ΗΠΑ: Η αέναη επιστροφή της ταυτότητας
Γράφει ο Δημοσθένης Δαββέτας, Καθηγητής Φιλοσοφίας της Τέχνης, ποιητής, εικαστικός, γεωπολιτιστικός αναλυτής
Με τα τα πρώτα αποτελέσματα των Αμερικανικών εκλογών κι ανεξάρτητα το ποιος τελικά θα βγει νικητής, αυτή η μάχη στήθος με στήθος, επαναφέρει για μια ακόμη φορά, ισχυρότερο από ποτέ το θέμα της ταυτότητας και της παγκοσμιοποίησης.
Η ουσιαστική διαφορά Μπάιντεν – Τραμπ είναι, πέρα των όποιων πρακτικών διαφορών, κυρίως διαφορά πολιτικής φιλοσοφίας. Ο ως τώρα Αμερικανός πρόεδρος δικαιώνεται κατά βάση ως προς την πολιτική του. Γιατί παρότι κατηγορήθηκε ανηλεώς και συχνά με στημένες κατηγορίες (όπως αυτή με την βοήθεια της Ρωσίας στην προηγούμενη εκλογική του νίκη όπου αποδείχτηκε fake news) , εν τούτοις κράτησε κι ίσως αύξησε την εκλογική του δύναμη και μάλιστα με ψηφοφόρους μαχητικά στο πλευρό του κατ’ εντυπωσισκό τρόπο. Παρότι ο ίδιος πλούσιος, εν τούτοις είχε μεγάλη απήχηση στα λαϊκά στρώματα. Αυτό δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο, ούτε ν’ αντιμετωπιστεί με υπεροψία από τους πιο “μορφωμένους”. Αντιθέτως πρέπει να ιδωθεί ως πεισματική άρνηση του μισού Αμερικανικού πληθυσμού να απεμπολήσει το θέμα της ταυτότητας του.
Το “America first” του Τραμπ ,δεν είναι μόνο μια οικονομική υπόθεση όπως πολλοί αναλυτές θέλουν να το παρουσιάσουν. Κρύβει και την εσωτερική ανάγκη της μισής τουλάχιστον Αμερικανικής κοινωνίας (όπως συμβαίνει και στην Ευρώπη, αλλά θα επανέλθω σ’ αυτό με άλλο άρθρο), να ‘χει ταυτότητα. Ν’ ανήκει σε μια ταυτοτική οικογένεια και να λέει δίχως ενοχές και κόμπλεξ: ” είμαι Αμερικανός”.
Ο Ντόναλντ Τραμπ ενσαρκώνει την ιδέα του Εθνικού οικονομικού νοικοκύρη, του αυτοδημιούργητου, δίχως να ‘χει ταυτόχρονα κανένα πρόβλημα με διεθνείς οικονομικές συναλλαγές με άλλες χώρες..
Κατηγορήθηκε ότι έκλεισε την Αμερική σε σχέση με την παγκοσμιοποίηση, όμως κατά βάθος υλοποίησε την ανάγκη των μισών Αμερικανών ψηφοφόρων να νοιώθουν κυρίαρχοι ως χώρα και να μην είναι στο έλεος υπερεθνικών δομών που ,όπως πχ η Κίνα, παίρνουν αποφάσεις για το μέλλον της Αμερικής. Η οικονομική του πολιτική κι η φιλοσοφία του “America first” δεν ηττήθηκε αλλά μάλλον δικαιώθηκε καθότι βλέπουμε ότι η ιδέα της παγκοσμιοποίησης αδυνάτησε την Αμερική επί Ομπάμα και δυνάμωσε την Κίνα, τον κύριο Αμερικανικό σήμερα αντίπαλο.
Όσο για το θέμα της γενικότερης απόσυρσης του Τραμπ από Μέση Ανατολή και γενικά τις πολεμικές εκστρατείες, είναι υπέρ του το γεγονός ότι δεν κήρυξε πολέμους, ότι δεν σκοτώθηκαν στρατιώτες σε μάχες, ότι σταμάτησαν οι βαλιστικές ενέργειες της Β. Κορέας και γενικά ,έδωσε το βάρος στην οικονομία κι όχι στις στρατιωτικές επεμβάσεις.
Από την άλλη πλευρά του Μπάιντεν και των Δημοκρατικών, το άλλο μισό της Αμερικής, απ’ ότι φαίνεται δεν ψήφισε μόνο τον υποψήφιο του για τις ικανότητες του ,αλλά κι έχοντας στο μυαλό του έναν αντι-Τραμπ ψήφο. Η διαχείριση της κρίσης του κορωνοϊού και ο εκκεντρικός χαρακτήρας με συχνά θεατρικές δηλώσεις (που για πολλούς είναι αλλοπρόσαλλες) του Αμερικανού προέδρου, εξόργισε σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος που στράφηκε εναντίον του.
Η φιλοσοφία των Δημοκρατικών είναι ξεκάθαρη. Πιστεύουν στην παγκοσμιοποίηση, σε ένα υπερεθνικό διεθνές πλαίσιο, όπου όλα θ’ αποφασίζονται από τις υπερεθνικές δομές και τους υπερεθνικούς θεσμούς. Θεωρούν ότι ο ταυτοτικός προστατευτισμός του Τραμπ είναι οπισθοδρόμηση κι ότι αποδυναμώνει την Αμερική κλείνοντας την στον εαυτό της. Βέβαια στα πλαίσια αυτά της παγκοσμιοποιημένης θεσμικής κοινωνίας, οι ΗΠΑ ,ως πρωταγωνιστής, όπως πιστεύουν των παγκόσμιων θεσμών, θα μπορεί να παρεμβαίνει ακόμα και στρατιωτικά για να διορθώσει τις διεθνείς παραβάσεις και να τιμωρήσει τους διεθνείς παραβάτες.
Αυτή η ενός μεγάλου μέρους παραχώρηση της εθνικής κυριαρχίας σε παγκόσμια θεσμικά κέντρα, δεν έχει πείσει τους Αμερικανούς, οι οποίοι, δια μέσου της ψήφου τους στον Τραμπ δεν το δέχονται, ενώ από την μεριά των υποστηρικτών του Μπάιντεν, ένα επίσης μεγάλο μέρος τον ψήφισε με αντι-Τρσμπ πρόθεση κι όχι συμφωνώντας με το οικονομικό του πρόγραμμα (φορολογία, υγεία, περιβάλλον κλπ) και την παγκοσμιοποιημένη του φιλοσοφία.
Το αποτέλεσμα των εκλογών δείχνει ,πέρα από τον οποίο νικητή, ότι η Αμερική επιμένει πεισματικά να μην θέλει να ξεχάσει την ταυτότητα της, να μην θέλει να εγκαταλείψει το δικό της όνειρο, χάριν της απρόσωπης παγκοσμιοποιημένης, αταυτοτικής διακυβέρνησης.