Οι απελπιστικά χαμηλές μαθησιακές επιδόσεις της Ελληνικής κοινωνίας
Γράφει ο Νικήτας Καστής, Mind2Innovate
Επανειλημμένα έχουμε οι περισσότεροι σχολιάσει αρνητικά την πρωτοκαθεδρία που εξασφαλίζει η ενημέρωση περί τη διεξαγωγή των «πανελληνίων εξετάσεων». Αυτή η εκνευριστικά λεπτομερής ειδησεογραφία για μιαν ετήσια επαναλαμβανόμενη – εν είδει «εθνικής σταθεράς» – διαδιασία επιλογής των εισαγόμενων στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση αποφοίτων του Λυκείου. Ίσως, όμως, δεν θάπρεπε νάμαστε τόσον «αυστηροί».
Αφού, μια ολόκληρη κοινωνία, με τα βλαστάρια της σε δοκιμασία, είναι, χωρίς άλλες επιλογές, προσανατολισμένη στην επιτυχία της εισαγωγής σε μια, σχεδόν οποιανδήποτε, Σχολή ή ένα Τμήμα, ενός εκ των ΑΕΙ ή και ΑΤΕΙ, με έδρα στην ελληνική επικράτεια. Θεωρώντας την εν λόγω εισαγωγή ως τη μόνη διέξοδο, που θα αφήσει ανοικτή την προοπτική μιας – υποτίθεται – αξιοπρεπούς απασχόλησης στη συνέχεια, και δι’ αυτής μιας “σχετικά εύκολης” διασφάλισης, στο εγγύς μέλλον, και των μέσων βιοπορισμού τους.
Και ενώ αυτή η κοινωνία βλέπει, κάθε χρόνο και πιο εμφαντικά, ότι η παραπάνω «διέξοδος» διασφαλίζει όλο και λιγότερα, παρά ταύτα παραμένει εγκλωβισμένη σ’ αυτήν. Στην καλύτερη δε περίπτωση, όσες οικογένειες μπορούν και αναζητούν έγκαιρα λύσεις και – το δυσκολότερο – έχουν τα μέσα να τις επιδιώξουν, προετοιμάζουν τα παιδιά τους ώστε να γίνουν, κατά την κρίση τους, ικανά να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες προσαρμογής σε διαφορετικά εκπαιδευτικά περιβάλλοντα, στην αλλοδαπή. Ή έτσι ώστε να προσανατολισθούν σε μιαν, κατά τα φαινόμενα, περισσότερο επαγγελματικά κατευθυνόμενη εκπαίδευση, την οποία στην Ελλάδα προσφέρουν διάφοροι φορείς μετα-λυκειακής εκπαίδευσης, διαβαθμιζόμενης εγκυρότητας. Πρόκειται για τα ονομαζόμενα «Κολλέγια» ή και μόνον, δυστυχώς, τα ιδιωτικά Ι.Ε.Κ., τα οποία φαίνεται να διατηρούν ενεργές σχέσεις με την οικονομία και τις επιχειρήσεις, δημιουργώντας έτσι μιαν εικόνα άμεσης σύνδεσης με την αγορά εργασίας. Ώστε να εμφανίζονται τουλάχιστον ικανά να προσφέρουν περισσότερες ευκαιρίες πρόσβασης στην απασχόληση.
Γιατί πραγματικά, μετά και την έντονα πλέον αμφισβητούμενη αξία της επένδυσης στη γνώση και τη μόρφωση, σχεδόν στην πλειοψηφία της η ελληνική κοινωνία φαίνεται να «αναγνωρίζει» ως μοναδική σταθερά («μέτρο») επιτυχίας τον εύκολο προσπορισμό οικονομικών επιστροφών. Στον «βωμό» των οποίων, οποιαδήποτε συγκυρία ή και «λαθροχειρία» δικαιολογείται, χωρίς σκέψη για το – όχι πολύ μακρινό – μέλλον. Είναι κατά συνέπεια επόμενο ότι η ποιότητα της προσφερόμενης σχολικής εκπαίδευσης και οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της στους νέους πολίτες και τα οικονομικά υποκείμενα, καθόλου δεν απασχολούν την Ελληνική κοινωνία, ούτε κατά κεραία!
