Η κοινωνική τραγωδία της δανειοσυντήρητης Ελλάδας συνεχίζεται…
Γράφει η Κρινιώ Καλογερίδου (Βούλα Ηλιάδου, συγγραφέας)
Με αρνητικά δεδομένα την κυβίστηση του πρωθυπουργού στο θέμα των Πρεσπών (που προκάλεσε τη δυσαρέσκειά μας), την μεταναστευτική ”βόμβα” που έχει γίνει ο μόνιμος εφιάλτης μας και την απειλή του ”σουλτάνου” στα Ανατολικά, που επικρέμεται ως δαμόκλειος σπάθη επί της κεφαλής μας ωθώντας μας σε ”θερμό” επεισόδιο στο Αιγαίο με στόχο τα τετελεσμένα της διχοτόμησης και συνεκμετάλλευσης του ορυκτού πλούτου του, επόμενο είναι να στραφούμε οι περισσότεροι – για παρηγοριά – στην θετική ανταπόκριση της κυβέρνησης στα εσωτερικά προβλήματα της χώρας.
Ωστόσο, η Πρωτοχρονιάτικη ευχή του Κυριάκου Μητσοτάκη να μπορέσει σύντομα να πει και το… ”έξω πάμε καλά” (υπονοώντας ότι μέσα πάμε) – σε μια αντιστροφή της ρήσης του αείμνηστου Κωνσταντίνου Καραμανλή που το είχε πει το 1976 – δε σημαίνει ότι όλα είναι ρόδινα στο εσωτερικό της χώρας μετά την μικρή ανάκαμψη της οικονομίας μας, τον έλεγχο της αναρχίας και ασυδοσίας σε θέματα ασφάλειας και την εκπαιδευτική ευρυθμία.
Πέρα από κόμματα και διαιρέσεις, όσοι αγαπούν την πατρίδα μας, το ”πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα και το φως του ήλιου”, όπως την χαρακτήρισε ο Γιώργος Σεφέρης στην ομιλία του κατά την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας (24 Οκτωβρίου 1963), θα πρέπει να αναγνωρίσουν δυστυχώς ότι αυτός ο λαός δεν έχει αποθεραπεύσει ακόμα τις πληγές της οκταετίας των μνημονίων στο σώμα και την ψυχή του.
Εξακολουθεί να πένεται σε μεγάλο βαθμό, παρά τις τονωτικές ενέσεις στο φορολογικό και τους μισθούς των συνταξιούχων του. Ήδη απ’ τον περασμένο Σεπτέμβριο είχαμε το πρώτο δείγμα ανάκαμψης, όταν έφτασε στο 1,5% περίπου το επιτόκιο του δεκαετούς ελληνικού ομολόγου στην αγορά.
Κι αυτό ήταν αποτέλεσμα των άμεσων νομοθετημάτων της Κυβέρνησης Μητσοτάκη και, προπαντός, της απεμπλοκής της επένδυσης του ”Ελληνικού” και της μείωσης της φορολογίας των επιχειρήσεων. Όμως δεν αρκούν αυτά, για να αποκαταστήσουν τα επώδυνα αποτελέσματα των μνημονίων.
Γι’ αυτό και η μνημονιακή φτώχεια (που έγινε μεταμνημονιακά ”η φτώχεια της… ανάπτυξης”) διατηρείται στα ύψη της, με δείγματα δραματικά τελευταία, που μας γυρνούν στις δυσάρεστες μνημονιακές απαρχές της, αν εξαιρέσει κανείς την… τροφοδοσία από τους κάδους που έχει ελαχιστοποιηθεί, χωρίς να εξαφανιστεί.
Τις προηγούμενες μέρες είχαμε πέντε θύματα της φτώχειας και της ανέχειας. Ήταν θάνατοι απ’ το κρύο, από αυτοσχέδια μαγκάλια ή από πυρκαγιά που προκλήθηκε στην προσπάθειά τους να ζεσταθούν με παλιά θερμαντικά μέσα.
Τα θύματα σχεδόν πάντα ανήκουν στις ευάλωτες ομάδες, τους ηλικιωμένους και τα παιδιά. Είτε ζώντας σε παραπήγματα είτε σε σπίτια προβληματικά από άποψη θέρμανσης, υπάρχουν Έλληνες που κουβαλάνε στους ώμους τη φτώχεια τους.
