Καταδίκη της βίας από όπου και αν προέρχεται; Όχι στην Δημοκρατία
Γράφει ο Ελευθέριος Μαστρογιάννης, φοιτητής Νομικής
Συχνά πυκνά στην χώρα μας ακούγεται και γράφεται η φράση “καταδικάζω την βία από όπου και αν προέρχεται”. Χρησιμοποιείται κατά κόρον από όποιους πολίτες και πολιτικούς θέλουν να επιδείξουν μετριοπάθεια και πίστη στην νομιμότητα και τους δημοκρατικούς θεσμούς, ενώ θεωρείται παράλληλα το αντίθετο της στάσης της Αριστεράς να νομιμοποιεί ρητά ή σιωπηρά κάποιες μορφές βίας έναντι άλλων. Εντούτοις όμως η φράση αυτή δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από ένα ακόμα σύμπτωμα της παθογένειας του κράτους δικαίου και της νομιμότητας στην χώρα μας τα τελευταία 40 χρόνια. Παρά τις καλές τους προθέσεις άθελά τους συντηρούν την βαθειά πηγή της παρανοήσεως ότι κάθε βία είναι ίδια και ομοίως (απο)νομιμοποιημένη.
Η βία σαν έννοια είναι εξαιρετικά γενική λόγω των διαφόρων αντιλήψεων που την έχουν επηρέασει κατά τους αιώνες εξέλιξης του πολιτισμού και της γλώσσας. Ωστόσο αν θέλουμε μια ενδεικτική αποτύπωσή της όπως την αντιλαμβάνεται η σύγχρονη κοινωνία και έννομη τάξη, αυτή θα ήταν ότι βία αποτελεί κάθε παρούσα πρόκληση ή απειλή πρόκλησης κακού με επενέργεια πάνω στο σώμα τρίτου με σκοπό την βλάβη του, τον περιορισμό της αντίστασής του ή/και τον εξαναγκασμό του να προβεί σε συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη (στην έννοια του σώματος περιλαμβάνονται εν προκειμένω και οι νοητικές και ψυχολογικές λειτουργίες του ατόμου ως όλον). Την βία, όπως αποτυπώθηκε, συναντάμε σε διάφορες μορφές στην κοινωνική μας ζωή.
Εν αρχή υπάρχει η νόμιμη βία. Ως γνωστόν στις δημοκρατικές κοινωνίες υπό το κράτος δικαίου, προκειμένου να επιτυγχάνεται η επιβολή των νόμων και να αποτρέπεται το χάος και η αυθαίρετη επιβολή των δυνατότερων επί των ασθενέστερων, το μονοπώλιο της βίας ανήκει στην Πολιτεία. Αυτή το ασκεί νομίμως, δηλαδή μέσα από συγκεκριμένους νόμους και πρωτόκολλα που διέπουν την άσκησή της για να εξυπηρετηθούν οι προαναφερόμενοι σκοποί. Αυτό μας κάνει να αντιληφθούμε ότι παρά τους προαναφερθέντες περιορισμούς, ο όρος “νομίμως” δεν σημαίνει απλώς δικαίωμα της Πολιτείας να την ασκήσει, αλλά παρεπόμενη υποχρέωσή της.
Από εκεί και πέρα, όποτε η κρατική βία ξεφύγει εκτός των νομοτεθειμένων ορισμών για την άσκησή της, πρόκειται για μεμονωμένα περιστατικά υπέρμετρης παράνομη βίας, τα οποία καλείται πλέον η δικαστική εξουσία να αντιμετωπίσει. Αυτό όμως ολωσδιόλου δεν επηρεάζει την νομιμοποίηση της κρατικής βίας, η όποια επί της αρχής και εξ ορισμού παραμένει πάντα (η μόνη) νόμιμη.
