Ελληνική Αστυνομία: Θύμα, όχι θύτης
Γράφει ο Σπαρτιάτης
Τις τελευταίες εβδομάδες, επ’ αφορμή των συγκεντρώσεων και των διαμαρτυριών για τον Κουφοντίνα, αλλά και του γενικότερου αρνητικού κλίματος ένεκα των περιορισμών της πανδημίας, η Ελληνική Αστυνομία έχει δεχθεί πολλές επιθέσεις. Όχι λεκτικές, ή με τη μορφή κριτικής. Κανονικές, με μολότοφ, λοστούς και ξύλο. Σε αστυνομικά τμήματα, σε μεμονωμένα αστυνομικά οχήματα, σε αστυνομικούς που διατελούσαν σε υπηρεσία. Ακόμα και έλεγχο στοιχείων έφτασαν στο σημείο να κάνουν κάποιες ομάδες αντιεξουσιαστών, προκειμένου να εντοπίσουν αστυνομικούς με πολιτικά. Όχι προφανώς για να συζητήσουν μαζί τους.
Η χθεσινή άνανδρη επίθεση στον άτυχο αστυνομικό, που ευτυχώς φαίνεται ότι δε διατρέχει κίνδυνο για τη ζωή του, ήταν το αποκορύφωμα των ενεργειών μιας μεγάλης περιόδου. Και δυστυχώς δε θα είναι η τελευταία.
Οι άνδρες και οι γυναίκες της Ελληνικής Αστυνομίας παίζουν καθημερινά τη ζωή τους κορώνα-γράμματα. Ξεκινάνε για μια περιπολία και δεν ξέρουν αν θα επιστρέψουν. Είναι τέτοια η φύση του επαγγέλματός τους, ότι μπορεί πάντα να βρεθούν αντιμέτωποι με εγκληματίες και να συγκρουστούν μαζί τους. Και σα να μην έφτανε η καθημερινή σύγκρουση του σώματος με το έγκλημα, στην Ελλάδα η αστυνομία βρίσκεται αντιμέτωπη και με ένα διαρκή πόλεμο φθοράς από την ομάδα αυτή των μπαχαλάκηδων, των γνωστών-αγνώστων, των αντιεξουσιαστών και όπως αλλιώς έχουμε συνηθίσει να τους αποκαλούμε.
Πόσες αναφορές έγιναν τις προηγούμενες εβδομάδες για τις διαρκείς επιθέσεις που δέχονται οι αστυνομικοί και τα αστυνομικά τμήματα; Πόσες εκστρατείες στήριξης στα social media;
Όχι πολλές. Χρειάστηκε να βρεθεί αστυνομικός αιμόφυρτος στο έδαφος για να συγκινηθούν κάποιοι.
Αντιθέτως, οι αντιδράσεις για ένα περικομμένο βίντεο που απομονώνει ένα περιστατικό άσκησης βίας από αστυνομικό σε πολίτη ήταν περισσότερο από μεγάλες. Το σύνολο του πολιτικού φάσματος, πλην λαμπερών εξαιρέσεων, έσπευσε να καταδικάσει το περιστατικό ή να λάβει αποστάσεις. Ακόμα και υπουργοί, ακόμα και από το κόμμα της ΝΔ. Τα ΜΜΕ ζητάνε το κεφάλι των αστυνομικών επί πίνακι. Στα social media η μάχη των εντυπώσεων δίνεται με λύσσα. Οι εχθροί της αστυνομίας προσπαθούν με κάθε τρόπο να την παρουσιάσουν ως θύτη, και οι φίλοι της διστάζουν να την υπερασπιστούν.
Είναι προφανές πώς το περιστατικό της Νέας Σμύρνης ήταν στημένο. Ο άνθρωπος που παρουσιαζόταν ως φιλήσυχος πολίτης που έκανε τη βόλτα του και δέχτηκε αναίτια επίθεση, αποκαλύφθηκε πως ήταν ένας ιδεολογικά σκληρός αντιεξουσιαστής, που τις τελευταίες ημέρες διαδήλωνε υπέρ του Κουφοντίνα και λίγο πριν την επίθεση του αστυνομικού είχε προσπαθήσει να του αποσπάσει το υπηρεσιακό όπλο. Η κυρία που τραβούσε το βίντεο αποδείχθηκε υποψήφια βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ. Ο μάρτυρας που δήθεν περνούσε τυχαία τελικά ήταν δημοτικός σύμβουλος της περιοχής με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Αν εσείς θέλετε να πιστεύετε πως όλο αυτό ήταν τυχαίο, κάντε το. Όλοι έχουν δικαίωμα στη βλακεία. Εγώ πάντως αρνούμαι να το παίζω βλάκας για να μη με λένε φασίστα.
Πολλοί απαντάνε πως ακόμα και στημένο να ήταν, κακώς η αστυνομία τσίμπησε. Θα ήθελα να ήξερα πως θα αντιδρούσε κάποιος από αυτούς αν ήταν αστυνομικός και πήγαινε ένας μπαχαλάκιας να του πάρει το όπλο. Κάτι που για αυτόν στην καλύτερη θα σήμαινε βαρύτατες πειθαρχικές ποινές επειδή του πήραν τον οπλισμό του, στη χειρότερη θα έθετε και όλους τους παρευρισκομένους σε κίνδυνο, αν ο «φιλήσυχος» πολίτης κατάφερνε να πάρει το όπλο και να απομακρυνθεί. Τι ακριβώς περιμένατε να κάνει, να του δώσει συστάσεις;
Η λογική αυτή, ότι κακώς οι αστυνομικοί ταίμπησαν και αντέδρασαν, θυμίζει λίγο τη γνωστή λογική με το βιαστή και τη γυναίκα που τον προκαλεί. Ειδικά σε ένα περιστατικό σαν το συγκεκριμένο, που είναι φανερό ότι οι πρωταγωνιστές του το επεδίωκαν, και παραμόνευαν με τα κινητά στα χέρια να το καταγράψουν.
Υπάρχουν αυτή τη στιγμή δύο αντίρροπες τάσεις στην ελληνική κοινωνία. Η πρώτη διψάει για αίμα αστυνομικών, από διάθεση εκδίκησης. Η δεύτερη επιδιώκει να δημιουργήσει ένα θύμα, στα πρότυπα του Δεκεμβρίου του 2008. Και οι δύο συναντώνται στο μέσο που χρησιμοποιούν: Συνεχείς προκλήσεις στην αστυνομία για να προβεί σε χρήση βίας. Για να αντέξει σε όλο αυτό η ΕΛΑΣ θα χρειαστεί τη μεγαλύτερη δυνατή στήριξη από όλους όσους διατείνονται ότι είναι στο πλευρό της. Όχι μισόλογα και απαντήσεις τύπου Πυθείας.