Μνήμη Αλέκου Φασιανού

«Τρεις γείτονες τον συνόδευσαν στο τελευταίο του σπίτι. Τρεις γείτονες, όχι φίλοι. Τρεις μαύρες ομπρέλες ανοίχτηκαν.
Να συγκρατήσουν τα δάκρυα της βροχής που κυλούσαν για συμπαράσταση» (Βαγγέλης Χρόνης, ‘Οι μαύρες ομπρέλες’).

Γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης 

Την Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2022, απεβίωσε ο γνωστός ζωγράφος, Αλέκος Φασιανός. Την Τρίτη 18 Ιανουαρίου, πραγματοποιήθηκε η εξόδιος ακολουθία του. Το γεγονός του θανάτου ενός γνωστού ζωγράφου, προκάλεσε ένα ευρύτερο δημοσιογραφικό που εν προκειμένω, απέδωσε έμφαση στα βασικά χαρακτηριστικά του έργου του όλα αυτά τα χρόνια.

Ο Αλέκος Φασιανός, ως ζωγράφος, υπήρξε ο συνδετικός κρίκος για την μετάβαση από τις παλαιότερες γενιές ζωγράφων στις νεότερες, αυτές που δραστηριοποιήθηκαν εν καιρώ Μεταπολίτευσης, καταφέρνοντας να διαμορφώσει ένα αναγνωρίσιμο, άμεσο και οικείο προσωπικό ύφος.

Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να σημειώσουμε πως, η επαφή του με τις παλαιότερες γενιές ζωγράφων, συνέβαλλε στο να διατηρήσει μία σχολαστικότητα ευδιάκριτη στον τρόπο που χρησιμοποιεί τα χρώματα, στην έμφαση στη λεπτομερή καταγραφή, δίχως όμως η αυστηρότητα να εκπέσει σε αυστηρότητα, και μάλιστα ακαδημαϊκού τύπου, ενώ, η συνδιαλλαγή του με τις νεότερες γενιές ζωγράφων, συνετέλεσε στο να καταστεί η ζωγραφική του δημιουργία ευέλικτη, πληθωρική, ανοιχτή σε ζωγραφικές καινοτομίες.

Η διαμόρφωση ενός οικείου ύφους ή αλλιώς, οικείων ζωγραφικών μοτίβων, δεν επιτεύχθηκε μεταφυσικώ τω τρόπω. Αντιθέτως, υπήρξε το αποτέλεσμα μίας διαρκούς μελέτης και εξέλιξης,[1] του εμπλουτισμού της θεματολογίας του που δεν έκανε διάκριση μεταξύ μείζονος και ελάσσονος, πραγματικότητας και φαντασίας, της διεύρυνσης των τρόπων απεικόνισης.[2]

Υπό αυτό το πρίσμα, το εν ευρεία εννοία ζωγραφικό του έργο, θεωρούμε πως διαρθρώνεται σε τρία επιμέρους επίπεδα, πέραν αυτού που σημειώσαμε πιο πάνω:
Πρώτον, στη συνύφανση μεταξύ της λαϊκότητας, του όσο απαιτείται λαϊκότροπου ύφους,[3] και ενός σοφιστικέ στυλ το οποίο εάν απαιτηθεί δεν διστάζει να κλείσει το μάτι στην ειρωνεία, στη στηλίτευση παθογενειών που αναπαράγονται στη δημόσια σφαίρα.

Δεύτερον, ισορροπεί μεταξύ παράδοσης και μοντερνισμού, αλληλεπιδρώντας με γόνιμο τρόπο, με καλλιτεχνικές τάσεις και ρεύματα του εξωτερικού, κάτι που επιδρά στην περαιτέρω εξέλιξη του προσωπικού, καλλιτεχνικού του ύφους.

