Δημοψήφισμα για το Σκοπιανό
Γράφει ο Αντώνιος Μιχελόγγονας, Ασκούμενος δικηγόρος
Όταν πλησίαζαν οι εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 ήμουν από τους πλέον απαισιόδοξους για το ενδεχόμενο νίκης του ΣΥΡΙΖΑ. Σε αντίθεση με πολλούς φίλους μου δεξιούς που έπαιρναν την προοπτική αψήφιστα και υιοθετούσαν τη νοοτροπία «τι χειρότερο μπορεί να συμβεί», αν δεν εύχονταν και ενδόμυχα τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, προσωπικά ήμουν βέβαιος ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα είχε καταστροφικές συνέπειες για τη χώρα και την κοινωνία.
Παρ’ όλα αυτά, ακόμα κι εγώ ο πλέον απαισιόδοξος δε μπορούσα να φανταστώ την πλήρη έκταση όσων θα ακολουθούσαν. Το χειρότερο που είχα φανταστεί εκείνη την περίοδο, το χειρότερο που μπορούσε να φανταστεί ανθρώπινος νους με βάση όσα θέματα ήταν ανοικτά τότε, ήταν να τεθεί σε κίνδυνο η θέση μας στην ευρωζώνη και την ΕΕ. Όπως και έγινε τους πρώτους μήνες.
Αυτά που συνέβησαν όμως μετά, αφότου πέρασαν οι εφιαλτικοί μήνες του 2015, δε μπορούσα να τα υποθέσω. Ακόμα και στις χειρότερες μου σκέψεις δε μπορούσα να φανταστώ ότι τρία χρόνια μετά οι εθνικές υποθέσεις θα πήγαιναν τόσο πίσω.
– Ότι θα καθιστούσαμε την Τουρκία μεγάλο παίκτη και ρυθμιστή στην περιοχή δίνοντας της τη δυνατότητα να εκβιάζει την ΕΕ με το προσφυγικό.
– Ότι θα είχαμε δύο στρατιωτικούς αιχμαλώτους στην Τουρκία, και θα μας εκβίαζαν οι Τούρκοι με αυτούς.
– Ότι θα είχε τεθεί επισήμως υπό αμφισβήτηση το καθεστώς των νησιών και των βραχονησίδων στο Αιγαίο και η συνθήκη της Λωζάννης.
– Ότι θα χάναμε με τον πλέον επίσημο τρόπο τον έλεγχο των Ιμίων, να μη μπορούν οι ένοπλες δυνάμεις να πλησιάσουν την περιοχή.
– Ότι θα έφτανε στο σημείο να προβάλλει διεκδικήσεις απέναντί μας ακόμα κι η Αλβανία, κι εμείς να το συζητάμε!
– Και το κυριότερο, και πιο άμεσο: Ότι θα είχαμε μια κυβέρνηση έτοιμη να παραχωρήσει άνευ όρων το ιερό και ιστορικό μας δικαίωμα στο όνομα και την ιστορία της Μακεδονίας.
Κατά καιρούς έχουν περάσει από τον τόπο πολλές κυβερνήσεις, με περισσότερες επιτυχίες ή αποτυχίες στο ενεργητικό τους. Ποτέ όμως, και καμία από αυτές, δεν προκάλεσε τόσο κακό στις εθνικές υποθέσεις όσο η τωρινή!
«Ποτέ στον τομέα των εθνικών υποθέσεων, δεν προκάλεσαν τόσοι λίγοι, τόσο κακό, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα», παραφράζοντας την ιστορική φράση του Ουίνστον Τσώρτσιλ.
Στο διάστημα των τριών ετών που μεσολάβησε από την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι σήμερα το σύνολο των εθνικών ζητημάτων πήγε πίσω. Από τα ελληνοτουρκικά μέχρι τα παλιά ζητήματα με την Αλβανία που είχαν κλείσει και βρήκαν ευκαιρία να τα επαναφέρουν, μέχρι τη γενικότερη θέση και παρουσία μας στην περιοχή, και το πόσο μας υπολογίζουν εχθροί και σύμμαχοι. Και φυσικά, μέχρι το Σκοπιανό, όπου επιχειρείται μια άνευ προηγουμένου εθνική υποχώρηση.
Δεν ξέρω αν οι κυβερνώντες είναι προδότες, όπως τους χαρακτηρίζουν. Ξέρω όμως πως είναι άνθρωποι που προκαλούν οικειοθελώς και εν γνώσει τους βλάβη στα εθνικά ζητήματα προκειμένου να προωθήσουν προσωπικές τους επιδιώξεις. Βάζουν δηλαδή το προσωπικό τους καλό πάνω από το εθνικό συμφέρον και βλάπτουν το πρώτο χάριν του δεύτερου.
Πλέον έχουμε χάσει επαφή με τις εξελίξεις στο Σκοπιανό. Δεν ξέρουμε αν προχωρά η λύση και τι περιλαμβάνει, και η κατάσταση φαίνεται να ανατρέπεται καθημερινά.
Με μια σημαντική λεπτομέρεια: Όλες οι αλλαγές και οι ανατροπές προκαλούνται από την άλλη πλευρά. Την πλευρά των Σκοπιανών. Σε αυτούς είναι το μπαλάκι, αυτοί αποφασίζουν, από αυτούς και μόνο από αυτούς εξαρτάται η πορεία του ζητήματος.
