Οι πραγματικοί φταίχτες
Γράφει ο Διονύσης Κ. Καραχάλιος
Δεν συμμερίζομαι την άποψη εκείνων που δυσαρεστήθηκαν από το γεγονός ότι η καγκελάριος της Γερμανίας, κατά την πρόσφατη επίσκεψή της στην Αθήνα, αλλά και οι λοιποί ξένοι ηγέτες σε ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και Ευρωπαϊκή Ένωση, δείχνουν ενθουσιασμένοι με την «επιτυχία» των Τσίπρα και Ζάεφ, η οποία σημαίνει αποδοχή και από την ελληνική πλευρά, της «μακεδονικής» ονομασίας, ταυτότητας και γλώσσας για τους αλβανοσκοπιανούς γείτονές μας.
Η πολιτική ανωριμότητα, η χαώδης έλλειψη παιδείας, η παντελής άγνοια της ιστορικής πορείας του Ελληνισμού, οι ανισοβαρείς, σε σχέση με την εθνική του συνείδηση, διεθνιστικές ιδεοληψίες του και η απλοϊκή έως παιδαριώδης αντίληψή του για τις διεθνείς σχέσεις, επιτρέπουν στον Τσίπρα να πιστεύει ότι «εθνική επιτυχία» υπάρχει όταν συγκεντρώνεις την διεθνή επιδοκιμασία και τις άνευ κόστους φιλοφρονήσεις των «μεγάλων». Δεν είναι σε θέση ή, για ευνοήτους λόγους, δεν θέλει να αντιληφθεί ότι τα ευμενή σχόλια απορρέουν από την καλόβολη ενδοτικότητα και τις δουλικές υποχωρήσεις του και όχι από την επιτυχή και εθνικά επωφελή έκβαση των χειρισμών του.
Αν υποτεθεί ότι η Κύπρος αποφάσιζε να παραιτηθεί από τις αξιώσεις της ως προ το κατεχόμενο τμήμα της νήσου, υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι θα συγκέντρωνε την πανηγυρική, μάλιστα, επιδοκιμασία της διεθνούς κοινότητας; Αν η χώρα μας επιτρέψει στους Τούρκους την «συνεκμετάλλευση» του Αιγαίου, έτσι όπως την εννοούν οι απαιτητικοί γείτονες και όχι όπως το διεθνές δίκαιο οριοθετεί τα δικαιώματα των παρακτίων χωρών, υπάρχει αμφιβολία ότι ολόκληρη η διεθνής κοινότητα θα σπεύσει να μας συγχαρεί και να εγκωμιάσει τον σεβασμό μας προς τις αρχές της καλής γειτονίας και της συνεργασίας; Αν το Ισραήλ και οι Παλαιστίνοι συμφωνήσουν σε μια λύση, ποιο λόγο θα έχει η Ελλάδα να είναι δυσαρεστημένη, ακόμη και αν κρίνει ότι, επί της ουσίας, η λύση αυτή είναι δυσμενής για κάποιον από τους δύο;
Όταν ο ηγέτης μιας χώρας «λύνει» ένα πρόβλημα, το οποίο για τους άλλους ηγέτες δεν έχει εθνικό ενδιαφέρον και απλώς απασχολεί και «κουράζει» με την διαιώνισή του και τις περιπλοκές του την διεθνή κοινότητα, η οποιαδήποτε λύση, ακόμη και επώδυνη για τους ενδιαφερομένους, προκαλεί την ικανοποίηση και τα θετικά σχόλια των τρίτων. Όταν ένα πρόβλημα φεύγει από την μέση, όλοι ανακουφίζονται και ακόμη περισσότερο εκείνοι οι οποίοι «ενοχλούνται» από την ύπαρξή του, ιδίως όταν δεν τους αφορά. Ασφαλώς και έχουν ενθουσιασθεί ο αμερικανός, ο γερμανός, ο βέλγος, ο φινλανδός και ο σλοβάκος, καθώς αντιλαμβάνονται ότι ένα «αδιάφορο» και εντελώς ξένο γι’ αυτούς θέμα, όπως το ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων, που τους απασχολούσε συνεχώς, στα διεθνή fora, εδώ και τριάντα σχεδόν χρόνια, παύει να υπάρχει χάρη στον «μεγαλοφυή», «τολμηρό», «αποφασιστικό» και «ρηξικέλευθο» ηγέτη που λέγεται Τσίπρας!