Τρίτον (κάτι που έχει παραγνωρισθεί), προσιδιάζει προς την κατεύθυνση συνάρθρωσης της δημιουργίας ανθρώπινων μορφών με ένα πλήθος συναισθημάτων που διαπερνούν την καθημερινότητα τους: Η αποξένωση, η δυσπιστία, η επίδειξη, η απογοήτευση, η προσδοκία (και της συνύπαρξης), βρίσκουν θέση στον καμβά του και επιχρωματίζουν την καθημερινότητα. Με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να αντιληφθούμε την θέση που αποκτά η εν ευρεία εννοία καθημερινότητα, στο έργο του.

Στον πυρήνα του οποίου, υπεισέρχεται η έννοιας της δημιουργίας, στο εγκάρσιο σημείο όπου ο Αλέκος Φασιανός ήσαν έτοιμος, όπου βρισκόταν, να μετουσιώσει το ερέθισμα που λάμβανε σε απτή τέχνη, δημιουργώντας (όχι εκ του μηδενός), ‘κόσμους,’ και παράγοντας νοήματα.[4] Έτσι οφείλουμε να προσεγγίσουμε την έννοια της δημιουργίας στο έργο του, με τον Αλέκο Φασιανό να καθίσταται το ζωγραφικό αντίστοιχο της ‘πολυγραφίας’ του ποιητή Γιάννη Ρίτσου.

Τεκμήριο της σημαντικότητας που προσλαμβάνει η έννοια της δημιουργίας, είναι η έκθεση που διοργάνωσε το 2019 το Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη, με τίτλο ‘Αλέκος Φασιανός-Βαγγέλης Χρόνης. 30 χρόνια φιλίας. Ζωγραφική & Ποίηση,’[5] που αποτελεί ένα ιδιαίτερο προϊόν της ώσμωσης της ζωγραφικής τέχνης του Αλέκου Φασιανού[6] με τον ποιητικό λόγο του Βαγγέλη Χρόνη, με τρόπο ώστε, οι δύο μορφές να μην αλληλο-συμπληρώνονται, αλλά να επικοινωνούν διαλεκτικά σε σημείο όπου ενίοτε τα όρια καθίστανται δυσδιάκριτα.

Ο επισκέπτης της έκθεσης εκτίθονταν σε δύο μορφές δημιουργίας, στην τέχνη του ζωγράφου που αναπαριστά επενδύοντας πόρους στην κίνηση ανθρώπων και ιδεών, και στον λόγο του ποιητή ως ενός ανατόμου των δια-προσωπικών σχέσεων.

Με το έργο του, δεν ‘σφράγισε’ μία εποχή ή αλλιώς, την αισθητική μίας εποχής, αλλά, αντίθετα, την συν-διαμόρφωσε, προσλαμβάνοντας την ζωγραφική με τρόπο ώστε αυτή να εκπέμπει σαφές στίγμα, να διατηρεί την αίσθηση της αυτοτέλειας της, της καταγραφής του παρόντος. Περισσότερο τον ενδιαφέρει να αναδείξει την δική του ηθική στάση απέναντι στα πράγματα, ακόμη και αν χρειασθεί να διακωμωδήσει καταστάσεις και συμπεριφορές, παρά να δημιουργήσει εκδοχές του, κατά τον Ρουσσώ, ‘φυσικού ανθρώπου.’[7]

_____

[1] Το ζωγραφικό έργο του Αλέκου Φασιανού, υπήρξε έργο εν εξελίξει, με τον ίδιο να ασκείται σε διάφορα είδη ζωγραφικής δημιουργίας.

[2] Στο ζωγραφικό γίγνεσθαι του Αλέκου Φασιανού άνδρες και γυναίκες κατέχουν την ίδια θέση (ο Φασιανός δεν αποδίδει τα πρωτεία σε κάποιον), εκεί όπου εντός του έργου του, επιτυγχάνεται μία μορφή ισότητας συμβατή ίσως με τις εν γένει αντιλήψεις του περί της θέσης ανδρών και γυναικών εντός μίας κοινωνίας.