Κάποιοι απ’ αυτούς μάλιστα περιφέρονται σαν ζητιάνοι πουλώντας τη φτηνή τους πραμάτεια από ‘δω κι από ‘κει, σε καφετέριες, στα φανάρια των δρόμων, σε διασταυρώσεις εθνικών οδών, έξω από εκκλησίες ή καταστήματα…, κι όποιον πάρει ο Χάρος, αφού – στην προσπάθειά τους να επιζήσουν – τους θερίζει ο θάνατος.
Λάμποντας από ταπεινότητα οι πιο πολλοί σου μιλούν με τα μάτια θολά ικετεύοντας να αγοράσεις κάτι απ’ αυτά που πουλούν – ψιλικά και χαρτομάντιλα, συνήθως, ή χειροποίητα προϊόντα πλεγμένα στο χέρι. Η κοινωνική τραγωδία της δανειοσυντήρητης Ελλάδας δεν έχει τελειώσει ακόμη.
Και ο ζήτουλας Έλλην πολίτης είναι ο καθρέφτης του κράτους μας, του κράτους – ζήτουλα της Οικουμένης, που ξέβρασε στη χρεωκοπία του τα ελαττώματα των παιδιών του τα οποία το εξευτέλισαν παγκόσμια μαζί με την πατρίδα τους στο όνομα της μίζας και της αρπαχτής, της αναξιοκρατίας, της αργομισθίας και της τεμπελιάς τους.
Ναι, είμαστε λίγο πολύ ένοχοι όλοι, γιατί ξεβράσαμε τα ελαττώματα αντί να αναδείξουμε και να καλλιεργήσουμε τα προτερήματά μας. Μάθαμε να χωνεύουμε τις απάνθρωπες συμπεριφορές και να μη συμπάσχουμε με τον πόνο του άλλου διαγκωνιζόμενοι για την επιβίωσή μας.
Μάθαμε να εκλέγουμε κυβερνήτες για χρόνια ολόκληρα ανθρώπους τυχοδιώκτες, ανάξιους αυτής της πατρίδας και ανθυπομετριότητες που δεν την αγάπησαν, αλλά την εκμεταλλεύτηκαν, έτσι που να την κάνουν να ξεπέσει, να χάσει τα πλούτη και τα πρωτινά μεγαλεία της. Έτσι που να αφήσει την κοινωνία της έρμαιο μιας τραγωδίας…
Μ’ αυτά και μ’ αυτά έφτασε στο σημείο η Ελλάδα να είναι η τρίτη σε επικινδυνότητα φτώχειας χώρα της Ευρώπης, σύμφωνα με τα συγκλονιστικά στοιχεία που μας έδωσε η Eurostat τον περασμένο Οκτώβριο.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά έφτασαν οι Έλληνες να υποφέρουν από αυτήν και να δηλητηριάζονται από μαγκάλια και άλλα πεπαλαιωμένα θερμαντικά μέσα, λόγω της οικονομικής τους ανέχειας που τους στερεί την οικονομική δυνατότητα να έχουν κανονική, αξιοπρεπή θέρμανση στα σπίτια τους…
Ναι, στην πατρίδα μας υπάρχει ακόμα μεγάλη φτώχεια παρά την κάμψη κατά τι της ανεργίας στο εξάμηνο της νέας κυβέρνησης. Κι αυτήν τη φτώχεια, παρά την ευεργετική αναμφίβολα μείωση της φορολογίας, συνεχίζουμε να τη βλέπουμε στους ζητιάνους του δρόμου στα ρούχα των ανθρώπων και τα παραπήγματα όπου μένουν οι εξαθλιωμένοι. Συνεχίζουμε να την υποψιαζόμαστε όχι απ’ την πρώτη ματιά, αλλά απ’ τη δεύτερη ή την τρίτη…
Γι’ αυτό καλό είναι να μην πανηγυρίζουν οι κυβερνώντες γιατί χαρίζουν περιοδικά χαμόγελο στους Έλληνες με τις επιδοματικές πολιτικές τους. Ούτε να πανηγυρίζουν γιατί περιορίστηκαν κάπως με οι ακραίες μορφές εξαθλίωσης. Το πρόβλημα της φτώχειας έχει βάθος όσο η ανεργία παραμένει σε υψηλά επίπεδα, έστω και με πτωτική τάση. Γι’ αυτό ο στόχος τους δεν πρέπει να είναι η απλή επιβίωση των πολιτών, αλλά η αξιοπρεπής αποκατάστασή της μέσω της ανάπτυξης.