Και αυτό γιατί οι δικοί μας ουσιαστικά έχουν παραδοθεί. Η ελληνική κυβέρνηση έχει υποχωρήσει στα πάντα. Έχει δεχθεί την ύπαρξη μακεδονικού έθνους, ταυτότητας και γλώσσας, έχει δεχθεί τη χρήση του όρου Μακεδονία, δε διαπραγματεύεται καν τον έτερο όρο της σύνθετης ονομασίας. Δέχθηκε ακόμα και το Μακεδονία του Ίλιντεν, πριν αυτό αποσυρθεί. Έχει υιοθετήσει πλήρως τη θέση «Συμφωνία να’ ναι κι ό, τι να’ ναι». Έχει θέσει ως αυτοσκοπό τη λύση του ζητήματος, ανεξαρτήτως των όρων αυτής. Είτε για λόγους ιδεοληψίας, είτε επιδιώκοντας κάτι άλλο, είτε για την εξυπηρέτηση άλλων συμφερόντων πλην των εθνικών, έχει παραδώσει πλήρως όλα αυτά για τα οποία αγωνίστηκε τόσα χρόνια το έθνος στο συγκεκριμένο ζήτημα. Από την ιστορική κληρονομιά της Μακεδονίας μέχρι τους αλυτρωτικούς κινδύνους που δημιουργούνται για το μέλλον.
Έχουμε φτάσει στο σημείο να υπερασπίζεται ο Ιβάνοφ τα ελληνικά συμφέροντα καλύτερα από τη δική μας κυβέρνηση, μπλοκάροντας μια λύση στην οποία εμείς έχουμε δεχθεί τα πάντα!
Και επιβεβαιώνει με αυτό τον τρόπο δύο πράγματα που κάποιοι επισημαίναμε απ’ όταν ξεκίνησε όλη αυτή η ιστορία, λίγους μήνες πριν. Όταν κάποιοι θέλοντας να φανούν προοδευτικοί ή ρεαλιστές φαίνονταν θετικοί στο ενδεχόμενο λύσης.
Πρώτον, ότι οποιαδήποτε λύση επιδιωχθεί από τη συγκεκριμένη, εθνομηδενιστική κυβέρνηση θα είναι αντίθετη με τα εθνικά συμφέροντα. Ανεξαρτήτως περιεχομένου, επειδή με τα κίνητρα και τον τρόπο που κινείται η συγκεκριμένη κυβέρνηση αποκλείεται να πετύχει το καλύτερο δυνατό. Εν προκειμένω πέτυχε το χειρότερο.
Δεύτερον, πως όταν μπαίνεις σε μια διαπραγμάτευση έχοντας ξεκαθαρίσει ότι είσαι πρόθυμος να υποχωρήσεις στα πάντα οι υποχωρήσεις δεν έχουν τέλος. Ακόμα και για τα ζητήματα που θεωρείς ότι έκλεισαν. Σύντομα θα ξανανοίξουν, για να υποχωρήσεις και σε αυτά.
Δεν είναι δυνατόν να επιτραπεί σε έναν πολιτικό απατεώνα που παριστάνει τον πρωθυπουργό και σε έναν παλιάτσο της πολιτικής που ξέρει ότι ο πολιτικός του χρόνος τελειώνει και κοιτάει να τον αξιοποιήσει, να δεσμεύσουν τη χώρα σε ένα τέτοιο ζήτημα. Δε μπορεί η ιστορία μας να παραδοθεί έτσι, με μια οριακή πλειοψηφία στη Βουλή.
Δεν είναι δυνατόν έστω να συζητάμε να κάνουν δημοψήφισμα οι Σκοπιανοί, που εν προκειμένω είναι δωρεοδόχοι, και να θεωρείται δεδομένη η δική μας συναίνεση σε ό, τι αποφασίσουν.
Κάποτε ο πρωθυπουργός αυτός παρέσυρε τους Έλληνες σε ένα δημοψήφισμα άνευ αντικειμένου για ένα ζήτημα που ουσιαστικά δε γνώριζαν. Και όχι μόνο τους έπεισε να στηρίξουν αυτό που ήθελε, αλλά εφήρμοσε μετά και το αντίθετο.
Ε δε μπορεί για ένα τέτοιο εθνικό ζήτημα, όπως είναι το Σκοπιανό, να γίνει το αντίθετο. Δε μπορεί η ιστορία μας και η εδαφική μας ακεραιότητα να γίνονται παιχνίδια σε οριακές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες.
Για το αν θα συναινέσει η Ελλάδα σε οποιαδήποτε λύση αποκλειστικός αρμόδιος και υπεύθυνος είναι ο ελληνικός λαός. Και οποιαδήποτε λύση χωρίς τη συναίνεσή του θα είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια λάθος πολιτική επιλογή.
Κλείνω με αντιγραφή αποσπάσματος της ομιλίας του Βρετανού βουλευτή Λίο Έιμερυ, με την οποία απαίτησε, επιτυχώς, την παραίτηση της κυβέρνησης Τσάμπερλαιην το 1940. Της ίδιας κυβέρνησης που μετά από πολλές υποχωρήσεις και προσπάθειες κατευνασμού του Χίτλερ κατέληξε σε αυτό που ήθελε να αποφύγει, δηλαδή σε πόλεμο, αφού πρώτα του είχε παραδώσει άνευ όρων τη μισή Ευρώπη.
«Καθήσατε στις θέσεις σας πολύ περισσότερο από ό,τι άξιζε το όποιο καλό κάνατε. Φύγετε, να τελειώνουμε με εσάς. Φύγετε. Για όνομα του Θεού, φύγετε!»