Έπειτα έχουμε την βία που ασκείται όχι από τα αρμόδια για την άσκησή της όργανα αλλά από τους πολίτες, κατά παραχώρηση της εξουσίας αυτής από την ίδια την Πολιτεία που κατέχει το μονοπώλιο της. Έτσι είναι νόμιμη και μη καταδικαστέα η άμυνα, μια έννοια που όλοι αντιλαμβανόμαστε και δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση. Ή επίσης η κατάσταση ανάγκης, δλδ όταν η βία είναι απαραίτητη για την αποτροπή σοβαρού και άλλως αναπότρεπτου κινδύνου. Ακόμα περιλαμβάνονται εδώ ορισμένες περιπτώσεις επιτρεπτής αυτοδικίας οι οποίες περιοριστικά περιλαμβάνονται σκόρπιες στο δίκαιο, όπου ο νομοθέτης το έκρινε σκόπιμο.
Στην συνέχεια έχουμε και την γνωστή έννοια “εν βρασμώ” που λίγοι όμως αντιλαμβάνονται τι σημαίνει ή τι συνεπάγεται. Ο βρασμός είναι η ψυχολογική κατάσταση που η απότομη και απροσχεδίαστη έκρηξη οργής, αγανάκτησης και άλλων παρόμοιων συναισθημάτων οδηγεί σε διατάραξη της καθαρότητας της σκέψης και της λειτουργίας της συνείδησης. Η εν βρασμώ βία είναι παράνομη και είναι και καταδικαστέα. Αλλά είναι “λιγότερο” παράνομη και λιγότερο καταδικαστέα, δεδομένης της κατανόησης του νομοθέτη και της κοινωνίας ότι ο βρασμός είναι ένα μέρος της ανθρώπινης φύσης που δεν μπορεί να ξεριζωθεί. Για αυτό και οδηγεί σε νόμιμη μερική ή πλήρη ατιμωρησία, αναλογικά με την περίπτωση.
Και πλέον φτάσαμε στο πιο συχνό είδος βίας. Την καθημερινή βία που διέπει την κοινωνική μας συμβίωση. Είναι συνήθως λεκτική και πιο σπάνια σωματική. Ένα βρίσιμο, μια απειλή, ένα χαστούκι, μία γροθιά. Χωρίς να πιάσουμε τις βαρύτερες και πιο αποτρόπαιες μορφές της όπως ενδεικτικά την ενδοοικογενειακή ή τον σχολικό εκφοβισμό (bullying), εκδηλώνεται μεταξύ φίλων που έχουν αντίπαλες ομάδες, μεταξύ αδερφών πάνω από ένα playstation, μεταξύ αγνώστων από παρεξήγηση στο λεωφορείο κλπ. Είναι παράνομη, είναι καταδικαστέα και είναι εν τοις πράγμασι κοινωνικά αποδεκτή ως μέρος της ζωής. Η κοινωνική ηθική μας επιτάσσει και ο νόμος ανέχεται, την αποκατάσταση της προβληματικής κατάστασης με απολογία και άρση των λόγων που οδήγησαν στην άσκησή της.
Έπειτα έχουμε τις μεμονωμένες εγκληματικές πράξεις που την περιλαμβάνουν. Ανθρωποκτονία, Ληστεία, Εκβίαση, τους διαφόρους βαθμούς σωματικής βλάβης. Πρόκειται για διάφορες νομικές έννοιες που δεν είναι τις παρούσης να αναλυθούν.
Και τέλος έχουμε το χείριστο είδος βίας. Αυτό που ασκείται με σχέδιο, συστηματικά και οργανωμένα. Είτε από έναν, είτε από πολλούς. Αυτό που ασκείται πλήρη τη συνειδήσει με μόνο γνώμονα την επίτευξη του αποτρόπαιου σκοπού των δραστών του και ως συνέπεια αυτού δεν έχει κανένα περιορισμό ούτε στο μέτρο που θα ασκηθεί, ούτε στις παρεπόμενες εκδηλώσεις βίας που τυχόν θέλει προκύψει ανάγκη τους από τις περιστάσεις. Είναι αυτό το είδος βίας που καλούμε τρομοκρατία. Αυτό το είδος βίας είδαμε να εκδηλώνεται χθες στην Νέα Σμύρνη όταν ένα σμήνος από ακροαριστερούς τρομοκράτες επιχείρησαν (και λίγο έλειψε να το καταφέρουν) να σκοτώσουν τον 27χρονο αστυνομικό.