Και ανάπτυξη σημαίνει εργώδεις ρυθμοί αναστήλωσης της ανύπαρκτης βιομηχανίας, κλιμακούμενη ανάκαμψη των εξαγωγών, εφαρμογή πολιτικών που καταπολεμούν με έργα κι όχι με λόγια τη φτώχεια. Έτσι ώστε να μη μας αρκεί η τωρινή αύξηση του ΑΕΠ κατά 1%, αλλά να επιδιώκουμε τη μείωση του ποσοστού της ανεργίας, που θα έχει γενικότερα ευοίωνα αποτελέσματα.
Κι αυτό γιατί, πέραν του ότι θα αυξήσει το ποσοστό των εργαζομένων, θα επαυξήσει και τον κατώτατο μισθό, όπως και το ποσοστό αυτών που μένουν σε σπίτι κι όχι σε παράπηγμα, αυτών που δεν αφήνουν απλήρωτους τους λογαριασμούς τους , που έχουν να πληρώσουν τα δίδακτρα των αγγλικών και των φροντιστηρίων των παιδιών τους και που μπορούν να διαθέσουν ένα στοιχειώδες ποσό για καλοκαιρινές διακοπές λίγων ημερών με τους δικούς τους.
Αλλά μέχρι να φτάσουμε στις διακοπές, προηγείται η αντιμετώπιση του δράματος της ενεργειακής φτώχειας, που βασανίζει πολύ κόσμο σήμερα ο οποίος χάνει τη ζωή του – για παράδειγμα – στην προσπάθειά του να ζεσταθεί…
Απ’ αυτό το είδος της φτώχειας, βέβαια, υποφέρουν πάνω από 50 εκατομμύρια νοικοκυριά στην ΕΕ, δηλαδή το 10% του πληθυσμού της. Όμως στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία τα πράγματα είναι χειρότερα για το λόγο ότι και το ποσοστό των πληττόμενων είναι μεγαλύτερο και πιο παρατεταμένη η κρίση την οποία βιώνουν (για την Ελλάδα, ήδη, κρατάει δέκα χρόνια) και οι τιμές της ενέργειας δεν ανταποκρίνονται στους μισθούς της πλειοψηφίας των κοινωνικών στρωμάτων.
Τα δεδομένα αυτά, σε συνδυασμό με τα υψηλά ακόμα επίπεδα ανεργίας (τα πρώτα στην ΕΕ), τον χαμηλό βαθμό ενεργειακής αναβάθμισης των κτιρίων και τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις, κάνουν ένα εκρηκτικό μείγμα φτώχειας, καθώς οι παράγοντες που τη δημιουργούν αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.
Σύμφωνα με έρευνα του 2016 που δημοσίευσε το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Ενεργειακής Φτώχειας (υπό την Κομισιόν), το 58% των νοικοκυριών πλήττονται από αυτή. Ενώ σύμφωνα με έρευνα κοινής γνώμης του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ Ελλάδος που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, το 25% των Ελλήνων θεωρεί ότι τα μέτρα ενίσχυσης των ενεργειακά ευάλωτων νοικοκυριών είναι γραφειοκρατικά και απρόσιτα.
Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες υποφέρουν ενεργειακά, ενώ ”στην συντριπτική της πλειοψηφία η χώρα δεν έχει πρόσβαση σε ενέργεια από τις ΑΠΕ”. Το κακό έχει παραγίνει στη χώρα μας εδώ και χρόνια, αφού ακούμε απ’ τους εκάστοτε κυβερνώντες το παραμύθι ότι ”η ενέργεια από τις ΑΠΕ θα είναι φθηνότερη μετά την πάταξη του λαθρεμπορίου καυσίμων”, που δε γίνεται όμως ποτέ πραγματικότητα.
Γι’ αυτό είναι μη προσβάσιμη η ενέργεια από τις ΑΠΕ. Και το ερώτημα είναι: τι μπορεί να γίνει, ώστε αυτή να είναι προσβάσιμη; Το σίγουρο είναι πως αυτό μπορεί να γίνει, αν η ελληνική Πολιτεία αφαιρέσει από τη φορολογία των φτωχών το πετρέλαιο θέρμανσης (ΕΦΚ).