[3] Άλλως πως, θα μπορούσαμε να πούμε πως μία αίσθηση ρεαλισμού διαπερνά το έργο του, με τον ίδιο να αποφεύγει να εισαγάγει στη ζωγραφική του μοτίβα ηρωισμού και διδακτισμού: Ο Αλέκος Φασιανός, παρέμεινε ένας ζωγράφος του μέτρου.

[4] Με παραστατικό τρόπο, ο Αλέκος Φασιανός απεικόνισε σε ζωγραφικό του πίνακα την νοοτροπία του ‘ξέρεις ποιος είμαι εγώ;’, χωρίς μάλιστα να την συνδέει με μία συγκεκριμένη κοινωνική τάξη ή και ανθρωπότυπο. Απεναντίας, δίδει την δυνατότητα στον θεατή να προβεί στους δικούς τους συνειρμούς, να αναζητήσει την νοοτροπία αυτή στο στενό ή και στο ευρύτερο περιβάλλον του, στο πολιτικό προσωπικό, με σημείο αναφοράς τον από καθέδρας διδακτισμό που επιχειρεί ένα βήμα πίσω για να διατρανώσει την ‘αλήθεια’ του και την ισχύ των λεγομένων του που πηγάζει από μία αίσθηση κύρους: ‘Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;’ Βλέπε σχετικά, Κανέλλης Ηλίας, ‘Το στυλ του Αλέκου Φασιανού,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 18/01/2022, σελ. 17.

[5] Βλέπε και το ενδιαφέρον λεύκωμα, ‘Αλέκος Φασιανός-Βαγγέλης Χρόνης. 30 χρόνια φιλίας. Ζωγραφική & Ποίηση,’ Επιμέλεια: Μαυρωτάς Τάκης, Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη, Αθήνα, 2019. Η δημιουργία αξιο-θεμελιώνεται πάνω σε ό,τι θα προσδιορίσουμε θεωρητικά, ως ηθική της φιλίας, κάτι που σημαίνει εδώ πως ο ένας μπορεί να διεισδύσει στον κόσμο του άλλου, να αντικρίσει και να βιώσει, να αισθανθεί το πως η δημιουργία μπορεί να υπάρξει και αντανακλαστικά. Έργα του ζωγράφου βρίσκονται σε ποιητικές συλλογές του Βαγγέλη Χρόνη. Στη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του, στο εξώφυλλο και στο οπισθόφυλλο, διακρίνουμε δημιουργίες του ζωγράφου, εκεί όπου, στο μεν εξώφυλλο ένα πορτραίτο του ποιητή δια χειρός του ζωγράφου, σπεύδει να αναδείξει ή και να τεκμηριώσει τους φιλικούς δεσμούς που μετεξελίχθηκαν και σε δεσμούς δημιουργίας, ενώ, στο δε οπισθόφυλλο, κάποια περιστέρια δύναται να ‘ενσαρκώσουν,’ όχι μόνο την ελπίδα, αλλά, και το ‘πέταγμα’ της λέξης. Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Ποίηση 1999-2002,’ Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2020.

[6] Μία εκδοχή ελληνικότητας ενυπάρχει στο έργο του Αλέκου Φασιανού, όντας όμως χαμηλόφωνη, διακριτική, ανοιχτή, ενσώματη και όχι μηχανική, χωρίς να φορτώνεται με διάφορα ψιμύθια. Ο ζωγράφος δεν ένιωθε την ανάγκη να δηλώνει ‘παρών’ μέσω της συγκεκριμένης έννοιας, αναπαριστώντας την όμως με έντονα χρώματα, ωσάν να αφηγείται μία ιστορία.

[7] Αναφέρεται στο: Ψυχοπαίδης Κοσμάς, ‘Κανόνες και αντινομίες στην πολιτική,’ Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, 1999.

(Πηγή εικόνας άρθρου)

τοβιβλίο

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.