Όλες οι παραπάνω περιπτώσεις συνιστούν βία. Είναι όλες καταδικαστέες; Σε καμία περίπτωση. Είναι όμως έστω όλες απευκτές; Σε ένα αξιωματικό ερώτημα όπου το αξίωμα θα ήταν η μηδενική ύπαρξη άδικης, παράνομης, βίαιης και εγκληματικής συμπεριφοράς από τον οποιοδήποτε η απάντηση θα ήταν ναι, επειδή αυτό το αξίωμα όμως είναι τόσο θεωρητικό όσο και ανεδαφικό, η απάντηση είναι και πάλι καταφανώς όχι. Υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντα αγαθά, τόσο άξια και ιερά, που ο νομοθέτης θα προκρίνει την επιβολή τους με την βία όταν παραβιάζονται, παρά την ανοχή της παραβίασής τους προκειμένου να αποφευχθεί η βία. Επομένως η βία δεν είναι όμοια σε κάθε περίπτωση, ιεραρχείται και αυτονοήτως δεν χαίρει της ίδιας απαξίας και αντιμετώπισης.
Ούτως λοιπόν κατέστη σαφής η προβληματική φύση της φράσεως που πραγματευτήκαμε. Όσο ευγενής και ευχάριστη και αν είναι η εκφορά του “καταδικάζω την βία από όπου και αν προέρχεται” εντούτοις οδηγεί στον εξισωτισμό των εκφάνσεων της βίας, αφού η φράση “από όπου” σημαίνει ότι είναι αδιάφορη για την κρίση της βίας η πηγή της. Αυτός ο εξισωτισμός οδηγεί με την σειρά του στην ηθική νομιμοποίηση της ανήθικης βίας αφού πλέον τεκμαίρεται ανάλογη με την νόμιμη και ηθική, και στην απονομιμοποίηση της νόμιμης, αφού το ζήτημα της νομιμοποίησης της παύει να εδράζεται στο συνταγματικό προνόμιο της Πολιτείας και τίθεται πλέον υπό τον όρο της αμοιβαιότητας με τις λοιπές μορφές της, πάλι λόγω του χαρακτηρισμού ως επουσιώδους της προέλευσής της.
Πρόκειται για το χιλιοειπωμένο απόφθεγμα των ημερών από διάφορους καλοπροαίρετους και μη “αυτοί (η αστυνομία, η κυβέρνηση) το ξεκίνησαν”.
Είναι χρέος όλων μας λοιπόν, πολιτών, θεσμών, πολιτικών και αυτής της ίδιας της Πολιτείας εν συνόλω να παύσουμε να στρουθοκαμηλίζουμε απέχοντας από το να δώσουμε απάντηση στο ερώτημα “Ε και τι να γίνει;”, να επιδείξουμε την ωριμότητα αλλά και το σθένος να απαντήσουμε “ό,τι χρειάζεται” και να κάνουμε ο καθένας από την θέση του, – η κοινή γνώμη στην στήριξή και στην αντοχή της, οι βουλευτές στην επάρκεια του νομικού οπλοστασίου, η δικαστική εξουσία στην ακριβή, επιμελή, αδέκαστη αλλά και ανηλεή κρίση της, η εκτελεστική εξουσία στην επιμελή, επίμονη και πάν’ από όλα αποφασιστική δράση της και οι δημοσιογράφοι με την επίδειξη της στοιχειώδους αξιοπρέπειας να απέχουν από την εκμετάλλευση του ζητήματος για εύκολες τηλεθεάσεις – αυτό που του αναλογεί στην εθνική και κοινωνική αυτή προσπάθεια για να ξεριζωθεί μια και καλή η ακροαριστερή ανομία, το μπάχαλο και η τρομοκρατία από την καθημερινότητά μας. Είναι θέμα αρχής για την ποιότητα της κοινωνίας μας, αλλά και θέμα πρακτικό για το πως θα πετύχουμε την μεγάλη, σπουδαία και εύρωστη Ελλάδα του 2050 που οραματιζόμαστε.