Βλέπουμε, λοιπόν, πώς αναπαράγεται ένας φαύλος κύκλος εν είδει σπείρας, όπου στις επαναλαμβανόμενες «στροφές» του, στη διάρκεια των τελευταίων τριών δεκαετιών, αναζητείται και συχνά επιχειρείται η «διόρθωση» της διαδικασίας της «τελικής αποτίμησης», κατά την «έξοδο» από τη βαθμίδα της δευτεροβάθμιας (Λυκείου), και της «επιλογής» για την εισαγωγή στη βαθμίδα της «μαζικοποιημένης» στο μεταξύ τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Σε μιαν πορεία διαρκούς υποβάθμισης της ποιότητας των εκροών του εκπαιδευτικού συστήματος.
Αντί, όπως θάταν λογικό, να προβληματισθούν, κοινωνία και πολιτικές ηγεσίες, σχετικά με τη βελτίωση της ποιότητας της πολυετούς διαδικασίας προετοιμασίας για την ολοκλήρωση της σχολικής εκπαίδευσης, με τον επαρκή «εξοπλισμό» των αποφοίτων. Αλλά και, ταυτόχρονα, να προβληματισθούν σχετικά με τις επιλογές που προσφέρονται στους τελευταίους για τη συνέχεια. Όπως, τουλάχιστον, κατάφεραν να κάνουν καλύτερα – και έγκαιρα – άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής οικογένειας. Και παρά τις επαναλαμβανόμενες, καλά τεκμηριωμένες πλέον καταγραφές της συλλογικής αυτής αποτυχίας, ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία, δεν φαίνεται να παίρνουμε το μάθημά μας. Ανταγωνιζόμενοι, ως κοινωνία, τις χαμηλές μαθησιακές επιδόσεις ενός όλο και ευρύτερου μέρους του πληθυσμού των κατ’ έτος αποφοίτων του Λυκείου.
Ο πιο αξιόπιστος δείκτης αυτού του σοβαρού προβλήματος, του οποίου τις συνέπειες φαίνεται ότι θα υφιστάμεθα για πολλά χρόνια στο μέλλον, συνιστά η λεγόμενη «ανεργία τριβής» των νέων ανθρώπων, μέχρι να βρουν την πρώτη τους εργασία. Εκεί είμαστε πραγματικά πρωταθλητές στην Ευρώπη, με ιδιαίτερες «επιδόσεις» στη διάρκεια της κρίσης. Και δυστυχώς, τον συγκεκριμένο δείκτη έρχεται να συμπληρώσει, τεκμηριώνοντας με ενάργεια το πρόβλημα, η συγκριτική έρευνα “PIAAC” του ΟΟΣΑ, για τον λειτουργικό «αναλφαβητισμό» των ενηλίκων, στην Ελλάδα, στον 21ο αιώνα.
Σημείο αισιοδοξίας κλείνοντας το σημείωμα αυτό. Αρκετές μελέτες και αναλύσεις, με συγκριτικές έρευνες στον Ευρωπαϊκό χώρο, έχουν πλέον επαρκώς «φωτίσει» τις αναγκαίες περιοχές παρέμβασης και ανάληψης καλά σχεδιασμένης και εφαρμοσμένης εκπαιδευτικής πολιτικής. Χρειάζεται να αναβαθμίσουμε το ταχύτερο, στην επόμενη πενταετία, την ποιότητα της προσφερόμενης εκπαίδευσης μέχρι την ηλικία των 15/16 ετών (προσχολική, πρωτοβάθμια εκπαίδευση και βαθμίδα του Γυμνάσιου). Ό,τι δηλαδή, παρωχημένα, θεωρείται ως ο κύκλος της «υποχρεωτικής εκπαίδευσης».
Και επίσης, ταυτόχρονα, να προχωρήσουμε σε μιαν τεκμηριωμένη μεταρρύθμιση του συστήματος της λεγόμενης και «αρχικής» επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, σε σύνδεση με την οικονομία και τη συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση. Ώστε να λειτουργήσει, έστω σε 3-5 χρόνια από σήμερα, ως μια αξιόπιστη εναλλακτική – της εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση – πορεία αναβάθμισης προσόντων, επαγγελματικής προοπτικής και απασχόλησης των αποφοίτων του Λυκείου. Είναι τόσο απλό, μα και τόσο δύσκολο, χωρίς να επιδέχεται αναβολή!
Οι δε αλλαγές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, που εκ νέου εισάγονται, χωρίς σχέδιο και προοπτική, στηριγμένες δυστυχώς μόνο σε μονομανίες, ιδεοληψίες και ευχολόγια, ας περιμένουν τον επόμενο κύκλο σχεδιασμού και νομοθέτησης εκπαιδευτικής πολιτικής.