Κοντά σ’ αυτό, το πρώτο και κυριότερο είναι να παταχθεί αμείλικτα το λαθρεμπόριο των ορυκτών καυσίμων στη χώρα μας, το οποίο οργιάζει για πολλά χρόνια, με αποτέλεσμα να τη στερεί από πλούσια οικονομικά οφέλη. Παράλληλα θα πρέπει το κράτος να διευρύνει και να ”επενδύσει” στις μεγάλες βιομηχανίες ενέργειας και το δίκτυο παροχής της αξιοποιώντας τις υπάρχουσες ενεργειακές πηγές στην Ελλάδα.
Εννοείται ότι το κατ’εξοχήν μέλημα της Πολιτείας πρέπει να είναι τα φτωχά νοικοκυριά που αδυνατούν να έχουν πρόσβαση στις πηγές ενέργειας. Για να υλοποιηθεί το χρόνιο πλέον πρόβλημά τους δε χρειάζονται υψιπετή σχέδια εντασσόμενα σε κομματικούς μηχανισμούς προπαγάνδας.
Χρειάζεται η πολιτική βούληση που θα υποχρεώσει τις μεγάλες ενεργοβόρες βιομηχανίες να αναπτύξουν οι ίδιες ΑΠΕ (ανανεώσιμες πηγές ενέργειας), για να καλύπτουν τις ανάγκες τους σε ενέργεια, ώστε να έχουν εναλλακτικές συμφέρουσες λύσεις οι πολίτες και να μπει τέλος στο αδιαφανές, κρατικοδίαιτο μονοπώλιο των κρατικών ΑΠΕ (ΔΕΗ, αστικές συγκοινωνίες…).
Επιπλέον, στη μάχη για την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας, που είναι ένα απ’ τα μείζονα προβλήματα της καθημερινότητας, η κυβέρνηση πρέπει να ενισχύσει τα φτωχά νοικοκυριά με μόνιμη παροχή του επιδόματος θέρμανσης και μείωση του ΕΦΚ (ειδικού φόρου κατανάλωσης) στο πετρέλαιο θέρμανσης.
Πρέπει να λάβει υπόψη της ακόμα ότι όταν και στις εύρωστες ευρωπαϊκές χώρες αυξάνεται σταδιακά ο δείκτης της ενεργειακής φτώχειας, δεν μπορεί να παίρνει μέτρα-ημίμετρα στην Ελλάδα όπου σοβεί ακόμα η οικονομική κρίση.
Δεν μπορεί να μην αντιμετωπίζει καίρια, δραστικά, την αύξηση των τιμών της ενέργειας, όσο πολυπαραγοντική κι αν είναι η φύση του φαινομένου και πολύπλευρες οι διαστάσεις του προβλήματος.
Έπειτα, δεν έχει να χάσει τίποτα αν εξετάσει και άλλες εναλλακτικές πηγές ενέργειας πλην των καθαρών, που επιτείνουν με την ανοδική τιμαριθμική πορεία τους την ενεργειακή φτώχεια, όπως προαναφέραμε.
Προτάσεις που ”αναπτύσσονται σε τέσσερις βασικούς άξονες: ”στην αλλαγή πολιτικής στο ενεργειακό θέμα, την ενημέρωση και εκπαίδευση, την αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας των κτιρίων και την αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας”.
Με τις πρωτοβουλίες της αυτές, που θα ακολουθούν συγκεκριμένη, βιώσιμη στρατηγική και θα έχουν κλιμακούμενη βάση, η κυβέρνηση θα μπορέσει να ασκήσει αποτελεσματικότερη πολιτική στον τομέα αυτό, στην προσπάθειά της να καταπολέμησει τη φτώχεια και ειδικότερα την ενεργειακή, η οποία κατάντησε δυσβάσταχτη την τελευταία δεκαετία των μνημονίων και των μεταμνημονιακών επακόλουθων…
Θα μπορέσει, μ’ άλλα λόγια, να βάλει φρένο στην κοινωνική τραγωδία της δανειοσυντηρημένης Ελλάδας, που δεν έχει τελειώσει ακόμη…