Κυβερνητικά παιχνίδια με συντάξεις κι αφορολόγητο
Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, Οικονομολόγος – Ψυχολόγος, Συγγραφέας
Εδώ και πολλούς μήνες, ουσιαστικά από όταν ξεκίνησε η φημολογία για μη περικοπή των συντάξεων, δήλωνα με βεβαιότητα ότι η Ε.Ε θα έκανε δεκτό το αίτημα ενώ το ΔΝΤ δεν θα μπορούσε να επιβάλλει τις αντιρρήσεις του αφού πλέον βρίσκεται σε συμβουλευτικό ρόλο δίχως συμμετοχή σε πρόγραμμα χρηματοδότησης.
Κι αυτή η βεβαιότητα δεν προέκυπτε επειδή το ασφαλιστικό μας σύστημα έπαψε να έχει δομικά προβλήματα και να χρειάζεται διαρθρωτική αλλαγή αλλά γιατί η Ε.Ε. θέλει να αποφύγει την έμμεση εμπλοκή στο εγχώριο εκλογικό τοπίο, αφού τυπικά διασφαλίζεται η επίτευξη του στόχου για το πλεόνασμα, την ώρα που το Brexit και η πορεία της ιταλικής οικονομίας αποτελούν πολύ σημαντικότερα αγκάθια στην καρδιά της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Η κυβέρνηση πανηγυρίζει που ανέβαλε κάτι που η ίδια δημιούργησε. Το 2014 η διαπραγμάτευση με τους δανειστές αφορούσε μόνο μια μικρή περικοπή των επικουρικών. Σήμερα οι επικουρικές έχουν γίνει φιλοδώρημα, οι κύριες έχουν υποστεί πολλαπλές νέες περικοπές, το ΕΚΑΣ καταργήθηκε, οι νέοι συνταξιούχοι έχασαν την προσωπική διαφορά και οι παλιοί δεν την αποφεύγουν αφού προβλέπεται να μην υπάρχει καμια αύξηση μετά το 2023 έως ότου εξαλειφθεί πλήρως.
Παρά τις αιματηρές περικοπές το δομικό ζήτημα παραμένει. Η ύφεση στην οποία βυθιστήκαμε ξανά το 2015 και η αμυδρή ανάπτυξη των τελευταίων δύο ετών καθήλωσαν το ποσοστό του ΑΕΠ που απορροφούν οι συντάξεις στο υψηλό 17%. Το ερώτημα λοιπόν παραμένει. Πώς θα φθάσουμε στον Ευρωπαϊκό μέσο όρο του 13% το ταχύτερο δυνατό;
Στο άρθρο μου Όχι άλλα παιχνίδια με τις συντάξεις ανέφερα συνοπτικά τα εξής: Αυτό που χρειάζεται το συνταξιοδοτικό σύστημα, εκτός από τον γενικότερο εξορθολογισμό, είναι δραστική μείωση της αδήλωτης εργασίας, αντιμετώπιση του δημογραφικού και του brain drain και φυσικά πρωτίστως αναπτυξιακή πνοή ώστε η ενίσχυση του ΑΕΠ να επιτρέπει αληθινή στήριξη και βελτίωση των εισοδημάτων.
Όσο κι αν έχουν γίνει θετικά βήματα στον έλεγχο της μαύρης εργασίας, ειδικά με τις νομοθετικές παρεμβάσεις Βρούτση. Όσο κι αν η απώλεια υψηλού εκπαιδευτικού επιπέδου προσωπικού μπορεί υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις κάποια στιγμή να αναστραφεί. Αυτό που θα έδινε άμεση πνοή βιωσιμότητας στο σύστημα θα ήταν η πέρα του αναμενόμενου αύξηση του ΑΕΠ.
Αν η δαπάνη του ασφαλιστικού διατηρούνταν περίπου στα 30 δισ. όπως και τώρα θα χρειαζόταν μια αύξηση του ΑΕΠ κατά 30% ώστε ως ποσοστό του να φθάσει στο ευκταίο 13%. Με βάση τις αναπτυξιακές προβλέψεις επί Σαμαρά για την τετραετία 2015+2018 θα μπορούσαμε να έχουμε ήδη καλύψει σχεδόν το μισό δρόμο, περίπου 12-13% και μέχρι το 2023 θα προσδοκούσαμε την ολοκλήρωση αυτής της πορείας.
Σήμερα και με τους αντίστοιχους στόχους να μην ξεπερνούν το μισό, ο ίδιος στόχος θα επιτευχθεί ίσως σε παραπάνω κι από 15 χρόνια. Γι’ αυτό και όσες διαρθρωτικές αλλαγές κι αν προωθηθούν, όσο κι αν μειωθούν οι δικαιούχοι πρόωρων συντάξεων ή το εργατικό δυναμικό διευρυνθεί (θυμίζω ότι μια μονάδα αύξηση στο δείκτη γονιμότητας φέρνει 2% άνοδο στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ), η αναπτυξιακή ταχύτητα θα παραμένει ο πιο καθοριστικός παράγοντας.
Υ.Γ. Θα έπρεπε κάτι να μας λέει το ότι η μείωση του αφορολόγητου δεν μπαίνει από καμία πλευρά στο διαπραγματευτικό πεδίο.
Όλοι θεωρούν δεδομένη τη μείωση του. Ο ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζει ότι δεν θα κληθεί αυτός να αντιμετωπίσει αυτό το θέμα κι η ΝΔ γνωρίζει ότι πολύ δύσκολα θα ανατραπεί αυτή η απόφαση. Κι αυτό γιατί σε μια χώρα με μειωμένο το μέσο εισόδημα κατά 30+%, και τον βασικό μισθό στα 584 ευρώ, η άμεση προσαρμογή του παλαιού ορίου των 12 χιλ. ευρώ στα νέα δεδομένα θα έπρεπε να το περιορίσει σε κάτω από τις 8 χιλ. Ειδικά σε μια φάση όπου οι νέες θέσεις εργασίας αφορούν κυρίως μορφές μερικής απασχόλησης μειώνοντας δραματικά τους προς φορολόγηση πολίτες.