο μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος. Κι όχι μονο δεν τους απασχόλησε, αλλά μάλλον έσπευσαν να ξορκίσουν με τον κυνισμό ή την άρνηση κάθε τέτοια σκέψη, κάθε πιθανότητα ραγίσματος στο προσωπείο της μετριότητας που βλέπουμε γύρω μας κάθε στιγμή. Γιατί πολύ απλά χρειάζεται να είναι κάποιος πάνω από τη μετριότητα που κατατρώγει τα σπλάχνα της πολιτείας μας, για να μπορεί να διατυπώσει με τέτοιο θάρρος τόσο δραστικά αυστηρές φράσεις αυτοκριτικής. Όμως όχι, δεν μπορούμε να το επιτρέψουμε αυτό, δεν μπορούμε να το αποδεχτούμε, θεωρούμε αφύσικο να υπάρχει μέτρο ανώτερο από αυτό που έχουμε συνηθίσει. Μας φαίνεται ξένο το ενδεχόμενο να υπάρχουν και στην πολιτική ακόμα άνθρωποι που έχουν ηθικά πρότυπα, που έχουν ηθικές αξίες, που κρίνουν πρώτα από όλους οι ίδιοι τον εαυτό τους, τον ελέγχουν, τον υποβάλλουν σε βάσανο αλήθειας, άνθρωποι που σκέπτονται και δοκιμάζουν με λογικό και πραγματολογικό έλεγχο τις ίδιες τις απόψεις τους, τα λόγια και τις πράξεις τους και δεν διστάζουν να τα κατακρίνουν και να τα αναθεωρήσουν.
Όταν, όμως, δεν πιστεύει κάποιος στην δυνατότητα των άλλων να γίνουν καλύτεροι, πώς μπορεί να πιστεύει στην αντίστοιχη δική σου; Ή μάλλον, για να το πω καλύτερα, επειδή ακριβώς δεν μπορεί να πιστέψει στη δική του ικανότητα αυτοβελτίωσης, αδυνατεί να δεχτεί ότι μπορεί αυτή να υπάρχει σε άλλους. Προφανώς και δεν είναι υποχρεωτικό να συμπαθούν όλοι ένα πολιτικό πρόσωπο, αλίμονο. Είναι άλλο, όμως, η προσωπική ή πολιτική αντιπάθεια από το να μην αναγνωρίζεις σε κάποιον το δικαίωμα της αυτοκριτικής, της αλλαγής, της βελτίωσης. Ειδικά στην πολιτική είναι ζωτικής σημασίας για κάθε λειτουργό η ύπαρξη μιας τέτοιας ποιότητας. Αν δεν μπορεί ο πολιτικός να το κάνει αυτό, πώς θα μπορέσει να ελέγχει ο ίδιος την δράση του, πώς θα είναι άραγε σε θέση να δεχτεί και να αξιολογήσει την κριτική των άλλων;
Στην προσπάθειά του να προσδιορίσει με σαφήνεια την έννοια της ηθικής αρετής ο Αριστοτέλης την περιγράφει ως μια συνήθεια που αποκτάται μετά από άσκηση, δηλαδή, για να το θέσουμε απλοϊκά, όσο περισσότερο πράττουμε κάτι καλό, τόσο πιο καλοί γινόμαστε. Το μόνο, λοιπόν, που χωρίζει τον άνθρωπο από τις αρετές είναι οι ίδιες οι πράξεις του. Αν δεχτούμε ότι ο μεγάλος φιλόσοφος είχε δίκιο, τότε μόνο θετικά μπορεί να αξιολογήσει κάποιος τη δήλωση αυτοκριτικής του Άδωνι Γεωργιάδη. Η θαρραλέα ενέργεια της δημόσιας δήλωσης είχε αφ’ εαυτής θετικό ηθικά πρόσημο, ακόμα κι αν δεν ήταν απόλυτα ειλικρινής -και ποιος μπορεί να με πείσει ότι δεν ήταν; Η επανεκτίμηση και αναθεώρηση στάσεων, ιδεών και απόψεων που θεωρεί κάποιος εσφαλμένες και η παραδοχή του λάθους είναι σημεία ασυνήθιστα υψηλής διανοητικής και ηθικής ποιότητας, καθώς μόνο κάποιος που έχει τη δύναμη να βελτιώνει τον εαυτό του, μπορεί να αλλάξει και κάτι ευρύτερο και σημαντικότερο.
Η κυριαρχία του μικρού ηθικού αναστήματος στην πολιτική δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για την απώλεια της πίστης μας σ’ αυτήν. Μόνο η πολιτική μπορεί να δώσει λύσεις στα προβλήματα, τουλάχιστον λύσεις που να παρέχουν εγγυήσεις μέγιστης δυνατής ωφέλειας για όσο το δυνατόν περισσότερους πολίτες. Κι επειδή πρέπει να πιστεύουμε στην πολιτική, χρειαζόμαστε σήμερα όσο ποτέ ηθικά πρότυπα και παραδείγματα στην πολιτική, χρειαζόμαστε την καλλιέργεια των ηθικών αρετών. Ας μη βιάζεται κανείς να λιθοβολήσει όποιον βρίσκει το έρμα να υπερβεί την μετριότητα που στραγγαλίζει την δημοκρατία μας. Η πολιτική ως καθημερινή εφαρμοσμένη διαδικασία χρειάζεται περισσότερο ηθικό περιεχόμενο και όποιος το παρέχει αυτό γίνεται αυτοδίκαια παράδειγμα για μίμηση. Τίποτε δεν είναι πιο ισχυρό συμβολικά από την εξόφληση κάποιου χρέους που μας βαραίνει, και τίποτα δεν βαραίνει περισσότερο στη συνείδηση ενός δίκαιου ανθρώπου από το αίσθημα ότι έχει αδικήσει κάποιους. Αυτό αποκατέστησε ο Άδωνις και δεν πρέπει να αμφιβάλλει κανείς ότι θα το έκανε όσο κόστος κι αν του προκαλούσε. Γιατί μόνο έτσι θα ένιωθε ότι γίνεται καλύτερος.-