Από την άλλη πλευρά, αν κοιτάξουμε γύρω μας, θα διαπιστώσουμε ότι σε επίπεδο opinion makers, δηλαδή μεταξύ εκείνων των συμπολιτών μας που λόγω, ιδιότητας και κοινωνικής επιφάνειας ή επιστημονικού κύρους, έχουν την δυνατότητα να επηρεάζουν με τις απόψεις τους την κοινή γνώμη (πανεπιστημιακοί, δημοσιογράφοι, στελέχη επιχειρήσεων, καλλιτέχνες και γενικά «άνθρωποι των γραμμάτων και της τέχνης» και λοιποί δημοσιολογούντες και πολιτικολογούντες), έστω και αν αποτελούν μειοψηφία, διατυμπανίζουν ότι «μια λύση είναι προτιμότερη από την μη λύση» του προβλήματος … Έστω και αν η πομπώδης επιχειρηματολογία τους είναι επιφανειακή, απλουστευτική και συγκυριακή και, χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψη της ιστορικά δεδομένα, συνειδησιακούς εθνικούς προβληματισμούς και πιθανούς γεωπολιτικούς κινδύνους, περιορίζεται σε αόριστες και γενικόλογες φλυαρίες περί την διαφαινόμενη προοπτική εδραίωσης της ειρήνης στα Βαλκάνια και περί την πολύπλευρη οικονομική συνεργασία με την … «αναπτυσσόμενη» οικονομία της γειτονικής χώρας, ο απόηχος αυτών των απόψεων ενισχύει την διάθεση του διεθνούς παράγοντα να κλείσει, όπως – όπως, μια εστία προβλημάτων και να στραφεί σε άλλα δυσεπίλυτα προβλήματα…
Με απλά λόγια, όταν εμείς οι ίδιοι, πέρα από την παλαιοκομμουνιστική συνείδηση και τις τριτοκοσμικές ονειρώξεις του Τσίπρα και της παρέας του, έχουμε να αντιμετωπίσουμε την αυτάρεσκη μεγαλομανία της Παπακώστα και του Παπαχριστόπουλου και την αγωνιώδη αναζήτηση πολιτικής επιβίωσης του Θεοδωράκη και του Μαυρωτά, οφείλουμε να αντιληφθούμε ότι ουδείς ξένος εταίρος μας θα σπεύσει να κάνει περισσότερα από αυτά που κάνουμε εμείς, ως χώρα και ως λαός, για να προστατεύσουμε τα εθνικά μας δίκαια. Η αριστερόστροφη εξουσιολαγνεία του Τσίπρα δεν έχει κανένα ηθικό ενδοιασμό και καμιά εθνική ανησυχία να ακούει τους αλβανοσκοπιανούς να αποκαλούν την πολυφυλετική χώρα τους «Μακεδονία». Στο κάτω – κάτω, με την υπογραφή του έκανε πράξη ένα μέρος από το όνειρο των προγόνων του, που αγωνίσθηκαν παθιασμένα για την απόσπαση ολόκληρης της Μακεδονίας, αλλά και της Θράκης, από τον εθνικό μας κορμό… Και επί τέλους, ο Τσίπρας, εκτός από την γραβάτα του Ζάεφ, έχει πλέον και τα αγκομαχητά της παροπλισμένης αοιδού Άντζυ Σαμίου για να του θυμίζουν τον ανεπανάληπτο «θρίαμβό» του και, ενδεχομένως, να παρηγορούν την σύντροφό του για το κλάμα που ρίχνει κάθε 5η Ιουλίου…
Όμως, το τελικώς ζητούμενο δεν είναι τι κάνουν και τι λένε οι μπολσεβίκοι που μας κυβερνούν, αλλά πόσο κλαίνε και οδύρονται (αν το κάνουν) αυτοί που τους έδωσαν, με την ψήφο τους, το δικαίωμα να αποφασίζουν, να υπογράφουν και να μας …γράφουν! Και φυσικά δεν ομιλώ για την αριστερά με τα μειωμένα εθνικά αντανακλαστικά και τα βαριά συμπλέγματα που της κληροδότησε η ιστορία… Ομιλώ για τους αυτοαποκαλούμενους «δεξιούς», που κάποια στιγμή μέτρησαν το βάρος της τσέπης τους περισσότερο από το βάρος της Πατρίδας και ακόμη και σήμερα βρίσκουν την σωτηρία τους πίσω από την επαίσχυντη πατριδοκαπηλεία κάποιων εξουσιομανών τυχοδιωκτών, που σέρνονται πίσω από αμετανόητους σταλινικούς…