Πανδημία και δημοσιονομική πολιτική

Γράφει ο Βαγγέλης Αντωνιάδης

Αναμφίβολα η πανδημία υπήρξε καταλύτης εξελίξεων και αποφάσεων σε κάθε πεδίο εφαρμοσμένης πολιτικής. Ειδικά στο μέτωπο της οικονομίας, υποχρέωσε κράτη και υπερεθνικούς οργανισμούς όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση να αναλάβουν υψηλά επίπεδα δημοσίου χρέους. Ταυτόχρονα η πανδημία τις ανισότητες στο εσωτερικό των κοινωνιών διευρύνοντας το χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς στις ώριμες καπιταλιστικές χώρες που αναμφίβολα ήταν υπαρκτό ήδη από προηγούμενες περιόδους, αλλά και το ανάλογο χάσμα ανάμεσα σε πλούσιες και φτωχές χώρες.

Είναι προφανές πως το δυστοπικό οικονομικό περιβάλλον που διαμορφώθηκε τον τελευταίο χρόνο κατέστησε επιτακτική την ανάγκη για κράτη και κυβερνήσεις, την αύξηση των φορολογικών εσόδων για να χρηματοδοτήσουν τόσο την δραματική αύξηση των δημοσίων δαπανών με κύριους άξονες την δημόσια υγεία, την κοινωνική πρόνοια, αλλά και τα προγράμματα στήριξης της πραγματικής οικονομίας.

Σταδιακά συγκροτείται ένα ευρύτατο διεθνές μέτωπο υποστήριξης της θεσμοθέτησης ενός ελάχιστου έστω φόρου στα υπερκέρδη των πολυεθνικών που μέχρι τώρα έχουν κατορθώσει να ελαχιστοποιούν ακόμα και να μηδενίζουν την φορολογική τους επιβάρυνση, βασιζόμενες κυρίως στην πολύ ισχυρή νομική υποστήριξη αλλά και τις μεγάλες φορολογικές αποκλίσεις ανάμεσα στα κράτη.

Προφανώς το διεθνές αυτό μέτωπο άργησε πολύ να συγκροτηθεί. Χαρακτηριστικό είναι πως το ζήτημα έχει τεθεί στον ΟΟΣΑ ήδη από την εποχή της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Όμως τροχοπέδη για την εφαρμογή του υπήρξαν οι έντονες διαφωνίες ανάμεσα σε κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η απόλυτα αρνητική στάση των Ηνωμένων Πολιτειών.

Η στάση των Ηνωμένων Πολιτειών έγινε ακόμα πιο αρνητική την περίοδο της προεδρίας Τραμπ καθώς η Ουάσινγκτον πρόβαλε κατηγορηματική άρνηση αξιώνοντας παράλληλα να εξαιρεθούν από κάθε πιθανή συμφωνία αλλά και φορολογική επιβάρυνση οι τεχνολογικοί κολοσσοί των ΗΠΑ. Το πολιτικό περιβάλλον διαφοροποίησε ριζικά η πανδημία αλλά και η κυβερνητική αλλαγή στην Ουάσινγκτον. Η νέα διακυβέρνηση Μπάιντεν προκάλεσε στροφή 180 μοιρών στην αμερικανική πολιτική και δεν υιοθέτησε τις αιτιάσεις των προκατόχων της. Σχεδόν σε πλήρη αντιδιαστολή με την διακυβέρνηση Τραμπ προχώρησε σε αποφασιστικά βήματα και με στόχο να χρηματοδοτήσει τις αυξημένες κοινωνικές δαπάνες αλλά και το Κολοσσιαίο επενδυτικό πρόγραμμα δύο δισεκατομμυρίων δολαρίων που εκπόνησε η νέα διακυβέρνηση Μπάιντεν.

Ταυτόχρονα η Ουάσινγκτον προωθεί αύξηση των εταιρικών φόρων από το 21% στο 28%, αναστρέφοντας την διαδικασία μείωσης φόρων που είχε δρομολογήσει ο τέως πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ. Η ελαχιστοποίηση της φορολόγησης των πολυεθνικών εταιρειών οδήγησε σε κατάρρευση τα ομοσπονδιακά έσοδα και ταυτόχρονα είχε το σκανδαλώδες αποτέλεσμα, πολλές από τις μεγάλες εταιρείες των ΗΠΑ όχι μόνο να έχουν πάψει να καταβάλουν φόρους, αλλά να εισπράττουν επιστροφή φόρου.

Eνδεικτικό το παράδειγμα της Amazon που με δηλωμένα κέρδη 10,835 δισεκατομμύρια δολάρια εισέπραξε επιστροφή φόρου 129 δισεκατομμύρια που αντιστοιχούσε στο 1% των κερδών της. Κατά το ίδιο φορολογικό έτος η αεροπορική εταιρεία Delta Air Lines με κέρδη 5,07 δισεκατομμύρια δολάρια έλαβε επιστροφή φόρου ύψους 187 εκατομμυρίων δολαρίων που αντιστοιχούσε στο 4% των κερδών της. Ενώ ο ενεργειακός κολοσσός της Chevron , με κέρδη 4,547 δισεκατομμύρια δολάρια είχε επιστροφή 181 εκατομμύρια αντίστοιχη με 4% των κερδών της και η ΙΒΜ που με κέρδη 500 εκατομμυρίων δολαρίων είχε επιστροφή με 342 εκατομμυρίων δολαρίων, δηλαδή το 68% των κερδών της.

Παρόλα αυτά η κεντρική πολιτική και οικονομική επιλογή της διακυβέρνησης Μπάιντεν, θα μπορούσε να ακυρωθεί στην πράξη από τον φορολογικό ανταγωνισμό άλλων κρατών και την παράλληλη προσπάθεια να εκμαιεύσουν την μεταφορά της φορολογικής έδρας και νέες επενδύσεις στο έδαφος τους προσφέροντας σε πιθανούς επενδυτές χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές. Επιχειρώντας να προλάβουν αυτή την δυσμενή εξέλιξη και τα πιθανά τετελεσμένα που θα δημιουργούσε οι ΗΠΑ σε πολύ υψηλό επίπεδο μέσω της υπουργού οικονομικών Τζανέτ Γέλεν πρότειναν την εισαγωγή του ελάχιστου εταιρικού φόρου σε παγκόσμιο επίπεδο. Πρόταση που βρήκε άμεσα υποστηρικτές και στην Ευρώπη με κύριους εκφραστές τους υπουργούς οικονομικών της Γαλλίας και της Γερμανίας δηλώνοντας ως απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη της ευρωατλαντικής και ευρύτερα διεθνούς συμφωνίας να ενταχθούν στην ελάχιστη εταιρική φορολόγηση και οι τεχνολογικοί κολοσσοί των ΗΠΑ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.